Άκουσα και υπάκουσα

Ούτε τον είχα ξαναδεί ούτε και θα τον ξαναδώ, φαντάζομαι. Ξαφνικά εκεί, ήσυχα κι αθόρυβα, σαν να τρύπωσε γάτα στο σπίτι κι όχι ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά. Ήμουνα μόνη, προχωρημένο σύθαμπο, και θα μπορούσα αν μη τι άλλo να ξαφνιαστώ, δικαίως και να φοβηθώ, να βάλει ο νους μου, μα τίποτε απ’ αυτά. Με ένα ιδιαίτερο νεύμα μού έδωσε να καταλάβω πως είχε να μου πει μια λέξη τόσο μυστική και αδιανόητη, που έπρεπε ν’ ακούσω και να υπακούσω κι ύστερα απ’ αυτό να πεθάνω. Τρελά πράγματα. Όμως ήταν η σύνοψη του όλου αυτή η λέξη, η πεμπτουσία του λόγου, γι’ αυτό χαλάλι να πεθάνει όποιος την άκουγε, θα ήμουν υποτίθεται από τους τυχερούς. Θυμήθηκα που διάβαζα σε ένα ποίημα του Μπόρχες τις προάλλες πως πάντα χάνεται το βασικό το πράγμα, αυτός είναι ο νόμος που στιγματίζει κάθε έμπνευση. Ιδού, λοιπόν, «το βασικό το πράγμα», συλλογίστηκα, που σήμερα, σε μια λέξη μέσα, θα μου δοθεί απ’ αυτόν τον άγνωστο. Εν τούτοις, τι βάσανο μέχρι να την προφέρει, τι αγωνία ανεκδιήγητη. Άνοιγε το στόμα και πάσχιζε, μοχθούσε, ίδρωνε, έδινε μάχη να την αρθρώσει, να μου αποκαλύψει τον ήχο της, το μυστικό του κόσμου, αλλά εις μάτην και πάλι εις μάτην – μήπως πιο εύκολο ήταν να του βγει η ψυχή; Έπαιρνε πλέον διαστάσεις πανικού, ο παιδεμός του έγινε θηλιά στον δικό μου λαιμό, ένα μουγγό παρατεταμένο μαρτύριο, ίσαμε που η λέξη πετάχτηκε, επιτέλους, απ’ το στόμα του και χοροπήδησε ο τόπος: «Απλούστατα!»

Άκουσα και υπάκουσα κι ακαριαία άλλαξαν όλα. Μου πήρε κάτι στιγμές ν’ αντιληφθώ ότι ήταν ένα δόλιο όνειρο –απλούστατα, κυρία μου– κι ότι γελούσα τρομαγμένη.

Οκτώβριος 2018

Zateli1
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: