Ήταν τότε που συναντήσαμε τον κ. Κώστα στην προβλήτα.
Μας πήγε στην καλύτερη ψαροταβέρνα. Παράγγειλε σκάρο, ροφό, σφυρίδα, γόνο θράψαλο, χόρτα – και πριν απ’ όλα, τις γυαλιστερές και τις φούσκες. Τρώγαμε για ώρες.
Μιλούσε έντονα, χειρονομούσε όσο απολάμβανε το τοπίο, ρουφούσε με μαεστρία τις ψαροκεφαλές. Πρόλαβε και σκάρωσε ένα δίστιχο, σε μια μακριά στιγμή που ρουφούσε το τσιγάρο του. Πήγαινε έτσι: Δεν θα κοιμάσαι ποτέ σου μόνη / όσο κρατήσει το ποίημα αυτό.
Σηκωθήκαμε κάποια στιγμή, το ρολόι χειρός σου έλεγε δύο παρά. Ούτε κουβέντα να συμμετέχουμε στα του λογαριασμού, τράβηξα όπως σηκώθηκα, πολύ απότομα, δύο σούμες απανωτά, στην υγειά του, κατακόρυφα. Ο κ. Κώστας χάρηκε, με είχε για κιμπάρη. Του αφήσαμε τα στοιχεία του Airbnb, με την άνεση καθενός, τη δική μας, τη δική του, θα ερχόταν σε επαφή κάποια στιγμή τις επόμενες ημέρες.
Φορτώσαμε ζωσμένοι τα άρματα των σακιδίων. Ήταν τέλη Μάη και το νησί σχεδόν αδειανό. Είχαμε παρατήσει το αυτοκίνητο στον Πειραιά.
Ανεβήκαμε τη σκαλινάτα προς τη μέσα πλατεία, η ησυχία ήταν απέραντη, τα νύχια ενός μικρού σκύλου –κόκερ– στα πλακάκια πίσω μας μόνο, στα ρουθούνια του μια ηρεμία, σαν μοιρασμένη στα δύο η δική μας.
Μας έφτασε ώς την πόρτα, άφησες το μπάκπακ στο μάρμαρο, ξεκλείδωσες, έσκυψες μετά έως το ύψος της μουσούδας, το αγκάλιασες ολόκληρο. Σήκωσες το βλέμμα –τα μαλλιά σου, κομμένα καρέ, για να δεχτούν το μακρύ καλοκαίρι, σαν συνέχεια στις πλεξούδες του σπάνιελ, στα χρυσά του αυτιά– με κοίταξες πολύ βαθιά, «το ξέρεις ότι ο κύριος αυτός ήταν ο Βάρναλης ο ποιητής, ε;», μου είπες,
Ξαφνιάστηκα, μα πώς, αφού έχει πεθάνει, εξάλλου εσύ δεν ξέρεις από ποίηση και τέτοια, και μια στιγμή, εσύ είχες
Πάντα μακριά, χυτά, όμπρε μαλλιά ολοχρονίς, τέτοια είχες και την τελευταία φορά που σε είδα, κλείνει σχεδόν χρονιά, έντεκα και βάλε μήνες πριν από αυτό εδώ
Το ηλίθιο όνειρο.