Τα γαλαζωπά στίγματα της Ευτυχίας

Le Village St Paul,  Παρίσι, Οκτώβριος 2006
Le Village St Paul, Παρίσι, Οκτώβριος 2006 / φωτ. Άρις Γεωργίου
Lista  19

Τη για­γιά μου την έλε­γαν Ευ­τυ­χία. Δε­κα­πέ­ντε χρο­νών αρ­ρα­βω­νιά­στη­κε με τον Νι­κό­λαο Ζ. από το χω­ριό Πα­τέλ­λα της επαρ­χί­ας Μα­λε­βι­ζί­ου, Ηρα­κλεί­ου Κρή­της. Kυ­ρια­κή του άπι­στου Θω­μά του σω­τη­ρί­ου έτους 1913. Η Ευ­τυ­χία ήταν ωραία σε όλη τη ζωή της. Ακό­μη και στα γε­ρά­μα­τά της, τό­τε που με εί­χε δί­πλα της και με ανά­θρε­φε, και τό­τε ήταν όμορ­φη. Στη νε­ό­τη­τά της εί­χε μα­κριά μαύ­ρα μαλ­λιά, γα­λα­νά μά­τια και κά­τα­σπρο δέρ­μα. Κα­μιά φο­ρά όμως αυ­τό το κα­τά­λευ­κο σώ­μα έπαιρ­νε σε με­ριές με­ριές χροιά γα­λα­ζω­πή. Και τού­το επει­δή στα ση­μεία εκεί­να το δέρ­μα της ήταν λε­πτό­τε­ρο και φαί­νο­νταν λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο οι γα­λά­ζιες φλε­βί­τσες. Απα­ράλ­λα­κτα όπως συμ­βαί­νει σε όλους τους αν­θρώ­πους που οι φλέ­βες τους δια­κρί­νο­νται σε διά­φο­ρα ση­μεία του κορ­μιού. Στα μπρά­τσα, στον λαι­μό και κά­πο­τε στο πρό­σω­πο, κά­τω από τα μά­τια.

Στη για­γιά μου, όμως, αυ­τά τα φαι­νό­με­να ήταν εντο­νό­τε­ρα. Εί­χε, μά­λι­στα, πα­ρα­τη­ρή­σει πως αυ­τό το γα­λα­ζω­πό χρώ­μα της ερ­χό­ταν κυ­ρί­ως σε ώρες χα­ράς, δια­σκέ­δα­σης ή αμε­ρι­μνη­σί­ας. Όταν, λ.χ., ύφαι­νε στον αρ­γα­λειό και τρα­γου­δού­σε μα­ντι­νά­δες ή όταν χτέ­νι­ζε τα μα­κριά μαλ­λιά της μπρο­στά στον κα­θρέ­φτη, τό­τε γι­νό­ταν σχε­δόν κα­τα­γά­λα­νη. Τα γα­λα­ζω­πά ση­μα­δά­κια φαί­νο­νταν ακό­μη πιο έντο­να όταν πή­γαι­νε σε πα­νη­γύ­ρια και γά­μους. Επει­δή η για­γιά μου αγα­πού­σε τη μου­σι­κή, τα γλέ­ντια και τις δια­σκε­δά­σεις. Τό­τε το πρό­σω­πο, ο λαι­μός και τα χέ­ρια της απο­κτού­σαν λα­μπε­ρά γα­λα­ζω­πά στίγ­μα­τα, που την έκα­ναν να μοιά­ζει με τις πε­τα­λού­δες που έχουν φτε­ρά με γα­λά­ζιες βού­λες και κα­θώς πε­τούν μέ­σα στο κα­λο­καί­ρι στρα­φτα­λί­ζουν στον αέ­ρα.

Η οι­κο­γέ­νεια της Ευ­τυ­χί­ας ήταν πο­λύ φτω­χή ακό­μη και με τα μέ­τρα της επο­χής. Ο πα­τέ­ρας της και οι πέ­ντε αδερ­φοί της έβο­σκαν ξέ­να πρό­βα­τα και καλ­λιερ­γού­σαν ξέ­να χω­ρά­φια για­τί δεν εί­χαν δι­κή τους ιδιο­κτη­σία. Του­λά­χι­στον στα πρώ­τα χρό­νια της ζω­ής της για­γιάς μου, η οι­κο­γέ­νειά της ήταν από τις τε­λευ­ταί­ες του χω­ριού. Ο λό­γος: εί­χαν ανα­γκα­σθεί να αφή­σουν τον τό­πο τους βια­στι­κά, χω­ρίς ού­τε τα απα­ραί­τη­τα να πά­ρουν. Ένας θεί­ος της Ευ­τυ­χί­ας εί­χε ανα­κα­τω­θεί σε μια υπό­θε­ση βε­ντέ­τας στο χω­ριό Ασκύ­φου της πε­ριο­χής των Σφα­κί­ων. Στη δυ­τι­κή Κρή­τη. Τό­τε όλοι οι στε­νοί συγ­γε­νείς εγκα­τέ­λει­ψαν το χω­ριό, από φό­βο αντεκ­δι­κή­σε­ων. Πολ­λοί έφυ­γαν στον Πει­ραιά. Οι άλ­λοι, όμως, που δεν ήθε­λαν ή δεν εί­χαν τρό­πο να αφή­σουν την Κρή­τη, απο­φά­σι­σαν να έρ­θουν και να εγκα­τα­στα­θούν ανα­το­λι­κά στα χω­ριά του Ηρα­κλεί­ου, στην επαρ­χία Μα­λε­βι­ζί­ου. Άλ­λοι διά­λε­ξαν το ένα χω­ριό, άλ­λοι διά­λε­ξαν το άλ­λο. Ο πα­τέ­ρας της για­γιάς μου ήρ­θε στο ορει­νό χω­ριό Πα­τέλ­λα, με τους πέ­ντε γιους και τη γυ­ναί­κα του γκα­στρω­μέ­νη στην Ευ­τυ­χία.

Eδώ σε αυ­τό το χω­ριό γεν­νή­θη­κε η Ευ­τυ­χία και εδώ την εί­δε και την αρ­ρα­βω­νιά­στη­κε ο παπ­πούς μου, ο Νι­κο­λής. Η Ευ­τυ­χία ήταν 15 χρο­νών. «Ο παπ­πούς σου ήταν 23. Γε­ωρ­γός το επάγ­γελ­μα. Kα­μιά φο­ρά έκα­νε και τον τσα­γκά­ρη. Με αρ­ρα­βώ­νια­σαν ύστε­ρα από προ­ξε­νιό. Ο παπ­πούς σου δεν εί­χε απαι­τή­σεις για προί­κα. Η συμ­φω­νία ήταν ο γά­μος να γί­νει το αρ­γό­τε­ρο μέ­σα σε δυο χρό­νια. Να τα κρα­τείς στο μυα­λό σου αυ­τά. Μυ­στι­κά από εσέ­να δεν έχω». Μου έλε­γε κά­θε φο­ρά. «Μια μέ­ρα όμως θα σε ρω­τή­σω, να δω αν τα θυ­μά­σαι».

Η για­γιά μου δεν εί­χε πά­ει μι­κρή σχο­λείο. Ού­τε και γνώ­ρι­ζε γράμ­μα­τα. Στο χω­ριό Πα­τέλ­λα δεν υπήρ­χε σχο­λείο, αλ­λά και να υπήρ­χε, πά­λι δεν θα πή­γαι­νε, για­τί έπρε­πε να πλέ­νει, να μα­γει­ρεύ­ει και να φρο­ντί­ζει τους με­γά­λους αδελ­φούς της. Όταν, λοι­πόν, τέ­λειω­σαν οι αρ­ρα­βώ­νες, ο Νι­κο­λής απαί­τη­σε να πά­ει η Ευ­τυ­χία για λί­γο στο δη­μο­τι­κό, να μά­θει να γρά­φει και να δια­βά­ζει. Ας ήταν και με­γά­λη. Αυ­τό δεν άρε­σε στην οι­κο­γέ­νεια της Ευ­τυ­χί­ας, όμως δεν μπο­ρού­σαν να κά­νουν αλ­λιώς. Έτσι ο Νι­κο­λής κα­νό­νι­σε να έρ­χε­ται στο σπί­τι της Ευ­τυ­χί­ας να την παίρ­νει και να την πη­γαί­νει με το μου­λά­ρι σε κο­ντι­νό χω­ριό (πέ­ντε χι­λιό­με­τρα από­στα­ση), όπου εί­χε δη­μο­τι­κό σχο­λείο. Και το με­ση­μέ­ρι να τη φέρ­νει πί­σω. Του­λά­χι­στον μια δυο φο­ρές την εβδο­μά­δα.

Η Ευ­τυ­χία ανέ­βαι­νε πρώ­τα σε μια κα­ρέ­κλα. Από εκεί κα­θό­ταν ανά­λα­φρα στο ζώο. Κα­θό­ταν γυ­ναι­κεία, δη­λα­δή όπως κά­θο­νται οι γυ­ναί­κες πά­νω στη σέ­λα. Ο αρ­ρα­βω­νια­στι­κός της τρα­βού­σε το μου­λά­ρι από το χα­λι­νά­ρι. Πε­ζός. Έως ότου βγουν έξω από το χω­ριό και χα­θούν στις ρε­μα­τιές και τους λό­φους. Τό­τε ο Νι­κο­λής κα­βα­λί­κευε αν­δρι­κά και έβα­ζε την Ευ­τυ­χία να κά­θε­ται μπρο­στά του αν­δρι­κά. Άλ­λο­τε πρό­σω­πο με πρό­σω­πο. Άλ­λο­τε όχι. Αυ­τός πί­σω, εκεί­νη μπρο­στά. Ο Νι­κο­λής ήταν ντυ­μέ­νος όπως ντύ­νο­νταν οι άν­δρες εκεί­νη την επο­χή. Φο­ρού­σε κε­ντη­μέ­νο γι­λέ­κο, βρά­κες και σπα­στά υπο­δή­μα­τα. «Εγώ φο­ρού­σα μα­κριά φου­στά­νια από υφά­σμα­τα, κα­μω­μέ­να από εμέ­να στον αρ­γα­λειό. Από μέ­σα φο­ρού­σα φαρ­διά βαμ­βα­κε­ρά με­σο­φό­ρια. Δε­μέ­να στη μέ­ση με ζω­νά­ρι. Μου έφτα­ναν ώς τα γό­να­τα». Όμως αυ­τή η εν­δυ­μα­σία της Ευ­τυ­χί­ας δεν εμπό­δι­ζε τον Νι­κο­λή να ακου­μπά την Ευ­τυ­χία γυ­μνός πά­νω στο μου­λά­ρι και να την πιά­νει και να τη χαϊ­δεύ­ει ερω­τι­κά. Εί­τε ήσαν οι δυο τους κα­θι­σμέ­νοι στη σέ­λα πρό­σω­πο με πρό­σω­πο, εί­τε αλ­λιώς. Και ο Νι­κο­λής άφη­νε τα άσπρα, ζε­στά του σπέρ­μα­τα στα βρα­κιά και στα με­σο­φό­ρια της Ευ­τυ­χί­ας. Το πρωί όταν πή­γαι­ναν στο σχο­λειό. Το με­ση­μέ­ρι όταν γύ­ρι­ζαν από το σχο­λειό. «Τό­τε πα­ρα­τη­ρού­σα πως γέ­μι­ζα σε όλο το κορ­μί μου και στο πρό­σω­πό μου ακό­μη μι­κρά γα­λά­ζια στίγ­μα­τα. Έσβη­ναν, όμως, ύστε­ρα από λί­γο».

Αυ­τή η ιστο­ρία κρά­τη­σε πο­λύ. Μου­λά­ρι, άν­δρας, γυ­ναί­κα, τρεις μα­ζί. Κά­θε φο­ρά που πή­γαι­ναν σχο­λείο. Τό­τε ήταν που πα­ρα­τή­ρη­σε η Ευ­τυ­χία πως όταν της ερ­χό­τα­νε τα έμ­μη­νά της, γέ­μι­ζε πα­ντού στα μυ­στι­κά της ση­μεία κη­λί­δες γα­λα­ζω­πές. Αυ­τές ξέ­βα­φαν και έβα­φαν με γα­λά­ζιες στά­μπες τα άσπρα πα­νιά των εμ­μή­νων. Κα­μιά φο­ρά, μά­λι­στα, οι γα­λα­ζω­πές κη­λί­δες εμ­φα­νί­ζο­νταν στις φού­στες, στις μπλού­ζες ακό­μη και στα μα­ντή­λια της. Έτσι η για­γιά μου ήταν ανα­γκα­σμέ­νη να πλέ­νει ώρες πολ­λές όλα της τα ρού­χα. Το σώ­μα της, όμως, ήταν και πα­ρέ­με­νε κα­τά­λευ­κο. Εκτός από τις μι­κρές γα­λά­ζιες φλε­βί­τσες στον λαι­μό, στα χέ­ρια και κά­τω από τα μά­τια.

Η Ευ­τυ­χία στε­φα­νώ­θη­κε ύστε­ρα από ενά­μι­ση χρό­νο και ενώ­θη­κε με τον Νι­κο­λή εις σάρ­κα μία και έγι­ναν αντρό­γυ­νο κα­νο­νι­κό. Ο Νι­κο­λής γέ­μι­ζε κά­θε μέ­ρα την Ευ­τυ­χία με σπέρ­μα­τα λευ­κά και εκεί­νη εξα­κο­λου­θού­σε να γε­μί­ζει από γα­λα­ζω­πά στίγ­μα­τα. Ύστε­ρα από λί­γο έμει­νε έγκυος. Κα­θώς όμως περ­νού­σαν οι μή­νες της εγκυ­μο­σύ­νης, έβλε­πε πως η κοι­λιά της γι­νό­ταν σαν γα­λά­ζια κρυ­στάλ­λι­νη σφαί­ρα. Το χρώ­μα της κοι­λιάς της επα­νήλ­θε στο κα­νο­νι­κό όταν γέν­νη­σε τον πρώ­το γιο της τον Αλέ­ξαν­δρο. Αυ­τός εί­χε χρώ­μα ξαν­θό και μά­τια γα­λά­ζια. Τον έλε­γαν ιπ­πέα για­τί εί­χε μια φο­ρά­δα και έκα­νε τον γυ­ρο­λό­γο. Σε ενά­μι­ση χρό­νο η Ευ­τυ­χία έμει­νε ξα­νά έγκυος. Η κοι­λιά της έγι­νε πά­λι γα­λά­ζια ώς την ώρα που γέν­νη­σε τον δεύ­τε­ρο γιο της, τον Γιώρ­γο. Αυ­τός βγή­κε κα­στα­νός. Σκο­τώ­θη­κε στην Αλ­βα­νία. Θά­φτη­κε μα­ζί με άλ­λους σε στρα­τιω­τι­κό κοι­μη­τή­ριο. Η για­γιά μου τον έλε­γε «Ο ξε­νι­τε­μέ­νος μου, ο σκο­τω­μέ­νος μου». Στην τρί­τη εγκυ­μο­σύ­νη τα ίδια. Γέν­νη­σε πά­λι γιο, τον Λευ­τέ­ρη, που βγή­κε πυ­ρό­ξαν­θος. Αυ­τός πο­λέ­μη­σε στον Εμ­φύ­λιο με τον Εθνι­κό Στρα­τό. Κα­τη­γο­ρή­θη­κε για αρι­στε­ρός και πέ­ρα­σε επτά μή­νες στη Μα­κρό­νη­σο. Στην εγκυ­μο­σύ­νη του με­λα­χρι­νού Μάρ­κου, μα­ζί με την κοι­λιά της έγι­ναν γα­λά­ζια και τα γό­να­τα της Ευ­τυ­χί­ας. Ο Μάρ­κος ήταν γε­ωρ­γός, έστη­νε πα­γί­δες και έπια­νε ασβούς και λα­γούς. Πέ­θα­νε από ηλί­α­ση.

Αυτή η ιστορία κράτησε πολύ. Μουλάρι, άνδρας, γυναίκα, τρεις μαζί. Κάθε φορά που πήγαιναν σχολείο. Τότε ήταν που παρατήρησε η Ευτυχία πως όταν της ερχότανε τα έμμηνά της, γέμιζε παντού στα μυστικά της σημεία κηλίδες γαλαζωπές. Αυτές ξέβαφαν και έβαφαν με γαλάζιες στάμπες τα άσπρα πανιά των εμμήνων.

Το 1924 η για­γιά μου γέν­νη­σε τη μη­τέ­ρα μου. Την εί­παν Αγ­γε­λι­κή επει­δή λό­γω ωραιό­τη­τος προ­σώ­που δεν μπο­ρού­σαν να την πουν αλ­λιώς. Εί­ναι πε­θα­μέ­νη τώ­ρα και δέ­κα χρό­νια, αλ­λά έρ­χε­ται συ­χνά στον ύπνο μου ή εκεί που κά­θο­μαι και σκέ­φτο­μαι τη ζωή μου και τα λέ­με. Όταν η για­γιά μου ήταν έγκυος την Αγ­γε­λι­κή, δυ­σκο­λεύ­τη­κε πο­λύ, και λί­γο έλει­ψε να πε­θά­νει στη γέν­να. Πή­ρε όλη χρώ­μα μα­βί. Έγι­νε πα­ντού γα­λά­ζια, στα στή­θη, στην πλά­τη, στους ώμους. Η Αγ­γε­λι­κή γεν­νή­θη­κε κα­νο­νι­κά. Βγή­κε ρό­δι­νη, με μι­κρές γα­λά­ζιες φλε­βί­τσες πα­ντού. Κυ­ρί­ως, όμως, τα γα­λά­ζια στίγ­μα­τα φαι­νό­τα­νε στις πα­τού­σες και στα μπρά­τσα. Αυ­τό εμέ­να μου άρε­σε να την ακούω να το λέ­ει, όταν την έβλε­πα και μι­λού­σα­με. Μά­λι­στα όταν τη ρω­τού­σα για όλα αυ­τά, εκεί­νη έλε­γε πως μι­κρή συ­νή­θι­ζε να περ­πα­τά ξυ­πό­λυ­τη και πως τη νύ­χτα εκεί όπου πα­τού­σε φω­σφό­ρι­ζε το χώ­μα.

Το 1981, η για­γιά μου αρ­ρώ­στη­σε βα­ριά από πυ­ρε­τό και έβγα­λε εκ­ζέ­μα­τα και λει­χή­νες. Από τις νύ­φες της κα­μιά δεν την ήθε­λε στο σπί­τι. Η Αγ­γε­λι­κή εί­χε από χρό­νια εγκα­τα­στα­θεί στην Αθή­να σε μια πο­λυ­κα­τοι­κία στους Αμπε­λο­κή­πους. Χω­ρίς τη­λέ­φω­νο. Η για­γιά μου ζού­σε μό­νη και πα­ρα­πε­τα­μέ­νη σ’ ένα κα­μα­ρά­κι στην άκρη του χω­ριού. Κο­ντά στο νε­κρο­τα­φείο. Ο θά­να­τος ήρ­θε νύ­χτα πα­ρα­μο­νές της Κοι­μή­σε­ως της Θε­ο­τό­κου. Όπως αρ­γό­τε­ρα μου εί­παν οι γεί­το­νες, ξαφ­νι­κά, λέ­ει, το μι­κρό δω­μά­τιο της Ευ­τυ­χί­ας φά­νη­κε να λού­ζε­ται από ένα γα­λά­ζιο φως. Με­ρι­κοί εί­παν ότι άκου­σαν πε­ρί­ερ­γες μου­σι­κές και θο­ρύ­βους. Ύστε­ρα η για­γιά μου ακού­στη­κε να μι­λά με κά­ποιον, «Και ποιος εί­σαι εσύ που εμπή­κες μέ­σα;» του έλε­γε. «Και για­τί φο­ράς γα­λά­ζα;» Αυ­τός της εί­πε: «Εγώ εί­μαι, Ευ­τυ­χία, δε με γνω­ρί­ζεις;» «Όχι», του απά­ντη­σε η Ευ­τυ­χία. «Ποιος εί­σαι; Δε σ’ έχω ξα­να­δεί». Αυ­τός εί­πε: «Εγώ εί­μαι, Ευ­τυ­χία, αυ­τός που σου έκα­να τα γα­λα­ζω­πά ση­μα­δά­κια στο δέρ­μα. Αυ­τά που με­γά­λω­ναν και πλή­θαι­ναν όταν χαι­ρό­σουν και δια­σκέ­δα­ζες...» Η Ευ­τυ­χία ακού­στη­κε να του λέ­ει: «Αυ­τά τα ση­μά­δια τα εί­χα από τη γέν­νη­σή μου. Τα θυ­μού­μαι κα­λά. Δεν μου τα έκα­νε κα­νέ­νας». Αυ­τός εί­πε: «Ευ­τυ­χία, εγώ εί­μαι αυ­τός που σου έκα­νε τις φλε­βί­τσες σου γα­λά­ζιες. Και όταν τρα­γου­δού­σες στον αρ­γα­λειό. Και όταν χτέ­νι­ζες τα μαλ­λιά σου μπρο­στά στον με­γά­λο κα­θρέ­φτη. Και όταν έπαι­ζες με τον άντρα σου. Τό­τε που το κορ­μί σου πε­τού­σε γα­λά­ζια στίγ­μα­τα. Εγώ εί­μαι αυ­τός που σου τα έφερ­να, Ευ­τυ­χία. Εγώ έκα­να και την κοι­λιά σου γα­λά­ζια όταν ήσουν γκα­στρω­μέ­νη. Αυ­τός εί­μαι, Ευ­τυ­χία, δεν με γνω­ρί­ζεις;» «Όχι», ακού­στη­κε πά­λι η Ευ­τυ­χία. «Δε σε γνω­ρί­ζω». «Δε με γνω­ρί­ζεις; Ο θά­να­τός σου εί­μαι, Ευ­τυ­χία», εί­πε εκεί­νος. «Αχ!» ακού­στη­κε τό­τε να λέ­ει η Ευ­τυ­χία. «Αχ! Εγώ αλ­λιώς σε πε­ρί­με­να, Χά­ρε μου. Άλ­λο χρώ­μα σε ήθε­λα, θά­να­τέ μου». Αυ­τός εί­πε: «Όχι, Ευ­τυ­χία, εγώ εί­μαι πά­ντα ετσά. Γα­λά­ζιος. Γα­λα­νός. Όχι μαύ­ρος. Γα­λά­ζος στις φλε­βί­τσες σου. Στα αί­μα­τά σου και στις γέν­νες σου».

Τό­τε, όπως μου εί­παν οι γεί­το­νες που άκου­γαν τα γι­νό­με­να, εστα­μά­τη­σαν οι φω­νές. Εστα­μά­τη­σαν και οι θο­ρύ­βοι. Χά­θη­κε και το γα­λά­ζιο φως. Έπα­ψαν οι μου­σι­κές. Το σπί­τι σκο­τεί­νια­σε.

Το πρωί βρή­καν την Ευ­τυ­χία πε­θα­μέ­νη. Ντυ­μέ­νη και ολο­στό­λι­στη στο κρε­βά­τι. Φο­ρού­σε τα κα­λά της ρού­χα. Αυ­τά που φο­ρού­σε τις Κυ­ρια­κές για να πη­γαί­νει εκ­κλη­σία. Ήρ­θε ο αγρο­τι­κός για­τρός, την εξέ­τα­σε και εί­πε πως όλο το κορ­μί της ήταν γα­λά­ζιο και έστιλ­βε πα­ντού σαν να ήταν από σμάλ­το. Όλα γα­λά­ζια. Ακό­μη και τα ασπρι­σμέ­να μαλ­λιά της. Μό­νο τα μά­τια της, εί­πε, εί­χαν αλ­λά­ξει χρώ­μα και από γα­λα­νά εί­χαν γί­νει κα­τά­λευ­κα. Ήταν (όπως έγρα­ψε στη γνω­μά­τευ­σή του) ορ­θά­νοι­χτα και κοι­τού­σαν μα­κριά, αλ­λά ήταν σαν να μην έβλε­παν τί­πο­τε. Ήταν προ­ση­λω­μέ­να επά­νω, ψη­λά επά­νω, και όσο, λέ­ει, και να προ­σπά­θη­σε δεν μπό­ρε­σε, τε­λι­κά, να τα κλεί­σει. Την έθα­ψαν με τα μά­τια ανοι­χτά.

(Αφή­γη­ση του Νι­κο­λά­ου Α. Κ., ετών 76, από το χω­ριό Πα­τέλ­λα της επαρ­χί­ας Μα­λε­βι­ζί­ου, Ηρα­κλεί­ου Κρή­της, κα­τοί­κου Λιο­σί­ων Ατ­τι­κής)

Από την ανέκ­δο­τη συλ­λο­γή δι­η­γή­σε­ων, Πα­ρα­δό­σεις του ελ­λη­νι­κού λα­ού.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: