[Υπόκρουση: Κούρδισμα μαντολίνου. Φράσεις σκόρπιες από φραγκοσυριανή γλυκιά και χάρτινα τα φεγγαράκια. Αμφιλύκη χωρίς αίσθηση πένθους, και υποβόσκουσα ανησυχία.]
Διασχίζοντας την ελληνική ύπαιθρο στη διάρκεια του πρώτου μήνα του φθινοπώρου (και παρότι το φθινόπωρο του ’18 σε τίποτα δεν θυμίζει τα φθινόπωρα που στοίχειωσαν τις πρώιμες ονειρώξεις της δεκαετίας του ’70), υπάρχει η πιθανότητα στην ψυχή ενός κατάλληλα προσανατολισμένου παρατηρητή να εντυπωθεί η βεβαιότης ότι εδώ η αλήθεια, ως και η ομορφιά, προσφέρεται εξ αποκαλύψεως, με τον τρόπο μιας ακαριαίας δωρεάς του σύμπαντος, ή του Θεού, αναλόγως.
Στην παραπάνω σκηνή κρίνεται απαραίτητος ο καλά προετοιμασμένος μύστης, κι αυτό ας διαβαστεί ως απόηχος του «καλώς συγκερασμένου κλειδοκυμβάλου», που πριν από 333 ακριβώς έτη κουδούνιζε την προσμονή του πάνω απ’ την κούνια του νεογέννητου Ιωάννη-Σεβαστιανού, προσώπου ήδη εκείνη την αποκαλυπτική στιγμή καθόλα έτοιμου να γλιστρήσει στην πλέον φωταγωγημένη θέση της ιστορίας της μουσικής, όπερ και εγένετο.
Κάθε όψιμος περιπατητής ετούτης της μυθικής υπαίθρου θα αναγνωρίζει στο εξής στις λεπτομέρειες του αρνητικού αποσπάσματα μιας ιλιγγιώδους θέασης της σύνολης ιστορίας του τόπου, προσφερόμενα σαν σε παιγνίδι ενός χαμένου θησαυρού προορισμένου για ενήλικες.