Θα κοιτάξει γύρω του σαν τυφλός. Λίγα βήματα πιο εκεί, σχεδόν στη μέση της Μπιζανίου, λες και βρισκόταν στο σημείο αυτό για πρώτη φορά στη ζωή του, και η φορά αυτή δεν διέφερε απ’ την πρώτη – όταν ξεκίνησε αυτό που πολλά χρόνια αργότερα θα επανερχόταν πιο ζωντανό, πιο δυνατό, πιο κατακλυσμιαίο, απ’ ό,τι στο ξεκίνημά του, προκαλώντας θυελλώδεις ανακατατάξεις, σεισμικές επανατοποθετήσεις, για ν’ αποδείξει ότι όλα εκείνα τα χρόνια δεν είχε μείνει στάσιμο ή ανενεργό αλλά συνέχισε με ακόμη μεγαλύτερη ενέργεια την εσωτερική, αόρατη διεργασία του που δεν ήταν άλλη από την ίδια την δική του φυσική υπόσταση η οποία συνιστά το μόνο εν ζωή διηνεκές, με όλα τα γνωρίσματα που αποδίδονται υποθετικώς πάντα στο αιώνιο, ενώ το αιώνιο είναι εκείνο που παραμένει αιώνιο μέσα στα όρια που του προσφέρονται από τον χρόνο που έχει στην διάθεσή της μια ζωή – άρχιζε η γραμμή ενός πλήθους. Η συμπαγής διάταξή του φαίνεται πως εκτεινόταν πολύ πιο πέρα απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο, εκεί όπου άλλοτε, πριν πάνω από χίλια χρόνια, θα το θυμόταν εάν μπορούσε να το θυμηθεί, υπήρχε, λοξά και στην αριστερή γωνία όπως κοίταζε τώρα, ένα παλιό, ακόμα και τότε, σπίτι, ακατοίκητο, ερειπωμένο, χωρίς σκεπή, χωρίς πόρτες, με παράθυρα χωρίς παντζούρια, όπου, με τα χρόνια, είχαν φυτρώσει παντού και εκτιναχτεί πανύψηλα πυκνά θηριώδη χόρτα, μία τεράστια συκιά υψωνόταν στο κέντρο του, εκεί όπου πριν ήταν η τραπεζαρία, ενώ πίσω του ακριβώς, σ’ ένα στενάκι που το χώριζε απ’ το διπλανό σπίτι, σ’ έναν χαμηλό σιδερένιο φράχτη που τα κάγκελά του κατέληγαν σε λογχόσχημες αιχμές, ήταν σφιχτά πεισματικά αρπαγμένη και περιελισσόταν με περίπλοκες οφιοειδείς περιστροφές η λεπτή νευρώδης ανέλιξη τού κορμού μιας γλυσίνας· τον χειμώνα, το τεφρώδες χρώμα του λιανού κορμού της δεν σου επέτρεπε να υποψιαστείς ότι θα ήταν δυνατόν, την άνοιξη, να βλαστήσει σ’ αυτόν τον κατάξερο κορμό έστω και το πιο μικρό φυλλαράκι εκτινασσόμενο μέσα απ’ το αποστεγνωμένο αποξεραμένο σώμα του που η οστεώδης υφή του ήταν απείρως πιο κοντά στην συντελεσμένη κατάσταση του θανάτου παρά στην πιθανολογούμενη επανεμφάνιση της ζωής η οποία, δεν το πίστευε ακόμη κι όταν το έβλεπε, ερχόταν τόσο ακριβής και έτοιμη, στην ώρα της, ώστε έμοιαζε, δεν υπάρχει άλλη λέξη, με θαύμα, το να απλωθεί σε όλη την περιεστρεμμένη επιμήκη έκταση τού απονεκρωμένου μίσχου, με τον ξεφλουδισμένο μαδημένο κουρελιασμένο φλοιό, η ασυγκράτητη εκτίναξη των χλωμών αλλά σφριγηλών ενδείξεών της, προπαντός όταν συμπληρωνόταν η διαδικασία της αναβίωσης, και να χυθούν οι καταρράκτες από μαβιές δέσμες πυκνών σφριγηλών τσαμπιών που, τυλιγμένα στο ίδιο τους το μύρο, μέσα στο διυλισμένο φως των ίδιων των λεπτότατα απαλών αποχρώσεών τους οι οποίες ξεκινούσαν απ’ το βαθύ άσπρο και έφταναν στο βαθύ μενεξεδί, έγερναν στηριγμένα στον ελαφρώς κεκλιμένο μεταλλικό φράχτη που σαν να κέρδιζε κι αυτός απ’ την αφάνταστη ανθοφορία, σαν να βλάσταινε κι ο ίδιος απ’ την εκθαμβωτική ανθογονία, την υπέροχη υπέρλαμπρη ανθοπλασία, σωστή ανθοπλημμύρα, και οι σιδερένιες άβαφες και σε πολλά σημεία σκουριασμένες ράβδοι του σαν να μεταμορφώνονταν σε αναπόσπαστα μέλη ενός ανείπωτου μεγαλείου, μιας υπερλεκτικής μεγαλοπρέπειας, κάθετες λόγχες που υποστήριζαν και περιφρουρούσαν μία αρχέγονη άχρονη βασιλεία, έναν ανύπαρκτο θεό που ο ναός του ήταν η ίδια η φυσική του κατάσταση, απ’ το σημείο όπου ο συνεστραμμένος κορμός αναδυόταν σκοτεινός αυστηρός μέσ’ από το χώμα έως την θριαμβευτική κορυφή, τον ανθοποίκιλτο θόλο των πολυπληθών μαβιών στεμμάτων τα οποία επιστέγαζαν μια ομορφιά στριμωγμένη στο πιο στενό πέρασμα ανάμεσα στα δύο σπίτια αλλά προορισμένη να αποθεώνεται μονάχα εκεί όπου δεν της αποδιδόταν καμία άλλη τιμή, σ’ αυτήν την Εκλαμπροτάτη, εκτός από εκείνην που απονέμει στα θαύματα του κόσμου η ίδια η απροσμέτρητη αξία η οποία θεωρείται φυσικό να περνά απαρατήρητη ή εκτιμάται ότι είναι τόσο αυτονόητο να φυτρώνει εκεί όπου φυτρώνει ώστε είτε υποκλίνεται κανείς μπροστά της και φιλά με λατρεία δακρυσμένος τον αγέραστο γερασμένο κορμό της, είτε δεν την κοιτάζει ποτέ αφού ό,τι βρίσκεται εκεί εμποδίζει, όποιον δεν εκστασιάζεται, ακόμα και να δει ότι βρίσκεται εκεί. Πιο πέρα, μετά το σπίτι πίσω απ’ τον ανθισμένο φράχτη, μετά κι από άλλα τρία μονώροφα σπίτια, υψωνόταν μπροστά σε μία μεγάλη σαν αλάνα αυλή ένα τριώροφο σπίτι που αποτελούσε την γωνία που σχημάτιζαν η Ηπείρου με την Αετορράχης. Στην δεξιά πλευρά της αυλής ήταν χτισμένο ένα χαμηλό οίκημα όπου ήταν εγκατεστημένη η υδροδότηση τού τριώροφου. Κάθε φορά που η άντληση νερού απ’ τους ενοίκους του μείωνε ή δεν επέτρεπε την υδροδότηση να φτάνει στον τρίτο όροφο, έβγαινε στο παράθυρο της κουζίνας η ένοικος του ορόφου και απευθυνόμενη προς το χαμηλό οίκημα, σαν να βρισκόταν εκεί μέσα ο υπεύθυνος που το νερό δεν έφτανε μέχρι την κουζίνα της, φώναζε «Λίγο νερό», πράγμα που επαναλαμβανόταν κατά διαστήματα κάθε μέρα, κυρίως τις μεσημεριανές ώρες, όταν οι δραστηριότητες στην κουζίνα έφταναν στο πιο κρίσιμο σημείο της έντασής τους και των απαιτήσεών τους. O κόσμος που συνωστιζόταν στο σημείο εκείνο της Μπιζανίου, μολονότι κοίταζε κάτι απέναντί του, κάτι που κι αυτός ο ίδιος το είχε απέναντί του, χωρίς ακόμη να βλέπει τι ήταν, εντούτοις δεν είχε, όπως θα έπρεπε κανονικά, τις πλάτες του στραμμένες προς αυτόν. Όλοι, ανεξαιρέτως, με τα πρόσωπά τους προς την κατεύθυνση εκείνου που, με εμφανώς προσηλωμένο βλέμμα, κοίταζαν μπροστά τους, προχωρούσαν, χωρίς κανείς να παρεκκλίνει απ’ την συνολική γραμμή, ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, ακολουθώντας την φορά που επέβαλλε σε όλους η ίδια τους η κίνηση. Απ’ το σημείο όπου στεκόταν, μπορούσε να δει όχι μόνο την εξωτερική γραμμή του πλήθους αλλά και ένα μέρος τους απ’ τις αργά περιστρεφόμενες εσωτερικές γραμμές· αυτές, όσο πλησίαζαν προς το σημείο στο οποίο κοίταζαν επίμονα σταθερά όλοι μαζί, γίνονταν όλο και πιο στενές όλο και πιο πυκνές, επειδή η φορά ολόκληρης της γραμμής του πλήθους φαινόταν ήδη αρκετά καθαρά πως ήταν σπειροειδής: η εξωτερική, η πιο μεγάλη, τόσο μεγάλη ώστε δεν θα ήταν δυνατόν, κοιτάζοντάς την κανείς από έξω κι από τόσο κοντά όπως αυτός, να την υπολογίσει, δεν ήταν δυνατόν δηλαδή να καταλάβεις από πού ξεκινούσε, πού ακριβώς βρισκόταν το αφετηριακό σημείο της, η έσχατη όμως, η πιο εσωτερική, και η πιο στενή, σφιχτή σαν το καρδιακό πλέγμα ενός κόμπου, ενός φιδιού που έχει συστραφεί σφιχτά γύρω απ’ το ίδιο το κεφάλι του, περιστρεφόταν πολύ πιο αργά από όλες τις άλλες γραμμές της περιδινούμενης σπείρας οι οποίες επίσης κινούντο με αργότατους ρυθμούς, σχεδόν αδιόρατους, εξαιτίας και του τεράστιου αριθμού του πλήθους αλλά και του κάποιου λόγου για τον οποίον είχαν όλοι αυτοί, απειράριθμοι, συγκεντρωθεί εδώ και ενταχθεί στην βραδεία περιδίνηση, γύρω από μία υπερυψωμένη εξέδρα· έπειτα από αρκετούς γύρους, οι οποίοι έμοιαζαν με ύστατη περίσφιγξη της ανθρώπινης σπείρας, η γραμμή του πλήθους βυθιζόταν σταδιακά, κάτω από εκείνη την εξέδρα, σ’ ένα είδος υπόγειου τούνελ με απροσμέτρητες εκτάσεις και διακλαδώσεις, και εξαφανιζόταν εκεί μέσα, χωρίς πλέον να γίνεται φανερό πόσο ακόμη προχωράει η γραμμή αυτή, και κυρίως προς τα πού πηγαίνει, αν συνεχίζει την πορεία της, για πόσο άραγε, και κάποια στιγμή βγαίνει ξανά στην επιφάνεια του εδάφους, ή αν χάνεται για πάντα σε κάποια απροσπέλαστα και ατελεύτητα έγκατα· έτσι, αυτός ο ανθρώπινος πολύσπειρος όφις, καθώς περιελισσόταν μ’ έναν σταθερό αδιατάρακτο ρυθμό, έδινε την εντύπωση πως ούτε το τέλος του, κάτω απ’ την εξέδρα, αν υποθέσουμε πως τελείωνε κάτω απ’ αυτήν, ούτε η αρχή του, στο ακρότατο βάθος του ορίζοντα ο οποίος δεν διακρινόταν όμως, στην προοπτική που άνοιγε προς ανατολάς η Ηπείρου, όσο μακριά κι αν κοίταζε κανείς προς το σημείο απ’ όπου ξεκινούσε, υπήρχε κάποια πιθανότητα να δείξουν την αρχή τους· αμφότερα, αρχή και τέλος τους, καθώς και ό,τι μπορούσε να υποθέσει ή να φανταστεί κανείς γι’ αυτά, έμοιαζαν αλληλένδετα καθώς απ’ το προοπτικό βάθος της αρχής της σπείρας ανανεωνόταν συνεχώς το περιελισσόμενο πλήθος που βάδιζε βήμα βήμα προς την κεντρική εξέδρα, ενώ το μέρος του που αδιαλείπτως κατέληγε μπροστά στην εξέδρα και μετά βυθιζόταν κάτω απ’ αυτήν, ήταν βέβαιο πως δεν εξαντλούσε εκεί τις περιστροφές του, τις συνέχιζε ίσως σε κάποιο άλλο βάθος και μετά, κάπου αλλού, βγαίνοντας σ’ ένα άλλο σημείο της επιφάνειας, μπορεί και να συναντούσε ξανά το άλλο άκρο της σπείρας που μάλλον είναι η αρχή της η οποία πιθανώς να μην υπήρχε ως αρχή αλλά μόνον ως συνέχειά της, μία συνεχής συνέχειά της η οποία συνεχώς ανακυκλώνεται ανατροφοδοτούμενη ή και αυτοτροφοδοτούμενη απ’ το περιστρεφόμενο πλήθος· διότι, ποιος δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του την σκέψη ότι το ίδιο πλήθος, ανακυκλούμενο στο διηνεκές, ήταν αυτό που περιστρεφόταν ξανά και ξανά, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος, με μία αρχή που ήταν το τέλος του και με ένα τέλος του που γινόταν η αρχή του, γύρω απ’ την εξέδρα, πράγμα που θα μετέτρεπε την εκ πρώτης όψεως καθησυχαστική εικόνα του πλήθους σε ιλιγγιώδη, και θα προσέδιδε αυτομάτως στην περιδίνησή του τον χαρακτήρα του αέναου, χαρακτήρα τον οποίο υπογράμμιζε ακόμα πιο έντονα ο εξαιρετικά βραχύς, σχεδόν υπνοβατικός, ρυθμός του βηματισμού με τον οποίο το πλήθος προχωρούσε ακολουθώντας την περιφορά των ατελείωτων σπειρών του, ακριβώς όπως γίνεται στην πάνδημη λιτάνευση ενός θαυματουργού εικονίσματος, ή στην σταδιακή προσέγγιση του σημείου όπου εκτίθεται για λαϊκό προσκύνημα ένα ιερό λείψανο· με την ίδια αδιατάρακτη προσήλωση και μέσα στην ίδια μυσταγωγική ατμόσφαιρα διαδραματιζόταν κι αυτή η πολυπληθής συνάθροιση· αν κοίταζε κανείς πιο προσεκτικά τους μετέχοντες πλησιάζοντάς τους, θα παρατηρούσε ότι ούτε ένας δεν έδειχνε να επείγεται, κάτι περισσότερο, κανείς τους δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο εκτός απ’ αυτό για το οποίο είχε ενταχθεί στις αέναες περιστροφές του χωρίς αρχή και τέλος ανθρωποπαγούς και ενδεχομένως, γιατί τίποτε δεν αποδείκνυε το αντίθετο, ουροβόρου όφεως. Ακόμα και όσοι, άντρες και γυναίκες, κρατούσαν παιδιά απ’ το χέρι ή στην αγκαλιά τους, ήσαν πάρα πολλοί αυτοί, δεν έδειχναν καθόλου ν’ ανυπομονούν, να εκνευρίζονται ή να έχουν κουραστεί· ως εάν, απ’ την στιγμή που, κατά πάσα πιθανότητα, με δική τους θέληση, αλλά ίσως και όχι, τίποτα δεν αποκλείει και τίποτε δεν πιστοποιεί μία παρά την θέλησή τους ένταξη στην σπείρα, βρέθηκαν στην ροή της περιδίνησης, απ’ την στιγμή που ενσωματώθηκαν στον ρυθμό της, να ένιωσαν, χωρίς να το περιμένουν, κάτι που υπερέβαινε οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα ή οποιαδήποτε άλλη ανάγκη ή δύναμη, που λες και είχαν αφαιρεθεί από μέσα τους, κι αυτό που τους διακατείχε τώρα να ήταν μία δικαίωση, κάτι σαν επαλήθευση ή επιβράβευση, οι οποίες τους έκαναν να κυριαρχούνται προπαντός από αισθήματα ασφάλειας γαλήνης, αν όχι υπερηφάνειας και μεγαλείου, απ’ την συμμετοχή τους και μόνο σ’ αυτό το συλλογικό γεγονός. Και στην εξωτερική ακόμα σπείρα, σ’ αυτήν απ’ την οποία έβλεπε ότι τον χώριζαν μόλις λίγα βήματα καθώς εξακολουθούσε να στέκεται στο ίδιο σημείο της Μπιζανίου, ακόμη και σ’ αυτήν την σπείρα η οποία, όσο μπορούσε να διακρίνει, απείχε εκατοντάδες μέτρα απ’ την εξέδρα, η οποία, τουλάχιστον, κοιτώντας πάνω από τα κεφάλια του πλήθους, φαινόταν κι από εδώ χωρίς όμως να διακρίνεται καθαρά τι ακριβώς υπήρχε πάνω της, γιατί κάτι ωστόσο υπήρχε εκεί πάνω . ακόμα και σ’ αυτήν την τόσο απομακρυσμένη απ’ το σημείο αναφοράς της σπείρα όλα τα πρόσωπα ήσαν στραμμένα απαρέγκλιτα προς την εξέδρα ενώ τα σώματα ακολουθούσαν κατά παράταξιν την κυλιόμενη σειρά το ένα πίσω απ’ το άλλο· η απόσταση λοιπόν απ’ την εξέδρα ήταν πράγματι πολύ μεγάλη, σε ορισμένες στιγμές μάλιστα έδινε την εντύπωση ότι γινόταν ακόμα μεγαλύτερη εξαιτίας του ότι το κέντρο της περιδινούμενης σπείρας θα μπορούσε να είναι το δυσεντόπιστο επίκεντρο ενός φαινομένου ανάλογου με της οφθαλμαπάτης όπου εκείνο που πλησιάζει ερχόμενο προς εμάς μοιάζει ν’ απομακρύνεται από εμάς κι αυτό που απομακρύνεται δημιουργεί την βεβαιότητα στον θεατή του ότι τον πλησιάζει, σαν ένα είδος αντικατοπτρισμού στον οποίο τα αμοιβαίως αντικατοπτριζόμενα είναι ο θεατής και το θεώμενο που αμφότερα μοιάζουν καθηλωμένα στην θέση τους από μία απροσδιόριστη και ανεντόπιστη δύναμη η οποία τα παραπλανά μην επιτρέποντάς τα να καταλάβουν όχι μόνο ποια είναι η απόσταση μεταξύ τους αλλά και ποιο είναι το καθένα ή αν το καθένα είναι αυτό που νομίζει για το άλλο· ωστόσο, στην περίπτωση αυτής εδώ της μαζικής συγκέντρωσης, ήσαν σαφείς οι δύο πλευρές· δεν υπήρχε σύγχυση περί του ποια είναι η καθεμία· η ίδια όμως η φύση του γεγονότος δεν επέτρεπε, λόγω των υπερβολικών του διαστάσεων, να υπάρχει δυνατότητα εξοικείωσης της μίας πλευράς με την άλλη, κυρίως, αν όχι αποκλειστικώς, της πλευράς των θεατών με την εξέδρα και προ πάντων μ’ εκείνο που διαδραματιζόταν πάνω της, πράγμα που απαιτούσε μία διαμεσολάβηση η οποία δεν ήταν άλλη από εκείνη που παρεμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές προκειμένου να καταστήσει ανοίκειο κάτι του οποίου η οικειότητα μπορεί να έχει τρομερές ανεπανόρθωτες συνέπειες σ’ εκείνον που το βιώνει, ιδίως όταν η οικειότητα είναι φορτισμένη με συγκινησιακή δύναμη της οποίας η εκφόρτιση είναι σχεδόν βέβαιο ότι, αν δεν τηρηθούν κάποιες αποστάσεις ασφαλείας, θα μετατρέψει εκείνον που την δέχεται σε θύμα της· έτσι, οι συγκεντρωμένοι εδώ κυριαρχούνταν από δύο αλληλοαναιρούμενα αισθήματα, την ώση και την άπωση, οι οποίες τους έκαναν να συμμετέχουν στο τελούμενο γεγονός με διαθέσεις όπου αναμειγνύονταν δέος και λατρεία, λύπη και θάμβος, συμπόνια και τρόμος, εις τρόπον ώστε εκείνο που θα μπορούσε να τους εκθέσει στον κίνδυνο της ανεξέλεγκτης φρενήρους συμμετοχής, το εξισορροπούσε, το κατέστελλε, το μετρίαζε το άλλο που τους κρατούσε, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, αμέτοχους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, για όλους, πάνω απ’ όλα, δεν υπερίσχυε η, ούτως ή άλλως, προειλημμένη και ακλόνητη, ή, αν ήταν επιβεβλημένη έξωθεν, τετελεσμένη ενσυνείδητη απόφασή τους να βρίσκονται μέσα σ’ αυτήν την σπείρα, καθώς και η ελπίδα τους να τους δοθεί κάποια στιγμή η χάρη να φτάσουν στην εξέδρα και να δουν εκ του σύνεγγυς, έστω για λίγο, έστω για μία και μοναδική φορά, εκείνο που συνέβαινε πάνω της και που, για την θέασή του, χωρίς να μεσολαβεί καμία άλλη ανθρώπινη σειρά ανάμεσα σ’ αυτούς και σ’ εκείνο, με την αμεσότητα της απευθείας ιδίοις όμμασι πρόσληψής του, είχαν εγκαταλείψει τα πάντα πίσω τους, οικειοθελώς ή όχι δεν είχε πια καμιά σημασία, χωρίς να τους ενδιαφέρει πια αν θα τα έβρισκαν ξανά ή και πότε, έχοντας επίγνωση ότι, με την απόφαση που είχαν πάρει, ή που είχαν εντέλει κάνει δική τους, διακινδύνευαν το ίδιο τους το μέλλον και το μέλλον των δικών τους, μερικοί απ’ τους οποίους ήσαν μαζί τους εδώ. έθεταν σε κίνδυνο όλα όσα είχαν καταφέρει να πετύχουν στην διάρκεια μιας ζωής, θυσιάζοντας κυριολεκτικά ό,τι είχαν και δεν είχαν προκειμένου να μπορέσουν, έπειτα από μία αδιευκρίνιστη περίοδο αναμονής και απαντοχής, να πλησιάσουν κάποτε, ποιος ξέρει πότε, στην εξέδρα και να δουν από απόσταση πλέον αναπνοής, διά γυμνού οφθαλμού, αυτοί και οι δικοί τους, πριν και μετά από αναρίθμητους άλλους, εκείνο που συνέβαινε, εδώ και επί έναν ανυπολόγιστο αριθμό ετών, νυχθημερόν, εκεί πάνω. Ο ουρανός, σαν να συμμετείχε στον ρυθμό της περιστροφής τους που τους έφερνε όλο και πιο κοντά στο περιπόθητο σημείο, όπως η κίνηση η οποία δημιουργεί την προσδοκία ότι αργά ή γρήγορα θα προσπελαστεί το σώμα που είναι το αντικείμενο ενός απερίσταλτου πόθου, αποχωριζόταν με τον ίδιο ρυθμό κι αυτός την μονοχρωμία της νύχτας, ίσως και να επιβράδυνε τον δικό του για να μη κυλήσει ο χρόνος με ταχύτητα μεγαλύτερη από εκείνη των κύκλων του σπειρώματος προκειμένου να υπάρξει αντιστοιχία, συγχρονία, μ’ εκείνους του στερεώματος, έτσι ώστε, κάποια στιγμή, έδινε την εντύπωση πως απορύθμιζε ως το σημείο σχεδόν της ακινησίας ή και πως σταματούσε εντελώς την δική του φαινομενική περιστροφή· η κυρίαρχη ωστόσο τάση του ουρανού ήταν ανοδική, υπό την έννοια ότι εξέπεμπε ένα συμπαντικό ύφος το οποίο συνέδραμε τα πράγματα προς μία εξυψωτική κατεύθυνση, σαν να έστελνε προς όλους μήνυμα ότι οι δικές του εναλλαγές, όσο αντιφατικές και αν ήσαν, περιείχαν ένα συνεκτικό νήμα που δεν ήταν άλλο από εκείνο της ενθαρρυντικής, εγκαρδιωτικής προοπτικής, μιας κατεύθυνσης που περιείχε μόνον θετικά στοιχεία· λες και ολόκληρο το σύμπαν συμμετείχε σ’ αυτή την ανυπολόγιστη συγκέντρωση, προκειμένου να διατηρηθεί υψηλό το ηθικό όλων των συμμετεχόντων σ’ αυτήν, αλλά και να τους δοθεί, με κάποιον άρρητο αλλά και σαφή τρόπο, η διαβεβαίωση ότι αυτό που συνέβαινε και στο οποίο συμμετείχαν, είχε την έγκριση και την συμπαράσταση των κοσμικών δυνάμεων, ότι η συμμετοχή τους αυτή ήταν πράξη ύψιστης σημασίας, με την οποία αποδείκνυαν την μεγαλειώδη πλευρά του εαυτού τους, ανεβάζοντας σε πολύ υψηλά επίπεδα το ίδιο τους το γένος του οποίου ήσαν την στιγμή αυτή οι επίλεκτοι εκπρόσωποι, αποκαλύπτοντας μία σοβαρότητα την οποία θα έπρεπε να συμβεί κάτι ανάλογο με την συγκέντρωση και την δική τους συμμετοχή για να την αποκαλύψει και να την καταστήσει οφθαλμοφανή· διότι η σοβαρότητα αυτή ήταν βαθιά, διεισδυτικά εγχαραγμένη σε όλα τα πρόσωπα, όπως εγχαράσσεται πάνω σε μία μαλακή, θερμή, ανέγγιχτη, υποδεκτική επιφάνεια κεριού το αποτύπωμα ενός ψυχικής προελεύσεως εμβλήματος το οποίο, με τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα του, δεν αφήνει καθόλου χώρο σε καμία άλλη δύναμη να εκφραστεί. Όλα ήσαν λοιπόν εναρμονισμένα με το παλλαϊκό γεγονός της σπειροειδούς περιφοράς του πλήθους γύρω απ’ την εξέδρα η οποία έμοιαζε να έχει έτσι καταστεί ο ομφαλός του κόσμου. αποτελούσε όντως το αμετακίνητο σημείο αναφοράς και προσοχής όλων. Όσοι είχαν και μεγάλα παιδιά μαζί τους και τα κρατούσαν απ’ το χέρι, τα σήκωναν κάθε τόσο πιάνοντάς τα απ’ τις μασχάλες και τα έστρεφαν για λίγα λεπτά προς το επίμαχο σημείο μιλώντας τους χαμηλόφωνα, δασκαλεύοντάς τα με εμφανή υπευθυνότητα, ώστε να εδραιώσουν, με κάποια εντελέστερη αργότερα περιγραφή της, την πραγματική διάσταση εκείνου του κεντρικού σημείου που επρόκειτο να δουν καλύτερα όταν θα έφταναν κάποτε μπροστά του. Μαγνητισμένος απ’ την ρυθμικά αργή μετατόπιση του πλήθους, διέσχισε διαγωνίως την Μπιζανίου και πέρασε απέναντι. Την πρωινή ατμόσφαιρα έκαναν να σφύζει σαν από υπερφόρτιση αναρίθμητων μορίων συμπαγείς μάζες από παρελθούσες εικόνες οι οποίες επέμεναν να δηλώνουν την παρουσία τους με αιθέριες συσσωματώσεις που σαν κύματα ή σαν νέφη καθιστούσαν το κλίμα της Μπιζανίου στο σημείο αυτό ιδιαίτερα συγκινημένο, λες και ένα βαθύ παράπονο από μία παρατεταμένη παραγνώριση είχε συσσωρεύσει εδώ όλο το υπέρβαρο φορτίο του ανέξοδου πόνου του. ήταν ένα φαινόμενο που μόνο το σημείο αυτό της Μπιζανίου θα είχε ως αποκλειστικώς δικό του προνόμιο να διαθέτει, ένα είδος ιδιάζουσας νεφελοκοκκυγίας αποτελούμενης από τα εκλεκτότερα και ριζικώς αμετάδοτα αλλά πολύ βαθιά ριζωμένα, αξερίζωτα, αισθήματα. Την στιγμή που έφτασε ακριβώς δίπλα στην εξωτερική σπείρα τού πλήθους, από παρόρμηση της στιγμής, αντί να μπει, όπως κανονικά θα έκανε κάποιος που τον ωθεί ακράτητη περιέργεια, στην σπειροειδή τροχιά και να την ακολουθήσει, συνέχισε, όπως διέσχισε την Μπιζανίου, να διασχίζει και τα συγκεντρωμένα σώματα, τέμνοντας με την ευθεία πορεία του την οφιοειδή φορά τους, και προχωρώντας μ’ αυτόν τον διεμβολιστικό τρόπο άρχισε να μεταβαίνει διαγωνίως από την μία σπείρα στην άλλη κατευθυνόμενος προς το σημείο όπου ήταν στημένη η εξέδρα· κανείς, όχι μόνο δεν του έκανε καμία παρατήρηση, αλλά ούτε καν έδειξε να αντιλαμβάνεται την παρουσία του, προπαντός την εντελώς αντίθετη στην δική τους κίνηση μετακίνησή του, πόσο μάλλον που η πυκνότητα ήταν εξαιρετικά μεγάλη και χρειάστηκε πολλές φορές να περάσει με τρόπο, φαινομενικά τουλάχιστον, πολύ ενοχλητικό ανάμεσά τους, σπρώχνοντας ελαφρά με τους αγκώνες ή με το πλάι του σώματός του κάθε φορά που μόνο πιέζοντας μπορούσε να προχωρήσει, χωρίς να χρειάζεται να τονιστεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι το πέρασμά του αυτό ήταν, εκτός από παράτυπο, και προσβλητικό για όλους αυτούς οι οποίοι υπέμεναν στωικά, αδιαμαρτύρητα τους βραδύτατους ρυθμούς της κυκλοτερούς περιφοράς, τηρώντας με απόλυτο σεβασμό τους όρους της συμμετοχής τους σ’ αυτήν, πράγμα που, ωστόσο, παραδόξως, δεν τους έκανε καθόλου να αντιδράσουν, όπως είχαν κάθε δικαίωμα, σ’ αυτήν την απαράδεκτη εισβολή του η οποία καταστρατηγούσε έναν βασικό, αν όχι τον βασικότερο κανόνα, αυτής της συμμετοχής, ότι κανείς δεν θα προσπαθούσε να παραβιάσει την θέση κανενός άλλου στην γενική διάταξη της κυκλικής πορείας τους. Από πουθενά δεν προήλθε καμία αντίδραση ή υπόδειξη, λες και όλοι κατανοούσαν ότι το δικαίωμα του παρείσακτου να δει κι αυτός από κοντά αλλά πριν από όλους τους άλλους εκείνο που θα έβλεπαν μετά από αυτόν εκείνοι, μπορεί να ήταν παράνομο αλλά και υποτιμητικό, αποτελούσε εντούτοις εξαίρεση η οποία δεν προσέβαλλε τον κανόνα ούτε και αυτούς τους ίδιους επειδή ακριβώς ήταν εξαίρεση. εκτός αυτού, δεν αποκλείεται και να τους κολάκευε μία τέτοια παρατυπία διότι σήμαινε το ακατανίκητο ενδιαφέρον του αντικειμένου της δικής τους συμμετοχής σ’ αυτήν την προσέλευση, δικαιώνοντας έτσι εκ του αντιθέτου την επιλογή τους και την απόφασή τους, καθιστώντας τους μάλιστα υπερήφανους και για την μία και για την άλλη, λες και το γεγονός που συνέβαινε επάνω στην εξέδρα αποτελούσε ιδιοκτησία του καθενός ξεχωριστά, δική του ανακάλυψη, ίσως και επινόηση . λες κι ο καθένας είχε αποκλειστική σχέση μαζί του κι ένιωθε ό,τι νιώθει κάθε δημιουργός όταν το δημιούργημά του, παιδί ή έργο, διαπρέπει και επιβραβεύεται, επιστρέφοντας στον ίδιο τον γεννήτορα τα εύσημα αυτής της διάκρισης. Καθώς οι ανθρώπινες σπείρες περιστρέφονταν αργά αργά, φέρνοντας, με μία βραδύτητα που ήταν αδιόρατα πιο ταχεία απ’ την ακινησία, τους μετέχοντες όλο και, παρ’ όλα αυτά, πιο κοντά στο ομφάλιο σημείο, αυτός, με την βεβιασμένη διείσδυσή του και σε αρκετά σύντομο διάστημα, βρέθηκε μπροστά στο σημείο το οποίο από μακριά έμοιαζε με τον πυρήνα μιας απροσμέτρητης, ασύλληπτης, ζαλιστικής περιδίνησης που η προσέγγισή του ίσως χρειαζόταν, εκτός από τον ατελεύτητο χρόνο, και αυτήν επίσης την σχεδόν ασάλευτη περιστροφή προκειμένου να γίνει υποφερτή η ένταση των κυμάτων των ανθρώπινων σπειρών που βρίσκονταν κοντά στην εξέδρα. διότι, όσο πλησίαζαν οι σπείρες προς την εξέδρα, αυξανόταν και η ένταση που τις δονούσε και, μολονότι δεν αύξαινε και την ταχύτητα της περιστροφής, εντούτοις φόρτιζε τα περιδινούμενα μέσα σ’ αυτές πλήθη με μία ανερχόμενη αλλά ανεκδήλωτη ανυπομονησία, με έναν ανοδικό αλλά αφανή παροξυσμό, με μία απόλυτα ελεγχόμενη αλλά ανοδική περιέργεια, αφού κανείς, εκτός από εκείνους που ανήκαν στην πρώτη σπείρα η οποία περιστρεφόταν ακριβώς γύρω από την εξέδρα και σχεδόν κολλημένη σ’ αυτήν, κανείς άλλος από καμία άλλη σπείρα, ούτε καν από τις αμέσως κοντινές στην πρώτη, που μάλλον θα έπρεπε να την πει κανείς τελευταία, δεν τολμούσε να στρέψει ευθέως, ευθαρσώς το κεφάλι του προς το σημείο της εξέδρας, περιμένοντας να γίνει και η δική τους σπείρα πρώτη, ή τελευταία, και τότε μόνο, σαν να περνούσαν σε μία ζώνη η οποία επέτρεπε την άμεση, απροκάλυπτη οπτική επαφή με το αντικείμενο, γύριζαν το βλέμμα τους προς τα εκεί και κοίταζαν όπως κοιτάζει κανείς κάτι που μόνο αυτό το ίδιο τού επιτρέπει να το κοιτάξει κατ’ αυτόν τον τρόπο έπειτα από ένα απροσμέτρητο χρονικό διάστημα απαγορεύσεων οι οποίες μετέτρεψαν την ανάγκη του σε πάθος και την αναμονή του σε τρέλα· τόση ήταν η προσήλωση όλων και η τήρηση απ’ όλους των κανόνων αυτής της συμμετοχής. αυτό ηχεί αντιφατικό όταν το συγκρίνει κανείς με την απόλυτη απάθεια με την οποία δέχτηκαν, ή αγνόησαν, την δική του εισβολή η οποία ανέτρεπε αυτούς τους κανόνες· εντούτοις, κανείς δεν δυσανασχέτησε επειδή απλώς κανείς δεν τον αντιλήφθηκε· πώς είναι όμως δυνατόν να μην τον έχει αντιληφθεί κανείς όταν η διαγώνιος της δικής του πορείας την οποία διέγραψε για να φτάσει από την εντελώς εξωτερική σπείρα στην εντελώς εσωτερική, όχι μόνο διατάραξε την μαθηματική τάξη, την με το μοιρογνωμόνιο σχηματισμένη διάταξη των αμέτρητων ρυθμικά περιστρεφόμενων σπειρών αλλά και σε πολλά σημεία άσκησε σχεδόν πραγματική βία σε πολλούς που ήταν αδύνατον να μην ενοχληθούν ή τουλάχιστον να μη παραξενευτούν και να μην αγανακτήσουν με το ανορθόδοξο αιρετικό πέρασμά του το οποίο, στην πραγματικότητα, ιεροσυλούσε, βεβήλωνε με τον πιο θρασύ, ακόμη και βάρβαρο, τρόπο ένα, θα μπορούσε κάλλιστα να το πει κανείς, ιερό καθεστώς, σαν να είχε επιχειρήσει κάποιος να διαταράξει την τροχιά ενός ουράνιου σώματος και να παρέμβει στους νόμους που διέπουν την περιστροφή και την διατήρησή του απαρασάλευτη στο κενό του διαστήματος όπου χάρις σ’ αυτούς παραμένει από τότε που υπάρχει κόσμος σ’ αυτήν την θέση την οποία τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει ή να καταργήσει παρά μόνον η κατάργηση των νόμων που την διατηρούν, έστω προσωρινά, αναλλοίωτη. Ωστόσο εδώ δεν παρουσιάστηκε καμία παρόμοια διαταραχή. έτσι, όταν βρέθηκε μπροστά στην εξέδρα, τίποτε πίσω του δεν είχε αλλάξει, όλα συνεχίζονταν ακριβώς όπως πριν. Τώρα θα στεκόταν μπροστά στο κεντρικό σημείο του πάνδημου γεγονότος, και μάλιστα μπροστά και από την πρώτη, ή τελευταία, σπείρα. που σημαίνει ότι ανάμεσα σ’ αυτόν και στην εξέδρα, σ’ αυτόν και στο διαδραματιζόμενο πάνω στην εξέδρα, δεν μεσολαβούσε κανείς. Θα είχε μπροστά του ολόβλεπτο αυτό που ελάμβανε χώρα στην εξέδρα . θα το παρακολουθούσε με τον ιδανικότερο τρόπο εφόσον και η απόσταση απ’ αυτό ήταν εκείνη που έπρεπε αλλά και το ύψος της εξέδρας ήταν τέτοιο ώστε να μπορεί να βλέπει απρόσκοπτα και από ελαφρώς υψηλότερη θέση το θέαμα και, με την άνεση αυτή, τίποτε να μην του διαφεύγει και χωρίς να χρειάζεται να κάνει την παραμικρή προσπάθεια για να το παρακολουθήσει. Η θέση στην οποία βρισκόταν τον διέθετε με τον καλύτερο τρόπο προκειμένου να προσηλωθεί απόλυτα απερίσπαστος από οποιαδήποτε εξωτερική δυσκολία σ’ αυτό που εκτυλισσόταν μπρός στα μάτια του. Κι ενώ όλοι οι άλλοι, όταν η δική τους σπείρα θα γινόταν πρώτη, ή τελευταία, θα ήσαν υποχρεωμένοι να κοιτάζουν το θέαμα καθώς η σπείρα τους δεν θα σταματούσε την κίνησή της αλλά θα εξακολουθούσε να περιστρέφεται, δηλαδή αδιαλείπτως μετακινούμενη προς την έξοδο, αυτός βρισκόταν ήδη στην σχεδόν προκλητικά πλεονεκτική και σχεδόν διά της βίας αλλά και εντελώς αυθαίρετα αποκτημένη θέση να το παρακολουθήσει, ανενόχλητος από κάθε μετακίνηση και μέσα σε ελάχιστο διάστημα απ’ την στιγμή που αποπειράθηκε να εκτελέσει την απερίσκεπτη κίνησή του, πράγμα που καθιστούσε την θέαση ασφαλώς πολύ πιο ευχάριστη. Το τελευταίο δεν το γνώριζε ακόμη διότι μόλις την στιγμή αυτή θα άρχιζε να παρακολουθεί το θέαμα, το περιεχόμενο του οποίου του ήταν άγνωστο επειδή δεν είχε ρίξει ούτε μία ματιά προς την εξέδρα, αφού εκείνο που είχε ως τώρα κινήσει την περιέργειά του και τον οδήγησε στην απόφαση να κάνει αυτό που έκανε, δεν ήταν το ίδιο το θέαμα αλλά η απίστευτη προσήλωση που αυτό προκαλούσε στο πλήθος, όπως καμιά φορά το ενδιαφέρον μας για κάποιον δεν προκαλείται απ’ τον ίδιον αλλά απ’ το ιδιαίτερο και αποκλειστικό ενδιαφέρον που κάποιος άλλος δείχνει γι’ αυτόν, κι έτσι συμβαίνει, όπως το υποστηρίζουν κάποιες θεωρίες που κυμαίνονται ανάμεσα στην εθνολογία και την φιλοσοφία αλλά περισσότερο υποκινούμενες από ενορατικές ή και προσωπικές προθέσεις, να ερωτευόμαστε ένα πρόσωπο που θα μας άφηνε εντελώς αδιάφορους εάν αυτό δεν ήταν το αντικείμενο ερωτικού ενδιαφέροντος ενός άλλου του οποίου το παράφορο πάθος για το εν λόγω πρόσωπο μας κάνει να θέλουμε να βρεθούμε στην δική του θέση και να διεκδικήσουμε εμείς, αντί εκείνου, το πρόσωπο που αυτός διεκδικεί με τόση επίμονη προσπάθεια ή που βιώνει μαζί του έναν εκπληρωμένο έρωτα τον οποίο εμείς βιώνουμε ως έλλειψη. Μόλις αυτή την στιγμή, λοιπόν, θα άρχιζε να παρακολουθεί το θέαμα που του ήταν άγνωστο και, συνεπώς, άγνωστο και το τι θα τού προξενούσε. Θα προσηλωνόταν και θα κοίταζε. Μολονότι το φως της ημέρας που μόλις ανέτελλε ήταν ακόμη πολύ αδύναμο, η εικόνα που παρουσιαζόταν στα μάτια του θα είχε καταπληκτική ευκρίνεια, εντυπωσιακή καθαρότητα, σαν να φωτιζόταν από δικό της ανεξάρτητο, ανεντόπιστο φως, προορισμένο να φωτίζει αποκλειστικά και μόνον αυτήν, με τέτοια δεξιοτεχνία και αποτελεσματικότητα ώστε δεν μπορούσες να εντοπίσεις την πηγή του, η μόνη εξήγηση που θα μπορούσες να δώσεις θα ήταν ότι η πηγή βρισκόταν μέσα στην ίδια την εικόνα, ενδογενής στην ίδια την κατασκευή της, από όπου το φως εκπεμπόταν και όπου συγχρόνως συσπειρωνόταν προκειμένου να αναδείξει τον όγκο και την σημασία της. Η σκηνή που διαδραματιζόταν πάνω στην εξέδρα ήταν εκ πρώτης όψεως πάρα πολύ συνηθισμένη, σχεδόν κοινότοπη, αν όχι και αδιάφορη εξαιτίας της προαιώνιας κοινοτοπίας της, με την έννοια ότι ήταν μία σκηνή που ο καθένας θα μπορούσε να πει ότι την έχει ξαναδεί και μάλιστα πάμπολλες φορές στην ζωή του, όπου και σε όποια εποχή κι αν είχε ζήσει είτε ως γεγονός της προσωπικής, οικογενειακής ζωής είτε που συνέβη σε άλλους, γνωστούς ή ξένους. Σ’ ένα παλιό σιδερένιο κρεβάτι νοσοκομείου βαμμένο με ξεφλουδισμένη σε πολλά σημεία λευκή λαδομπογιά, ήταν ξαπλωμένη μία γυναίκα· τα μηχανήματα που περικύκλωναν το κρεβάτι κατέληγαν με τα καλώδια και τους σωλήνες τους στο σώμα της· αυτό ήταν ατελώς σκεπασμένο μονάχα μ’ ένα μάλλον τραχύ κολλαρισμένο σεντόνι το οποίο έφτανε λίγο πιο πάνω από το μέσον του στέρνου της, αφήνοντας να διακρίνονται, σχεδόν ν’ αποκαλύπτονται, οι μαστοί της που οι θηλές τους ελαφρώς ρόδινες, ζαρωμένες και πεπλατυσμένες εξείχαν απ’ το σεντόνι· αυτό, στο κάτω μέρος τού κρεβατιού, άφηνε ακάλυπτα τα πόδια της γυναίκας απ’ τους αστραγάλους και πέρα, έτσι που τα πέλματα και τα δάχτυλα, με υπερβολική γλυπτή εκφραστικότητα, λες και η γλυπτική είχε ολοκληρώσει εκεί ένα εντελές αποτέλεσμα της τέχνης της, σχημάτιζαν δύο σχεδόν ανεξάρτητα μέλη, όπως δύο πλάσματα που, αυτή ακριβώς η πλαστική ανεξαρτησία τους, τα έκανε να δείχνουν τόσο πολύ ξένα προς το υπόλοιπο σώμα, ώστε θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν ανήκαν σ’ αυτό. Η απόσταση των κάτω άκρων έμοιαζε να είναι ακόμη μεγαλύτερη όταν κάποιος κοίταζε συγχρόνως αυτά και το κεφάλι της γυναίκας· αν ξεκινούσε απ’ τις αχνοκίτρινες φτέρνες, θα ένιωθε ότι δεν θα έφτανε ποτέ στο πρόσωπο όπου, περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, αποτυπωνόταν και διαδραματιζόταν αυτό που περνούσε η γυναίκα. Μολονότι ολόκληρο το σώμα της ήταν πάσχον, μολονότι αυτό που έδειχνε το πρόσωπό της δεν περιοριζόταν μόνο στο πρόσωπό της, εντούτοις το πρόσωπο συγκέντρωνε όλη την πάθηση του σώματός της και την επέκτεινε προς όλη την επικράτεια του σώματος στην πιο ολοκληρωμένη έκφρασή της. Πάνω στο πρόσωπο συνέβαινε κάτι ανυπόφορο, τόσο για την ίδια την γυναίκα όσο και για εκείνους που είχαν έρθει να την δουν, χωρίς κανείς να ξέρει πώς και γιατί και από πού είχε προέλθει αυτό γύρω από το οποίο περιστρέφονταν οι σπείρες τους, σχηματίζοντας κυκλοτερώς προς αυτήν όλους αυτούς τούς επάλληλους, ομόκεντρους και περιστρεφόμενους με αργότατο ρυθμό κύκλους που ξετυλίγονταν χωρίς να εξαντλούνται. Το πρόσωπό της έδειχνε πως η γυναίκα βίωνε -εδώ όμως το ρήμα δεν μπορεί να έχει την ακριβή σημασία του η οποία αποδίδεται σε περιπτώσεις όπου εκείνος στον οποίο συμβαίνει κάτι έχει πλήρη ή σχεδόν πλήρη συνείδηση τού χαρακτήρα του- κάτι που δεν άντεχε, κάτι που, για ανυπολόγιστο χρονικό διάστημα, υπερέβαινε κατά πολύ τα συνηθισμένα και δεδομένα όρια, έχοντας ήδη φτάσει στο έσχατο σημείο της αντοχής της, ότι το υφίστατο έχοντας προ πολλού υπερβεί κάθε απόθεμα δυνάμεων οι οποίες θα της επέτρεπαν να βρίσκει ακόμα την δύναμη να το υποφέρει, σαν να μην της ήταν πλέον επιτρεπτό ούτε πρόσφορο από την ίδια την κατάστασή της να ζει παρά μόνο και μόνο για να υποφέρει αυτό που δεν μπορούσε πια να υποφέρει, πολύ πέραν τού σημείου όπου ο πόνος, ακόμη και ο πιο υποφερτός, γίνεται πια ανυπόφορος. Ωστόσο, το πρόσωπό της, αν και σε ακραίο βαθμό σημαδεμένο από την δοκιμασία, δεν εξέφραζε αυτό που η γυναίκα δοκίμαζε· ίσως επειδή τα μάτια της παρέμεναν κλειστά, ίσως επειδή το στόμα της ήταν κυριολεκτικά βουλωμένο από έναν δυσανάλογα μεγάλο για το στόμιό του σωλήνα ο οποίος το κρατούσε συνεχώς ορθάνοιχτο αλλά και εντελώς ανήμπορο για ομιλία και που είχε προκαλέσει στην περιφέρεια των χειλιών, κυρίως στις γωνίες τους, εκεί όπου το άνοιγμά τους ήταν εντελώς τεντωμένο, τανυσμένο, σαν τραβηγμένο με τανάλιες, πληγές που παρέμεναν ματωμένες παρόλο που το αίμα τους είχε πια ξεραθεί, ίσως επειδή η ίδια βρισκόταν σε συνεχή νάρκωση, δεν δινόταν, σε όποιον την έβλεπε από κοντά, η ευκαιρία να εισπράξει απ’ αυτήν κάποιο μήνυμα που θα σήμαινε την περιγραφή των αισθημάτων της· έτσι, το πρόσωπο, κάθε άλλο παρά ανέκφραστο, ήταν το ίδιο μία απερίφραστη έκφραση όπου συγκεντρωνόταν ολόκληρη η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η γυναίκα. Εκείνο που προκαλούσε την μεγαλύτερη εντύπωση, όμως, δεν ήταν κάτι που προερχόταν από τα επί μέρους, ή από λεπτομέρειες της κλινικής εικόνας· η ίδια η εικόνα ολόκληρη είχε κάτι που την μετέτρεπε σε εικόνα μαρτυρίου· αυτό το κάτι δεν ήταν εξαιρετικό, ούτε πρωτοφανές· ακριβώς η ευθέως αναγνωρίσιμη πλευρά της εικόνας, προσέδιδε στην γυναίκα μία διάσταση που την μετέτρεπε, την ανήγαγε θα έλεγε κανείς, σε κάτι ιερό, την μεταστοιχείωνε από εικόνα σε εικόνισμα. (…)
* Το απόσπασμα αυτό είναι από τον ανέκδοτο 2ο τόμο της δεκάτομης Ανθρωπωδίας, της οποίας έχουν κυκλοφορήσει μέχρι στιγμής ο 1ος και ο 7ος τόμος (Καστανιώτη 2002) και ο 5ος τόμος (Σμίλη 2016).