Αθήνα, καλοκαίρι, ΄67; ΄68; Χούντα πάντως. Όμορφη αυλή, δέντρα, λουλούδια, καλοκαιρινές μυρωδιές, καθόνταν η γιαγιά και κεντούσε, κι είχε επισκέψεις. Η κόρη μιάς παλιάς ψυχοκόρης, πρόσφυγα η μάνα της παντρεύτηκε αντάρτη, χήρεψε, και μικρή, πολύ μικρή, έμεινε με δυό κόρες. Η μεγάλη, όμορφη, ψηλή, έφυγε μικρή σε κάποια μετανάστευση, Αμερική; Καναδά; Γερμανία; Γιοχάνεσμπουργκ; ούτε που θυμάμαι. Την ομορφιά της θυμάμαι, ένας έρωτας που περπατούσε. Μελαχροινή και αλαβάστρινη, με πράσινα μάτια, πυκνά, πυκνά μαλλιά ολόμαυρα κομμένα στον αυχένα, καμπύλες ολοστρόγγυλες, κι ένα χαμόγελο που σ’ έλιωνε.
Η μικρή, ένα τέρας της φύσεως. Κοντή, άσχημη, κακοφτιαγμένη και κακιά, με όνομα καθαρά ευχετικό: Ευμορφία. Παντρεύτηκε ένα μίζερο άνθρωπο, περιπτερά, κι ερχόταν κάθε τόσο να υποβάλλει τα σέβη της.Ήρθε στην επίσκεψη μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, ένα άλλο στην κοιλιά, μια κόρη μικρή να παίζει, μικρό, καχεκτικό, αδύναμο παιδάκι, μιλιά δεν έβγαζε. «Σαν κατοχικό είναι» έλεγε η μάνα μου κάθε φορά που τόβλεπε. Μύριζε το παιδάκι τα λουλούδια «Μη, θα τα χαλάσεις» της φώναξε η μάνα της. Μύρισε η μικρή τον καφέ της γιαγιάς «Μή, θα τον χύσεις» της ξαναφώναξε η μάνα της. Κάθισε το παιδάκι στο σκαλάκι κι έπαιζε με το στρίφωμα της φούστας της «Κακόχρονο να ’χεις, άστο ήσυχο, θα το ξηλώσεις, δεν έβγαζα δέκα φίδια απ’ την κοιλιά μου καλύτερα πού έβγαλα εσένα!» ξαναφώναξε η μάνα.
(2008)