«Σ’ έναν επιταχυνόμενα μεταβαλλόμενο, χαοτικό και ελάχιστα κατανοητό κόσμο, μήπως εντέλει πέφτει στους ώμους της λογοτεχνίας η κατασκευή μιας οργανικής σύνθεσης που ο δοκιμιακός/επιστημονικός λόγος αδυνατεί να διατυπώσει;»
Αν «η αναπτυσσόμενη κοινωνία κατά της συρρικνούμενης φύσης» είναι το κεντρικό μοτίβο του οικολογικού αντιλόγου, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη η φιλολογία περί του τέλους του κόσμου ή έστω του πολιτισμού όπως τον γνωρίζουμε. Η Αποκάλυψη, η Ημέρα της Κρίσεως, η Δευτέρα Παρουσία ή, επί το πραγματιστικότερον, το Τέλος της Ιστορίας έρχονται και επανέρχονται στις μεγάλες αφηγήσεις – από τις μονοθεϊστικές θρησκείες ώς τον Μαρξισμό. Όμως η οικολογική προφητεία διαφέρει κατά το ότι βασίζεται σε πολλή και σκληρή επιστήμη (όταν λόγου χάριν κάνει τις προβολές της ως προς τον ρυθμό εξαφάνισης των ειδών, την εξάντληση των φυσικών πόρων και την κλιματική αλλαγή). Μόνο που η πολυπλοκότητα των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων, πολλώ μάλλον η μεταξύ τους διαπλοκή, καθιστούν τις όποιες προβλέψεις ανεπαρκείς και τακτικά αυτοδιαψευδόμενες. Στο βιβλίο μου Η αρχαιολογία της ανάπτυξης (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996) είχα ονομάσει τις οικολογικές προφητείες διαψεύσιμες με την πολιτική έννοια του όρου. Λ.χ., η πρόβλεψη ότι θα υπάρξει έλλειψη νερού στην Ελλάδα (και αλλού) το 2030 καλεί σε αυτοδιάψευσή της, και αυτή η αυτοδιάψευση είναι εφικτή μέσω μιας αλλαγής πορείας – ίσως μιας επανάστασης, συχνότερα μέσω χάραξης διαφορετικού μείγματος μεταρρυθμιστικών πολιτικών. Αυτό, πάντως, που δεν είναι διαψεύσιμο –ούτε και το αντίθετό του– είναι το τέλος καθαυτό. Και η οικολογική κριτική μάς το θυμίζει με σχεδόν πληκτική επιμονή.
Ό,τι δεν μπορούν να κάνουν στις μέρες μας οι κοινωνικές επιστήμες –το βλέπουμε ξεκάθαρα σε όλο τον κόσμο– καλείται να το κάνει επαρκέστερα η τέχνη, επαναφέροντας ένα είδος συνθετικής προσέγγισης στα πράγματα που μπορεί να οδηγήσει, αν όχι σε απτά πολιτικά αποτελέσματα, πάντως σε σφαιρικότερη κατανόηση του κόσμου και σε εν δυνάμει λύτρωση (κάθαρση, θα λέγαμε, μιας και η αρχαιοελληνική έννοια, κεντρική στην Τραγωδία, έχει προφανείς συμπαραδηλώσεις με το σύγχρονο οικολογικό αίτημα). Έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου ή ο πυρηνικός όλεθρος δεν είναι δυνατόν να κοινοποιηθούν με επαρκή μέσα στο κοινό, ούτε άλλωστε στις ανεπαρκέστατες πολιτικές ηγεσίες των ημερών μας. Πολλώ μάλλον όταν ο επιστημονικός λόγος είναι ο επί τούτου δυσνόητος λόγος ενός εκπαιδευμένου ιερατείου που διασφαλίζει τη συνοχή της κοινότητας μέσω του εκάστοτε Παραδείγματος που διακονεί. Ένας πρόσθετος λόγος είναι ότι οι αλλαγές που συμβαίνουν γύρω μας είναι μη αντιληπτές από τα αισθητήρια όργανά μας και συνήθως έξω από το πεδίο των άμεσων εμπειριών μας. Ένας τρίτος, ότι νιώθουμε πως παρόμοια φαινόμενα δεν μας αφορούν άμεσα, και όσο για τα παιδιά και τα εγγόνια μας – ε! ας βρουν εκείνα τη λύση... Ένας τέταρτος είναι η εγκατάλειψη στη μοιρολατρική πεποίθηση ότι σε τελευταία ανάλυση είναι δουλειά της τεχνολογίας (και της αγοράς) να υποδείξει και επιβάλλει διεξόδους. Και ένας πέμπτος ότι η ανθρωπότητα έχει κοντή μνήμη, ειδικά στους καιρούς των ραγδαίων εξελίξεων και της άμετρης πληροφοριακής ροής. Γι’ αυτό ο κόσμος συνεχίζει απερίσπαστος την πορεία του, ακόμη και εν μέσω κρίσης, με επιταχυνόμενη καταναλωτική βουλιμία και παράλογη απληστία, επαναλαμβάνοντας περίπου τελετουργικά τις ίδιες καθημερινές «χειρονομίες».
Ίσως, λοιπόν, πέφτει στις πλάτες της λογοτεχνίας το καθήκον της κατασκευής του περιγράμματος ενός μέλλοντος που δεν αποτελεί απλή συνέχεια του παρόντος – ενός πλαισίου όπου τα υποκείμενα της δράσης κινούνται πειστικά μέσα στον χαοτικό κόσμο της κοινωνίας του ρίσκου και της αβεβαιότητας. Ένα τέτοιο έργο είναι το Solar του Ίαν Μακγιούαν, που θέτει στο επίκεντρό του την κλιματική αλλαγή. Περισσότερο, όμως, χαρακτηριστικό έργο του είδους του «τέλους του κόσμου» βρίσκω το Οι δακτύλιοι του Κρόνου του Ζέμπαλντ, ένα έκκεντρο οδοιπορικό στην Ανατολική Αγγλία, στο μεταίχμιο δοκιμίου και μυθοπλασίας, με απολήξεις στη βιωμένη ιστορία του πλανήτη. Το έργο ανθίσταται σε οποιαδήποτε απόπειρα ταξινόμησης ή ένταξης στην πραγματικότητα και έχει θεωρηθεί προάγγελος ενός νέου λογοτεχνικού είδους. Τα χαλαρά συνδεόμενα δοκιμιακά του μέρη είναι ένα χρονικό της κοινωνικής, πολιτισμικής και οικολογικής φθοράς. Οι ίδιοι οι τόποι που περιδιαβάζει ο συγγραφέας/αφηγητής είναι εγκαταλειμμένοι, η ανθρώπινη παρουσία ελάχιστη, ενώ τα τεχνήματα διαβρώνονται ανεπιστρεπτί και το τοπίο είναι εμποτισμένο με τη μελαγχολία της Πτώσης. Μοιάζει σαν το τέλος του κόσμου να έχει ήδη επέλθει και εμείς απλώς να περιφερόμαστε εντός του χωρίς να το έχουμε αντιληφθεί. Το ανοίκειο κυριαρχεί, η νεωτερικότητα άφησε πίσω της ερείπια, μοιάζει να μας λέει ο Ζέμπαλντ, όπως άλλωστε και ο Β.Σ. Νάιπολ στο μη μεταφρασμένο στα ελληνικά The Enigma of Arrival (1987), βιβλίο διαποτισμένο από το αίσθημα του κενού της αστικοποίησης και της εγκατάλειψης της υπαίθρου. Ελεγειακά και τραγικά μαζί αυτά τα έργα επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η λογοτεχνία είναι δυνατόν να συλλάβει την προφητεία περισσότερο ως προμήνυμα αυτού που επιφυλάσσει το μέλλον, παρά ως μία εκ των πραγμάτων διαψεύσιμη προβολή του παρόντος.
Αλλά το πιο ολοκληρωμένο έργο από τη σκοπιά ενός επικειμένου τέλους, που ίσως είναι ακόμη αποτρεπτό, το βρίσκουμε, κατά την άποψή μου, στον Ντον Ντελίλλο. Η παγκοσμιοποίηση κυριαρχεί, η τεχνολογική αλλοτρίωση είναι παρούσα και ο πυρηνικός όλεθρος ήδη παρών στο περίφημο έργο του Υπόγειος κόσμος. Στον Λευκό θόρυβο πάλι παρακολουθούμε ένα τυπικό ατύχημα μεγάλης κλίμακας, με υπαίτια τη χημική βιομηχανία και καλά σκιαγραφημένους αποδέκτες των δραματικών επιπτώσεων της καταστροφής τούς τυπικούς Αμερικανούς μεσοαστούς. Αλλά μια πραγματική πλην έμμεση αίσθηση τέλους αποκομίζουμε και στο φαινομενικά λιγότερο φιλόδοξο έργο του Κοσμόπολις, όπου ο ήρωας, ένας σύγχρονος άρχοντας του κόσμου, κινεί τα νήματα των επενδύσεών του μέσα από μια λιμουζίνα την οποία έχει μετατρέψει σε τόπο κατοικίας του. Περιφερόμενος στη Νέα Υόρκη, παρακολουθεί τις παγκόσμιες εξελίξεις από οθόνες και ασύρματα δίκτυα, δέχεται τις επισκέψεις του χρηματιστή, του δικηγόρου ή μιας περιστασιακής ερωμένης, απειλείται από ποικίλες εξωτερικές μορφές βίας, αλλά αυτό που πραγματικά θα φέρει το τέλος είναι η νοσταλγία για την παρελθούσα ζωή του, ίχνη της οποίας θα αναζητήσει στη γειτονιά όπου μεγάλωσε. Εντέχνως καρτουνίστικη και εντόνως αλληγορική, αυτή η ιστορία του Ντελίλλο δείχνει καθαρά το τι μπορεί να πετύχει η λογοτεχνία ως προς τη συνθετική αποτίμηση της εποχής και τη διατύπωση ευλόγων εικασιών για το μέλλον.
Ο Δρόμος του Κόρμακ ΜακΚάρθι αντλεί από ποικίλα έργα επιστημονικής φαντασίας. Εδώ, το τέλος έχει επέλθει από ένα είδος καταστροφής που θυμίζει κράμα φαινομένου του θερμοκηπίου και πυρηνικού χειμώνα. Η βία, που αποτελεί εμμονικά τον κινητήριο μοχλό των προγενέστερων βιβλίων του Αμερικανού συγγραφέα, έχει φέρει εδώ τα αποτελέσματά της. Ένας πατέρας με τον γιο του κινούνται μέσα σ’ ένα απογυμνωμένο από ζωή τοπίο προς τον Νότο, αναζητώντας τη θάλασσα. Ο πρωτογονισμός βασιλεύει στο πλαίσιο των λιγοστών εναπομεινασών ανθρώπινων κοινοτήτων, ο κανιβαλισμός δεν αποτελεί πια ταμπού, η διατροφή είναι προβληματική, το τοπίο και ο έμβιος κόσμος προβάλλουν κατασπαραγμένα σε όλη τη διάρκεια αυτού του σκοτεινού οδοιπορικού. Και όμως κάτι σαν αχνή ελπίδα αναδύεται μέσα από τις σχέσεις πατέρα-γιου, ή μέσω της οικογένειας που θα αποτελέσει τη σανίδα σωτηρίας για το παιδί στο τέλος του βιβλίου. Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινείται Η Χρονιά της ερήμου του Αργεντινού Πέδρο Μαϊράλ, όπου η «κοσμοχαλασιά» –ένα ιδιότυπο είδος ερημοποίησης– επεκτείνεται καταστρέφοντας το Μπουένος Άιρες και εξαναγκάζοντας τον αστικό πληθυσμό να συγκροτήσει νέες «φυλές» ή και να καταφύγει στην ύπαιθρο, η οποία όμως έχει πάψει προ πολλού να συνιστά καταφύγιο.
Απ’ αυτό το απάνθισμα δυστοπιών δεν θα πρέπει να λείψει ο πολυσυζητημένος Μισέλ Ουελμπέκ, που οι αμφιλεγόμενες απόψεις του έχουν συχνά εξεγείρει το κλαμπ της πολιτικής ορθότητας. Ήδη από Τα στοιχειώδη σωματίδια ο Ουελμπέκ είχε προαναγγείλει την ενασχόλησή του με τον άνθρωπο ως βιολογικό είδος και την πιθανή μετάλλαξή του. Στο Η δυνατότητα ενός νησιού, η δυστοπία της κλωνοποίησης έχει υλοποιηθεί. Το τέλος του κόσμου έχει προ πολλού επέλθει υπό τη μορφή της αιώνιας ζωής που έχει ως αντίτιμο την απουσία συναισθηματικής εμπλοκής και το τέλος του έρωτα. Τα τοπία είναι έντονα αλληγορικά, όμως γερά ριζωμένα στην αποξένωση από τη φύση που βιώνει ο σύγχρονος παγκοσμιοποιημένος άνθρωπος. Ο «ιδιοφυής απελπισμένος» Ουελμπέκ μοιάζει αποφασισμένος να μην υποχωρήσει ούτε βήμα από την κυνική περιγραφή των αδιεξόδων μιας ανθρωπότητας όπου «κυρίαρχος τρόπος παραγωγής» είναι πλέον ο μαζικός τουρισμός, η πορνεία και η ανακατασκευή μιας παράδοσης εν είδει σκηνικού, όπως περιγράφει ευρηματικά στο προτελευταίο του έργο Ο χάρτης και η επικράτεια.