Τώρα πια δεν έρχεται κανείς στο ξενοδοχείο. Χόρτα έχουν φυτρώσει στη στέγη, τα τζάμια στα περισσότερα παράθυρα είναι σπασμένα, κι από κάθε δωμάτιο ξεπετάγεται μια γάτα, τιγρέ ή μαύρη σαν την πίσσα ή κόκκινη με άσπρες πιτσιλιές ή πορτοκαλί και κίτρινη, ο πιο άσχετος συνδυασμός, αλλά πάντα με το ίδιο απαράλλαχτο βλέμμα, βλέμμα δολοφόνου. Απ’ όταν οι πρόσφυγες εγκλωβίστηκαν στο νησί, το περασμένο καλοκαίρι, οι τουρίστες εξαφανίστηκαν. Εκατοντάδες πρόσφυγες έφθαναν κάθε μέρα, τριακόσιοι, πεντακόσιοι, μαζί με γέρους, γυναίκες γκαστρωμένες και μωρά που έσκουζαν. Μόλις πλησίαζαν την ακτή φορούσαν σωσίβια, έβγαζαν ένα μαχαίρι κι έσκιζαν το φουσκωτό ώστε να θεωρηθούν ναυαγοί. Ύστερα έγινε εκείνη η επίθεση στον καταυλισμό, η βόμβα που έσκασε. Είπαν ότι την έβαλαν για αντίποινα τζιχαντιστές, επειδή στο νησί είχαν βρει καταφύγιο οπαδοί του Σίσι – ποιος είναι αυτός ο Σίσι με το γελοίο κοριτσίστικο όνομα, δεν ξέρω. Τριάντα νεκρούς άφησε η βόμβα. Βγήκε επίσημη οδηγία οι τουρίστες να μην έρχονται. Έτσι κι αλλιώς είχαν σταματήσει να έρχονται.
Ο τελευταίος πελάτης ήταν ένας Γερμανός. Δεν τον άκουσα, έβλεπα ένα τούρκικο σίριαλ στην τηλεόραση. Η τηλεόραση τότε λειτουργούσε κανονικά, τώρα έχει από τον χειμώνα που δεν δουλεύει. Τον είδα ξαφνικά, μπήκε μέσα φουριόζος. Με ρώτησα αν είχα ελεύθερο δωμάτιο. Χαζός είσαι, άνθρωπέ μου, μου ήρθε να του πω, δεν βλέπεις γύρω σου; Οι γάτες είχαν πεταχτεί και τον πλησίασαν με γουργουρητά. Ο Γερμανός μιλούσε ελληνικά, είχε έναν τρόπο να τα μιλάει παράξενο, αλλά την ήξερε τη γλώσσα. Είπε ότι ήταν εμπειρογνώμονας, ότι θα έκανε μια μελέτη, δεν κατάλαβα ακριβώς. Πόσο κοστίζει το δωμάτιο; ρώτησε. Τίποτα, είπα. Επέμεινε ότι έπρεπε να πληρώσει. Δες την κατάσταση, του είπα, τα στρώματα είναι ξεκοιλιασμένα, τα σεντόνια σκισμένα, τα παράθυρα δεν κλείνουν. Εκείνος επέμενε, πρέπει να πληρώσω, αυτό είναι το σωστό κ.λπ.
Πριν τον πάω στο δωμάτιο έριξε μια ματιά στην τηλεόραση. Τι είναι αυτό, τούρκικο; ρώτησε. Ναι είπα, ο Σουλεϊμάν. Δεν το ξέρεις; Ήταν ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής. Το σίριαλ έσκιζε εκείνη την εποχή, παρόλο που το έπαιζαν σε επανάληψη για τρίτη ή τέταρτη φορά. Κάθε απόγευμα, έξι με εφτά, το χωριό ήταν νεκρωμένο. Όλοι μαρμαρωμένοι μπροστά στην τηλεόραση. Κρίση, φτώχεια, ανεργία, όλα σβησμένα. Ο Σουλεϊμάν έκανε το θαύμα του. Βλέπετε τούρκικα σίριαλ στην Ελλάδα; ρώτησε ο Γερμανός. Πρωτοφανές, πρωτοφανές. Αυτό πρέπει να το σημειώσω, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, μουρμούρισε. Έβγαλε ένα τετράδιο από το σακάκι του κι έγραψε κάτι.
Παλιότερα μισούσα τις γάτες, τώρα τις έχω συνηθίσει. Όχι ότι μ’ αρέσουν, όχι ότι τους φωνάζω ψι ψι ψι. Αλλά κάνω σαν να μην υπάρχουν. Έτσι κάνω και με τις κατσαρίδες, τις μύγες, τα κουνούπια. Και με τους ποντικούς. Ευτυχώς έχουν αραιώσει, τους ανέλαβαν οι γάτες. Δεν θυμάμαι αν ο Γερμανός ήρθε πριν ή μετά την έκρηξη στον καταυλισμό. Πριν πρέπει να ήταν. Μετά σταμάτησαν οι επικοινωνίες, τα δρομολόγια, κανένα πλοίο δεν αράζει στο λιμάνι. Καμιά φορά ένα ιστιοφόρο περνάει στο βάθος, γερμένο ελαφρά, αλλά δεν βλέπω κανέναν στο πηδάλιο. Περίεργο.
Ήσυχος ήταν ο Γερμανός. Όλη την ημέρα χανόταν γι’ αυτήν τη μελέτη που έκανε. Ούτε ξέρω πού πήγαινε. Τις νύχτες έγραφε. Σκυμμένος σ’ ένα τραπεζάκι, μέσα στο κρύο που περόνιαζε, πρέπει να ήταν μέσα Φεβρουαρίου, το κασκόλ τυλιγμένο στον λαιμό του, οι γάτες να χοροπηδάνε γύρω του, κάθε τόσο σταματούσε, χτυπούσε το πόδι του νευρικά και δάγκωνε το στυλό. Το ηλεκτρικό μάς το έκοψαν περίπου ένα μήνα αφότου ήρθε και του είχα βρει μια λάμπα πετρελαίου. Κάθε Δευτέρα με πλήρωνε. Πενήντα ευρώ, ένα κολλαριστό χαρτονόμισμα. Τι να τα κάνω τα λεφτά σου; μου ’ρχόταν να του πω. Βλέπεις κάτι που να μπορώ ν’ αγοράσω; Φυσικά δεν έλεγα τίποτα, έπαιρνα τα χρήματα και τον ευχαριστούσα. Μ’ αυτή την κατάσταση έχω γίνει λίγο φιλόσοφος. Παλιά τσακωνόμουν, έλεγα τη γνώμη μου. Τώρα όλα είναι τα ίδια. Εν οίδα ότι ουδέν οίδα, αυτό δεν έλεγε ο Σωκράτης; Ή ήταν ο Πλάτωνας; Δεν είμαι σίγουρος. Τελοσπάντων. Εν οίδα ότι ουδέν οίδα, αυτό πιστεύω κι εγώ. Έπαιρνα το πενηντάρικο του Γερμανού και το έβαζα σ’ ένα κουτί από μπισκότα. Ποτέ δεν τα είχα μετρήσει, μέχρι εκείνο το μεσημέρι που εμφανίστηκε αυτός ο σαλεμένος τύπος που ισχυριζόταν ότι ήταν αστυνομικός.
Πού είναι ο Γερμανός; με ρώτησε. Έχει βγει έξω, είπα. Γύρισε χτες το βράδυ; Πρέπει να γύρισε. Δεν ήξερα, εγώ κοιμόμουν. Πόσον καιρό μένει εδώ; Δεν θυμόμουν. Κάτσε να μετρήσω τα πενηντάρικα, του είπα. Και τότε αντιλήφθηκα ότι ο Γερμανός έμενε ήδη δύο μήνες στο ξενοδοχείο. Είχε μπει πια άνοιξη. Τον επισκέφθηκε κανείς; Έχεις παρατηρήσει τίποτα ύποπτες κινήσεις; συνέχισε ο σαλεμένος. Προσπαθούσε να δείχνει ψύχραιμος αλλά η φωνή του έτρεμε. Αστυνομικός είσαι εσύ; είπα μέσα μου. Δεν υπήρχε αστυνομία στον νησί. Οι τελευταίοι μπάτσοι είχαν στασιάσει, η κυβέρνηση τους είχε επιτάξει με στρατιωτικό νόμο κι εκείνοι είχαν προσπαθήσει ν’ αποδράσουν κακήν κακώς. Μερικοί πνίγηκαν, άλλοι λένε κρύφτηκαν στον καταυλισμό, φοράνε τώρα σαρίκια, κάνουν μετάνοιες, βαράνε τα στήθη τους «Αλλάχ Αλλάχ» για να μην τους υποψιάζονται. Φήμες. Βλακείες. Θα πνίγηκαν όλοι. Αυτή η θάλασσα δεν αστειεύεται.
Μου ήρθε η ιδέα ότι ίσως ο Γερμανός μπορεί να μην είχε βγει ακόμη, να ήταν στο δωμάτιό του, να κοιμόταν. Πάμε να δούμε, είπα στον σαλεμένο. Το δωμάτιο ήταν άδειο, τόσο τακτικό, που με ξάφνιασε. Πάνω στο κρεβάτι του καμιά δεκαριά γάτες κουλουριασμένες. Μόλις μας είδαν, τίναξαν την ουρά ψηλά σαν σημαία, έτοιμες να χιμήξουν.
Τι είναι αυτό; με ρώτησε ο τύπος. Πάνω στο τραπεζάκι ήταν το χοντρό τετράδιο που έγραφε ο Γερμανός. Το άρπαξε κι άρχισε να το ξεφυλλίζει. Τι γράφει εδώ; μου είπε. Ό,τι γουστάρει, απαντάω. Εδώ, εδώ, επέμενε αυτός. Έσκυψα να δω. Είναι γερμανικά, τι θέλεις να σου πω. Έβαλα τα γέλια. Καιρό είχα να γελάσω. Κατάσχεται σαν όργανο εγκλήματος, είπε ο βλαμμένος. Κι έφυγε με το τετράδιο.