(Πιθανή εκδοχή-παραλλαγή του ομώνυμου διηγήματος του Κνουτ Χάμσουν.)
Δεν του άρεσε να χρησιμοποιεί παραδειγματικά στον λόγο του λαϊκές παροιμίες. Ούτε ρήσεις σοφών ανδρών. (Και σ’ εμένα δεν αρέσουν.) Απεχθανόταν (ομοίως κι εγώ) τις μεταφορές, λ.χ. αυτό το τοπίο είναι σαν πίνακας ζωγραφικής ή τα έργα αυτού του ζωγράφου είναι σαν φυσικά τοπία. Έλεγαν δε οι φίλοι του ότι επ’ αυτού «δε δέχεται μύγα στο σπαθί του» και, για να τον πειράξουν, το έλεγαν πολύ συχνά, δεδομένου ότι είχε κρεμασμένο στον τοίχο το σπαθί του αρματολού παππού του. Ο διάβολος το ήθελε κι εκεί που καθόταν και καμάρωνε μια μέρα το σπαθί, τι να δει στην κόψη του; Μια ευτραφέστατη μύγα. Δε θα την πρόσεχε άλλη φορά, αλλά τα πειράγματα φίλων του τον έκαναν πιο παρατηρητικό, όπως δείχνουν τα πράγματα. Σηκώθηκε, λοιπόν, οργισμένος και βάλθηκε να διώξει τη μύγα, που όμως δεν έφευγε. Ξεκρεμά τότε το σπαθί και αρχίζει να το ανεμίζει, σα να ξιφομαχούσε με αόρατο αντίπαλο. Κι όσο περνούσε η ώρα και η μύγα δεν πετούσε μακριά από το σπαθί να πάει στο καλό, τόσο κι αυτός δαιμονιζόταν και σπάθιζε τον αέρα με μανία. Πήγε κάποια ώρα να κοιμηθεί, κατάκοπος, με την ελπίδα ότι θα είχε φύγει η μύγα. Ο ύπνος δεν ερχόταν κι ας μετρούσε μύγες. Σηκώθηκε. Πήγε στο σαλόνι νυχοπατώντας, χωρίς ν’ ανάψει το φως, όταν άκουσε ξαφνικά πέταγμα μύγας. Ανάβει το φως και κοιτάζει ολόγυρα για να δει τη μύγα. Δεν ήταν όμως η γνωστή του μύγα, εκείνη ισορροπούσε ακόμα στην κόψη του ξίφους του αρματολού παππού του. Αρπάζει πάλι το σπαθί και ξιφομαχεί με τον αέρα του δωματίου. Η μύγα, πετάει προς στιγμή, κάνει έναν γύρο στο σαλόνι και ξανακάθεται στο ξίφος. Ο άνθρωπος έχει παραφρονήσει, όπως φαίνεται από τις αγριεμένες ανάσες του και από τα ερεβώδη μουγκρίσματά του. Έχει γίνει πλέον επικίνδυνος, το μένος του είναι πολεμικό, μίσος ακτινοβολούν τα μάτια του, θέλει να χύσει αίμα. Χύνει το δικό του: από την ανεξέλεγκτη μανία του (κι ας μη το υποτιμήσουμε, τα πειράγματα των φίλων του «δε δέχεται μύγα στο σπαθί του» έχουν υποσκάψει τη λογική του και έχουν υπονομεύσει την ψυχραιμία του, και ήρθε πια η ώρα να τιναχτούν σα λάβα ηφαιστείου από μέσα του). Σα λυσσασμένος σκύλος και θεωρώντας προφανώς ότι πραγματοποιεί κάτι το ηρωικό, στρέφει το σπαθί προς το στήθος του και το καρφώνει βαθιά στην καρδιά, ψελλίζοντας «Ή εγώ ή αυτή!»
Δευτερόλεπτα πριν ξεψυχήσει, η μύγα φεύγει από το σπαθί κι έρχεται και κάθεται στην άκρη της μύτης του. Τότε διαπιστώνει ο καημένος ότι η μύγα δεν ήταν μύγα αλλά νύμφη κάποιου σκώληκα, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Πάντως δεν ήταν μύγα, το βεβαιώνουν και όσοι ήρθαν να πράξουν τα δέοντα (αστυνομία, συγγενείς, τελετάρχης κηδειών, περίεργοι) και βρήκαν το πετούμενο να έχει αράξει στη μύτη του αυτόχειρος σα να μην ήθελε να τον αποχωριστεί, σκοπεύοντας προφανώς, και κατά το κοινώς λεγόμενο, να του μπει στη μύτη. Ο ιατροδικαστής, με την άδεια και του παρόντος εισαγγελέως, τράβηξε σιγά σιγά από το στήθος του ανθρώπου αυτού το ξίφος που, ειρήσθω εν παρόδω και χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία, δεν ήταν κυρτό, δηλαδή γιαταγάνι, ήταν επίμηκες, δυτικού τύπου, το οποίο ο αυτοκτονήσας προ ολίγων ωρών απόγονος του αρματολού παππού είχε –καθώς λένε οι κακές γλώσσες– προμηθευτεί από κάποια αγορά παλαιών ειδών και αντικών για να κάνει φιγούρα, πως τάχα ο παππούς του (ονόματι Ελευθέριος Μαυροκέφαλος) πολέμησε τους Τούρκους για την ελευθερία της Ελλάδας.