Στον στεναγμό της αγαπημένης
η νύχτα όλη διεγείρεται,
ένα σύντομο χάδι
διατρέχει τον έκθαμβο ουρανό.
Νιώθεις πως στο σύμπαν
κάποια δύναμη στοιχειώδης
ξαναγίνεται μητέρα
για κάθε έρωτα που σβήνει.
*
Νερό βιαστικό, νερό που τρέχεις –, νερό που ξεχνάς
και το επιπόλαιο χώμα σε πίνει,
αργοπόρησε μια στιγμούλα μες στη χούφτα μου,
θυμήσου!
Διάφανη και γοργή αγάπη, αδιαφορία,
θα ’λεγες απουσία που τρέχει,
ανάμεσα στο πολύ του ερχομού και της φυγής σου
τρέμει μια ελάχιστη παραμονή.
*
Τι γαλήνη να συμφωνώ κάποιες φορές μαζί σου
μεγάλε μου αδελφέ, σώμα μου εσύ,
τι γαλήνη να έχω τη δύναμη
της δύναμής σου,
να σε νιώθω φύλλο, μίσχο, φλοιό
και καθετί άλλο που μπορείς να γίνεις,
εσύ, τόσο κοντά στο πνεύμα.
Εσύ, τόσο απροσποίητο κι αδιαίρετο
στην έκδηλη χαρά σου που είσαι
το δέντρο που χειρονομεί
και στιγμιαία καθυστερεί
τους ουράνιους ρυθμούς
για να παρεμβάλει τη ζωή του.
*
Αλλά πόσα λιμάνια, και μες στα λιμάνια
πόσες πύλες, φιλόξενες ίσως,
πόσα παράθυρα
απ’ όπου η ζωή κι ο μόχθος σου είναι ορατά.
Πόσοι φτερωτοί σπόροι του μέλλοντος
σπρωγμένοι απ’ την αυθαιρεσία της καταιγίδας,
μια τρυφερή μέρα γιορτής
θα δουν την άνθισή τους να σου ανήκει.
Πόσες ζωές πάντα σε συμμετρία·
κι από τον δρόμο που παίρνει η ζωή σου
στον κόσμο αυτόν ανήκοντας,
τι τεράστιο μηδέν για πάντα ακυρωμένο.
*
Αυτό το άλογο που πίνει απ’ την πηγή,
αυτό το φύλλο που πέφτοντας μας αγγίζει,
αυτό το άδειο χέρι ή αυτό το στόμα
που θα ’θελε να μας μιλήσει και δεν τολμά σχεδόν – ,
Τόσες παραλλαγές της ζωής που ησυχάζει,
τόσα όνειρα του πόνου που μισοκοιμάται:
Ω εκείνος που η καρδιά του δεν πονάει,
ας ψάξει το δημιούργημα κι ας το παρηγορήσει.