Θηρίο ή Θεός
Που αρνείται το σκοτάδι της
Και συμμαζεύει το δωμάτιο και τα χαρτιά της.
Μοναχικά όλα τους
Με πινελιές των παιδικών της χρόνων:
Ένα κορόμηλο απ’ το δέντρο της αυλής
Μια κούκλα με βλέμμα μπλε, η Αγάπη, το καροτσάκι της
Που άγρυπνος του ’ραψε ο πατέρας
Κουρτινάκια ροζ λίγο πριν ξημερώσει
Το τραγούδι:
Le soleil vient de se lever et la rosée du matin…
Με πινελιές των παιδικών της χρόνων…
Να βάφει τους τοίχους, τα σκεπάσματα, το αύριο
Να συντηρεί τ’ αγιόκλημα πάνω στη μάντρα
Του σπιτιού που γκρεμίστηκε κι αφήνει τη βαθιά του ανάσα
Τα μεσάνυχτα – την προδοσία του χρόνου που δεν θέλησε…
Κι όμως, τον φυγαδέψανε σοφοί κι αλήτες στα ρολόγια
Κι έφυγε. Ακροπατώντας
Μη και τον αντιληφθεί άλλος κανείς και φωνάξει: Η μ έ ρ α α α
Όπως άλλοτε , α έ ρ α α έ ρ α κι ορμούσαν στο θάνατο
Θηρία ή θεοί.