Ταξίδι χωρίς χάρτες
ονομάζεται το βιβλίο, στις σελίδες του οποίου ο Γκράχαμ Γκρην διανύει, σε τέσσερις εβδομάδες το 1935, σχεδόν 500 χιλιόμετρα, με νοτιοανατολική κατεύθυνση από το βορειότερο σημείο, στα σύνορα με τη Σιέρα Λεόνε, πριν στραφεί νοτιοδυτικά για να φτάσει στην ακτή, διασχίζοντας εδάφη με χρώμα κόκκινο του πηλού και υψίπεδα στη ζούγκλα στο αχαρτογράφητο τότε εσωτερικό της Λιβερίας, όπου δεν είχε διεισδύσει η αποικιοκρατία. Βέβαια αμερικανικός χάρτης της εποχής απεικονίζει τον χώρο ως μια μεγάλη λευκή έκταση με την αποικιοκρατικά τρυφερή ένδειξη «κανίβαλοι».
Η Λιβερία, με σημαία που φορολογικά διακοσμεί σκάφη της διεθνούς ναυτιλίας, κήρυξε την ανεξαρτησία της το 1847. Η περιοχή, που περιλαμβάνει την Ακτή της Πιπεριάς, όπως την έλεγαν οι Πορτογάλοι, είχε επιλεγεί το 1821 από την Αμερικανική Εταιρεία Αποικισμού στη Νέα Υόρκη ως τόπος για την αποστολή απελευθερωμένων Αφροαμερικανών δούλων. Από τις τάξεις τους προερχόταν η ελίτ της χώρας μέχρι τους πρόσφατους εμφυλίους πολέμους. Το 1914 η Λιβερία και η Αιθιοπία ήταν οι μόνες χώρες που παρέμεναν ανεξάρτητες στην Αφρική, καθώς ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν έως τότε, σε συνθήκες «νέου ιμπεριαλισμού», θέσει υπό άμεσο έλεγχο 90% της ηπείρου σε σχέση με ένα 10% (Αγκόλα, Αλγερία, Αποικία του Ακρωτηρίου στη νότια Αφρική, Μοζαμβίκη) το 1870.
Επρόκειτο για το πρώτο ταξίδι εκτός Ευρώπης του Γκράχαμ Γκρην, που από μικρός ονειρευόταν να βρεθεί στη «σκοτεινή καρδιά» του Τζόζεφ Κόνραντ. Ήταν 31 ετών. Παντρεμένος έξι χρόνια. Πριν ένα μήνα είχαν κάνει κοριτσάκι. Πριν προσωρινά τους εγκαταλείψει δεν γνώριζε τι απόσταση θα χρειαζόταν να διανύσει, πόσο χρόνο θα απαιτούσε, ποια διαδρομή θα ακολουθούσε. Ούτε ήξερε να χρησιμοποιεί πυξίδα. Μίσθωσε 26 τοπικούς αχθοφόρους και οδηγούς και έναν μάγειρα. Στο ταξίδι φορούσε αντηλιακό κράνος, από αποξηραμένο πυρήνα τροπικού φυτού, όπως συνήθιζαν οι Ευρωπαίοι εξερευνητές. Αργότερα, στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, τοποθετήθηκε στη Σιέρα Λεόνε από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, όπου εργαζόταν η αδελφή του που τον στρατολόγησε. Προϊστάμενός του ήταν ο Κιμ Φίλμπυ, εισαγωγή στα απομνημονεύματα (Ο σιωπηρός μου πόλεμος) του οποίου το 1968 έγραψε, όταν πια ο Φίλμπυ είχε διαφύγει στη Σοβιετική Ένωση.
Μεταξύ λευκών που συνάντησαν στη διαδρομή ήταν Αμερικανοί και Άγγλοι ιεραπόστολοι, ένας Γερμανός τυχοδιώκτης, χρυσοθήρες και άτομα που χτένιζαν τις ακτές αναζητώντας εκβρασμένα αντικείμενα. Είχαν ξαναδεί λευκούς σε χωριά από τα οποία πέρασαν, αλλά πριν χρόνια. Άρα επρόκειτο για πρώτη εμπειρία για νεότερους. Με ελάχιστους γιατρούς σε όλη τη χώρα, οι κάτοικοι υπέφεραν ιδίως από ελονοσία και αφροδίσια νοσήματα, ανοιχτές πληγές, σοβαρά τσιμπήματα από έντομα και σπανιότερα λέπρα. Ο Γκρην διαρκώς έπινε ουίσκι. Πολλές κάσες. Στα μισά της διαδρομής αρρώστησε. Παρ’ ολίγον να πεθάνει προς το τέλος της. Εκείνο το βράδυ ανακάλυψε ότι τον διακατείχε ένα «γεμάτο πάθος ενδιαφέρον για τη ζωή». Το ταξίδι διαμόρφωσε το πώς θα έγραφε στο μέλλον. Αργότερα, τα βήματά του ακολούθησε πρώην πολεμικός ανταποκριτής του Ημερήσιου Τηλέγραφου (Daily Telegraph) στο βιβλίο Κυνηγώντας τον διάβολο: Η αναζήτηση του μαχητικού πνεύματος της Αφρικής.
Στο ταξίδι του χωρίς χάρτες ο Γκράχαμ Γκρην εκφράζει αισθήματα ενθουσιασμού και ελευθερίας. Αναφέρεται επίσης σε εκρήξεις εκνευρισμού, ανυπομονησία, κόπωση, φόβους. Με υψηλό πυρετό μετά από 14 ημέρες στον δρόμο, «το μόνο που ήθελα», γράφει, ήταν φάρμακα, να κάνω ένα μπάνιο, παγωμένα ποτά και κάτι διαφορετικό για τουαλέτα από δέντρα και νεκρά φύλλα. Πυρπολημένος από αντιφάσεις, τη μια στιγμή περιγράφει ένα ταξίδι ζωής, εξυμνεί την ομορφιά της χώρας και της φύσης και διακηρύσσει την αγάπη του για την Αφρική. Την επόμενη στιγμή περιγράφει τη Λιβερία ως κόλαση.
Στη διαδρομή τον συνοδεύει η 23 ετών εξαδέλφη του Μπάρμπαρα. Το 1938 κυκλοφόρησε το δικό της βιβλίο: Χώρα νυχτωμένη (Land Benighted). Ανατυπώθηκε το 1981 με τίτλο Πολύ αργά για να γυρίσεις πίσω (Too Late to Turn Back). Στην εισαγωγή του ο Πωλ Θερού υποστηρίζει πως λίγα ταξίδια έχουν τόσο καλά καταγραφεί, ενώ υπάρχουν μικρές αποκλίσεις και καμία αντίφαση μεταξύ των δύο απολογισμών. Άλλοι όμως ταξιδιωτικοί συγγραφείς, όπως ο Τζόναθαν Ράμπαν, επιμένουν ότι σε τίποτε δεν συμφωνούν τα δύο απομνημονεύματα. Για το πού πήγαν, ποιον είδαν, τι συνάντησαν, την κατάσταση της υγείας του Γκρην. Για οτιδήποτε.