Μα ποιός ακούει ακόμα μουσική;

(μέρος Α΄)

Σκηνή ένα

[Υπόκρουση: Κούρδισμα μαντολίνου. Φράσεις σκόρπιες από φραγκοσυριανή γλυκιά και χάρτινα τα φεγγαράκια. Αμφιλύκη χωρίς αίσθηση πένθους, και υποβόσκουσα ανησυχία.]

Διασχίζοντας την ελληνική ύπαιθρο στη διάρκεια του πρώτου μήνα του φθινοπώρου (και παρότι το φθινόπωρο του ’18 σε τίποτα δεν θυμίζει τα φθινόπωρα που στοίχειωσαν τις πρώιμες ονειρώξεις της δεκαετίας του ’70), υπάρχει η πιθανότητα στην ψυχή ενός κατάλληλα προσανατολισμένου παρατηρητή να εντυπωθεί η βεβαιότης ότι εδώ η αλήθεια, ως και η ομορφιά, προσφέρεται εξ αποκαλύψεως, με τον τρόπο μιας ακαριαίας δωρεάς του σύμπαντος, ή του Θεού, αναλόγως.
Στην παραπάνω σκηνή κρίνεται απαραίτητος ο καλά προετοιμασμένος μύστης, κι αυτό ας διαβαστεί ως απόηχος του «καλώς συγκερασμένου κλειδοκυμβάλου», που πριν από 333 ακριβώς έτη κουδούνιζε την προσμονή του πάνω απ’ την κούνια του νεογέννητου Ιωάννη-Σεβαστιανού, προσώπου ήδη εκείνη την αποκαλυπτική στιγμή καθόλα έτοιμου να γλιστρήσει στην πλέον φωταγωγημένη θέση της ιστορίας της μουσικής, όπερ και εγένετο. 
Κάθε όψιμος περιπατητής ετούτης της μυθικής υπαίθρου θα αναγνωρίζει στο εξής στις λεπτομέρειες του αρνητικού αποσπάσματα μιας ιλιγγιώδους θέασης της σύνολης ιστορίας του τόπου, προσφερόμενα σαν σε παιγνίδι ενός χαμένου θησαυρού προορισμένου για ενήλικες.

Mousiki2

Σκηνή δύο

Maestros

[Ρυάκι ρέει, παρότι ο Ηράκλειτος περί άλλα τυρβάζει. Κάτω από ηπειρώτικα γιοφύρια μανάδες πλένουν μάλλινα εσώρουχα νεκρών, λες κι όλοι οι άντρες φύγαν ξαφνικά στον πόλεμο. Μακρόσυρτα φωνήεντα λειαίνουν τα βαθιά φαράγγια. Κλαρίνα· κι η βίτσα του νταουλιού που τσιγκλά τα κουρασμένα γόνατα.]

Εδώ μπορεί να διαλογιστείς πάνω στην ανικανότητα του φακού να συλλάβει το φωτοστέφανο ενός τοπίου σε ενδιαφέρουσα –εγκυμονούντος, ούτως ειπείν– που αποκρεμιέται έτοιμο να μιλήσει, μα και γι’ αυτό επί αιώνες βουβό. Τώρα υποπτεύεσαι ότι εκείνο που σε μαγεύει δεν είναι το τοπίο μα το κομμάτι του εαυτού σου που κοιμόταν στον βυθό και ξάφνου το ξύπνησε η Ομοιότητα, κάτι εκεί έξω που του φαίνεται σωστό, σαν δίδυμος αδερφός. Αυτό το σκοτεινό σαλάχι κάτω απ’ τον μπερντέ του βυθού είναι που καθρεφτίζει τη σκιά του στο τοπίο και σ’ αφήνει μ’ ανοιχτό το στόμα.
Και να τώρα γιατί οι απόγονοι των σαμουράι (εκείνοι οι ανόητοι που φέρουν στην αριστερή παλάμη εν είδει φυλαχτού τα ηλεκτρονικά τους πλακίδια – άλλως smartphone’s) κρατούν στη μνήμη του εργαλείου τους την αρχειοθέτηση μιας δυνάμει μαγεμένης στιγμής, ποτέ όμως τη Μαγεία αυτοπροσώπως. Αυτή γλιστρά στο νερό σαν το έξυπνο ψάρι, καταπώς ταιριάζει σε κάθε υπερόπτη.

Διάλειμμα

[Ήρθε η ώρα να καθίσουμε προσωρινά (να, το Προσωρινό είναι ο στρατηγός του Αιώνιου για όποιον μελετά του Άλφα το Χαμόγελο/τ’ Αγκάθι του Ωμέγα – ιδέ Γκάτσος/Χατζιδάκις) κάτω απ’ τον ίσκιο ετούτης της συκιάς. Εδώ ας ελπίσουμε πως δεν θα μας βαρύνει τα ματόκλαδα η κούραση, πως δεν θα παρουσιαστεί ένας ολόγυμνος Οδυσσέας ή ένας Πολύφημος μαχμουρλής και λιγδιάρης, μόλις που ξύπνησε απ’ τον χορτάτο ύπνο του.]

Σκηνή τρία

Mouloudaki

[Σιωπή χιονιού, τρόμος σπηλαίου δίχως σταλαχτίτες· ακούς στα εντόσθια τον μέσα κόσμο να ψυχορραγεί σαν Αχιλλέας που δεν του πέτυχες τη φτέρνα, και τώρα περιμένει αιώνια το δικό του βέλος. Κρύο. Και αίσθηση πως η σιωπή είναι οπλισμένος ωρολογιακός μηχανισμός.]

Πηγαίνοντας στην τρίτη εικόνα αυτού του απλού μα διαρκώς μεταμφιεζόμενου σχήματος (αυτής της καίριας έκφανσης της λειτουργίας του μηχανήματος, που τώρα για λόγους χρηστικούς θα ονομάσουμε Ακουστική θεώρηση του κόσμου), θα αναρωτηθούμε ποιος είναι ο τρόπος που μας κυκλώνει η Μουσική, κι αν είναι ακόμα εφικτό αυτή η τελευταία να περιφέρεται στην αγορά όπως συνήθιζε, ως κορασίς χαριτωμένη και πολύφερνη.
Η κορασίς θα παραδοθεί αυτοβούλως –για τις ανάγκες της ροής των σκέψεών μας– ως οργανωμένος παλμός στα χέρια του Μουσικού, θα διαπεράσει το σωματικό του φίλτρο για να απλωθεί στα αυτιά και στις ψυχές μας. Και σε ετούτη τη σκηνή, αντίστοιχα με τις προηγούμενες, κάθε σημαντικό πράγμα προσφέρεται «εξ αποκαλύψεως», σαν όλα του βυθού τα εξαίσια πλάσματα, κι αυτός είναι ένας λόγος που το ηχογράφημα –όπως και η φωτογραφία– δεν είναι παρά το πρόχειρο σκίτσο ενός θεού που δεν ποζάρει για να τον ζωγραφίσεις, μα ούτε που καταδέχεται να σου χαρίσει το ηχητικό του φωτοστέφανο – κι αυτό το κάνει από Αγάπη. Η θέαση ενός τέτοιου φωτοστέφανου θα προϋπέθετε έναν ήδη εγκατεστημένο στην ψυχή του μύστη Μύθο.
(Κάποτε αυτός ο μύθος συμβαίνει να υποκαθίσταται κατά τη διάρκεια ενός δύσκολου διαλογισμού πριν από την εκάστοτε ακρόαση, μα ας μιλήσουμε άλλη φορά γι’ αυτές τις εξαιρέσεις. Τώρα είναι η ώρα του Κανόνα.)
Η εικόνα, λοιπόν, ηχητική ή άλλη, μας παραδίδεται ημιτελής. Θα πρέπει αυτοβούλως να συμπληρώσουμε τα κενά που προκύπτουν. Ο ακροατής καλείται να διαρρήξει τον φρουρούμενο προθάλαμο με τα άμφια, για να γευτεί στοιχειωδώς το δώρο που προτίθεται, θέλει, μα δεν μπορεί, να μας προσφέρει η Μουσική. Αυτό είναι αδύνατον χωρίς τη δική μας συμμετοχή. Και να πού έγκειται αυτό που λέμε «δυσκολία» της μουσικής· μόνον εκεί.
Η κορασίς ζητεί έναν κάποιον έρωτα για να παραδοθεί. Έστω για τα προσχήματα, μια κάποια «διαπίστευση». Και έτσι είναι εξόχως Ψυχαγωγική.

Δογματισμοί

Δεν μπορώ παρά να επιτρέψω στον εαυτό μου την παραπάνω δογματική στάση, αφού παραμένω εκ γενετής πεπεισμένος ότι στα υποθαλάσσια βάραθρα που η τέχνη ξεδιπλώνει τους μανδύες της, η λογική προσπερνά κρατώντας μικρά καλάθια. Ο κάθε αποδέκτης του παραπάνω ισχυρισμού ίσως να είχε εδώ και από μια διαφορετική αντίρρηση, οπότε θα έπρεπε να απαντάς σε μίαν εκάστη με έναν καινούργιο τρόπο· άτοπο, πέραν του κουραστικού. Έτσι, ας μην παραλείψω να προσθέσω το καίριο επιχείρημα: Σε θέματα τέχνης δεν μπορείς να πείσεις κανέναν, εξόν κι αυτός είναι ήδη πεπεισμένος, έχει, εννοώ, γίνει σε ανύποπτο χρόνο κοινωνός της ίδιας μ’ εσένα Μάγευσης.
Και πώς να περιγράψεις τη Μάγευση, δίχως να πέσεις στις κακοτοπιές του άτοπου; Αυτό θα ήταν μια ακαριαία αναίρεση του σημαινόμενου. Να γιατί η φωτογραφία, το cd player και ο κάθε μεταψηφιακός διάδοχός τους θα παραμείνουν στην ιστορία σαν οι φτωχοί συγγενείς της αντίληψης, το κακόγουστο αστείο ενός θεού σε χοντρά κέφια, που επέτρεψε στο πιο ευαίσθητο κομμάτι μας να απονευρωθεί, να αυτοπυροβοληθεί, ας το πούμε έτσι, κι έκτοτε κυκλοφορεί στην αγορά σαν φάντασμα μιας ζωής που κάποτε έρρεε στις φλέβες της πραγματικής μας εφηβείας. Και η μόνη εδώ εφηβεία που δικαιούται εύσημα είναι αυτή που πάλλεται εις τον άνω βυθόν των ακαταλήπτων πραγμάτων, όπως ομολόγησε πάνω απ’ το κόκκινο κρασί του ο κυρ-Αλέξανδρος, καλή του ώρα.
(Να προλάβω να εξαιρέσω απ’ την εικονική γενοκτονία που μόλις επιχείρησα τους πραγματικούς Φωτογράφους, με την υποσημείωση πως κι εκείνοι δεν φωτογραφίζουν τίποτα λιγότερο απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό. Και να εξαιρέσω επίσης τους αντίστοιχους ακάματους εργάτες του ήχου, που κάποτε προβλέπουν τις ως άνω κακοτοπιές και χειρωνακτούν πάνω σ’ ένα υλικό αμφίσημο, στο μεταίχμιο, οριστικά καταδικασμένο απ’ τη μια να βαδίζει στην κορυφογραμμή του μοναχισμού, κι απ’ την άλλη να ενοικιάζεται στα υπόγεια σαν έξυπνη πόρνη που προσφέρει περιστασιακές χαρές. Ας είναι κι έτσι, θα πω.)

Τώρα;

Συνυπολογίζοντας τις παραπάνω πιθανές ενστάσεις, καθώς και άλλες που, με το καλό, θα συναντήσουμε στο επόμενο: Ποιος είναι εκείνος που ακούει ακόμα μουσική;
Ένα μεταλλαγμένο υποκείμενο σαν τον σύγχρονο ακροατή, το μόνο που αξιώνεται είναι η αναπαραγωγή του εαυτού του ως καταναλωτή, πλουτίζοντας λίγο ακόμα περισσότερο τη βιομηχανία του θεάματος, εκείνην που αναζητάει τα ταλέντα, όχι ασφαλώς με τον φιλότιμο τρόπο των κάποτε προκατόχων τους, μα με τον τρόπο που ορίζει το εγχειρίδιο χρήσης επιτυχούς επιχείρησης.
Με άλλα λόγια –κοινότοπα πάντα, αλλά πώς αλλιώς;– ο σημερινός σταρ έπαψε να είναι ο πολυπλόκαμος Μίδας που ανακάλυπτε μια παρθενία μέσα του, που με τη σειρά της θα ξυπνούσε τη συγγένεια (τον δίδυμο αδερφό) σε ένα υποσύνολο ανθρώπων, και που επιπροσθέτως θα είχε τη χάρη (αυτός, ο σταρ) να προσκαλέσει άλλους ανθρώπους να ταυτιστούν μαζί του. Ας πούμε αυτήν τη χάρη «ίσες αποστάσεις απ’ τον ψυχισμό της πλειονότητας», κι αυτό ενώ έχεις ήδη καταδυθεί στα υποθαλάσσια σπήλαια, μόνος μέσα στο βαθυσκάφος σου, και να άλλο ένα παράδοξο! (Μα, τι γυρεύω τώρα εδώ κάτω, θα μου πείτε…)
Ετούτος, ο σημερινός σταρ, είναι το μυριοκακόμοιρο δουλικό του μέσου όρου, κι έτσι ούτε ένα ευρώπουλο δεν θα πάει χαμένο, αφού το νοήμον κοινό θα αγοράσει πειθήνια ό,τι αποφασίσουν οι διαφημιστές. Είναι ακόμα εκείνος που θα αντέξει στις αναταράξεις του προϊόντος, στις λίγες ή πολλές κατολισθήσεις των αστέρων, εκείνος που θα επιδείξει την πρέπουσα αντοχή στους κλυδωνισμούς της τιμής, ο πάντα χαμογελαστός και πάντα συνοφρυωμένος, ο σε κάθε ανόητη πόζα περιφέρων το ακριβό σαρκίο του, ο άρχοντας μιας αρχοντιάς που δεν ξέρει το αφεντικό της, ο αχθοφόρος και ο σημαιοφόρος του νάιλον οράματος που συνοψίζει την κόλαση της μετριότητάς μας, ποτέ λίγο παράδεισο για να μας παρηγορήσει.
Όμως αυτός δεν είναι Μουσικός. Οι εταιρείες τον ξέρουν, και δεν μπαίνουν καν στον κόπο να κρύψουν τη φύση του προσώπου του, κι αυτό γιατί οι γευστικοί κάλυκες της αγοράς έχουν μουδιάσει από τις αναισθητικές ενέσεις της βιομηχανίας. Οι διαφημιστές κατόρθωσαν το αδιανόητο: να διαβρώσουν το αίσθημα και τη διάκριση του αγοραστή. Well done, λοιπόν. Ζούμε σε έναν κόσμο που στερήθηκε την ευλογία της μουσικής. Γιατί όμως;
Ο υπομονετικός αναγνώστης ας περιμένει το επόμενο κείμενο, στο οποίο εύχομαι οι φιγούρες των αιτίων να φιλοτιμηθούν ένα σαφές περίγραμμα.

Έξοδος, προσώρας

[Ξύλινα και χάλκινα πνευστά εισάγουν το θέμα. Ο Πάουλ, βετεράνος πιανίστας, αδερφός του διάσημου φιλοσόφου Βιτγκενστάιν, ζυγιάζει μιαν ιλιγγιώδη επίκυψη πάνω απ’ τα πλήκτρα, μες στον εφιάλτη του μονόχειρα, ώσπου θυμάται πως η οβίδα τού στέρησε και τους δυο βραχίονες, και πως το κονσέρτο για αριστερό χέρι που παρήγγειλε η διαταραγμένη του οικογένεια στον Ραβέλ ουδέποτε γράφτηκε. Ο μαέστρος αυτοκτονεί πάνω στο πόντιουμ από ευθιξία, η ορχήστρα σταματά σαν απονευρωμένο τέρας που πέφτει με πάταγο στο έδαφος. Ψίθυροι στο κοινό, που δεν μπορεί να αλλάξει κανάλι. Σιωπή.]

Εν έτει 2018, η πάλαι ποτέ Deutsche Grammophon της καρδιάς μας πουλάει τα κάλλη της σε σκοτεινά δωμάτια πίσω από ροζ επιγραφές από νέον.
Ο λυρισμός της χαρακιάς του βινυλίου δεν βρίσκει τόπο να φυτέψει τη ζωογόνο του πληγή.
Κι εμείς έτσι θα πάμε.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: