Η δεκαετία του ’60 εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο ιστορικών αναδρομών, πολιτικών αναλύσεων, κοινωνιολογικών μελετών, καλλιτεχνικών αποτιμήσεων, ηθικολογικών συγκρίσεων, αλλά και ποικίλων αναπολήσεων, ιδίως για όσους την έζησαν, ενώ ουκ ολίγοι είναι εκείνοι για τους οποίους η σπουδαία αυτή δεκαετία αποτελεί απέραντο πεδίο έμπνευσης, εξιδανίκευσης και θαυμασμού.
Τότε ακριβώς κορυφωνόταν η σύγκρουση δύο υπερδυνάμεων που περισσότερο από ποτέ μονοπωλούσαν την παγκόσμια επιρροή σε κάθε τι. Τα οπλικά τους συστήματα, μετρημένα σε μεγατόνους και σε πολλαπλάσια της ταχύτητας του ήχου, προκαλούσαν ταυτόχρονα δέος και τρόμο, τα διαστημικά τους προγράμματα γεννούσαν άδολο θαυμασμό και ονειροπόληση, τα καλλιτεχνικά τους επιτεύγματα ζωηρή επιθυμία μίμησης, ενώ τα ευρείας χρήσεως προϊόντα της μιας εξ αυτών ενέπνεαν έντονο πόθο απόκτησης. Μια ορισμένη κατηγορία προϊόντων είχε ως κύριο γνώρισμα τη γνωστή σε όλους φορμάικα (η επίσημη ονομασία της ήταν High Pressure Laminate).
Βιομηχανικό επίτευγμα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, με δύσκολη διαδικασία παραγωγής και αρχικά περιορισμένη χρήση, το νέο αυτό υλικό έλαβε την τωρινή μορφή του στα τέλη της δεκαετίας του ’50, και χωρίς άλλη καθυστέρηση, παρά την εναντίωση των οπαδών της ποιότητας των παλιών καλών φυσικών ξύλων, επιβλήθηκε ως η νέα επιφάνεια των επίπλων και των πάγκων της κουζίνας, ή των σχολικών θρανίων και των φωριαμών των εργαστηρίων. Ποιος δεν θυμάται το πέρασμα από τα παλιά ταλαιπωρημένα ξύλινα μαθητικά γραφειάκια με θρανίο, σε εκείνα με τη σκληρή λεία πράσινη φορμάικα, την πλαισιωμένη με πηχάκι οξιάς; Γι’ αυτό το πέρασμα πρέπει να απαιτήθηκαν περίπου 60.000 τετραγωνικά μέτρα φορμάικας.
Σε εκείνη την ήδη προχωρημένη φάση, η αποδοκιμασία κατά του νέου υλικού ήταν ακόμα έντονη, όμως πολύ περισσότερο μετρούσε η θερμή υποδοχή του από τις νοικοκυρές, που πάντοτε υπερψήφιζαν κάθε καινοτομία κατάλληλη να ελαφρύνει τις οικιακές τους φροντίδες. Γι’ αυτές, το νέο υλικό, απίστευτα ανθεκτικό και ευκολοσυντήρητο, ήταν μαζί με τη μορφική και χρωματική ποικιλία των εφαρμογών του ένας αληθινός σταθμός της προόδου, έστω και αν η ανακύκλωσή του ήταν ακόμη δύσκολη. Εκτός αυτού, στα ελληνικά αυτιά το όνομά του ακουγόταν ευχάριστα σαν ιταλικό και θηλυκό, ας πούμε forma και κάτι, ενώ στην πραγματικότητα η εμπορικής χρήσης αγγλοσαξονική παραγωγή του από τις λέξεις for και mica απλώς ανταποκρινόταν στον αρχικό σκοπό της επινόησης, την υποκατάσταση των φύλλων ορυκτού μαρμαρυγία, άλλως μίκας, ως μονωτικής ύλης σε διάφορες ηλεκτρολογικές εφαρμογές.
Όταν αυτά συνέβαιναν, πολλές θεωρητικές πλευρές τους ξεπερνούσαν την πνευματική εμβέλεια εμού και των συμμαθητών μου, της Πρώτης Γυμνασίου. Την ίδια στιγμή, όμως, τα βίωνα με πλήρη ενάργεια και μεταξύ πολλών άλλων ψηφίδων του ανανεούμενου ρεπερτορίου της ορατής πραγματικότητας τα συγκέντρωνα στην οπτική μνήμη μου σχεδόν αυτομάτως. Έτσι αποθηκεύτηκαν εκεί πάμπολλα σχέδια τραπεζοκαθισμάτων, συσκευών και λοιπών αντικειμένων εκείνης της δεκαετίας, με κοινό συστατικό τη φορμάικα, όπως επίσης και ένα πλούσιο δειγματολόγιο αποχρώσεων και γραμμώσεων, διαστίξεων κ.τ.λ., σαν εκείνα από πολλά και ποικίλα μικρά τεμάχια περασμένα σε αλυσιδάκι μεταλλικών επιχρωμιωμένων σφαιριδίων, που φυλλομετρούνταν με ενδιαφέρον από τους πελάτες των καταστημάτων επίπλων στο Κέντρο και τις γειτονιές της πόλης μας.
Ήταν ακόμα η εποχή των μικρών βιοτεχνιών και εργαστηρίων, όπου αναρίθμητοι επαγγελματίες ξυλουργοί, άριστοι επιπλοποιοί, εφαρμοστές, σκαλιστές, συγκολλητές, ταπετσέρηδες και λουστραδόροι μετέτρεπαν την πρώτη ύλη σε κερκυραϊκού, δανέζικου, γαλλικού, αμερικανικού ή άλλου στυλ «σαλόνια», «σαλοτραπεζαρίες», ντουλάπες, κομοδίνα, σιφονιέρες, σκρίνια, έπιπλα γραφείου, σεκρετέρ, φωριαμούς με πορτάκια ή ρολ τοπ, ιματιοθήκες, εντοιχιζόμενες ντουλάπες, πάγκους και έπιπλα κουζίνας, ελαφρά χωρίσματα δωματίων, κινητά, ή μόνιμα, με τζαμαρίες ή με ταμπλάδες και πολλά άλλα συναφή. Ο εξοπλισμός περιείχε απέραντη γκάμα εξειδικευμένων εργαλείων όλων των εποχών, από τα απλά της αρχαίας Αιγύπτου ή της Ρώμης, σκαρπέλα, ματσόλες, ροκάνια, σφικτήρες κ.ά. έως τις βαριές μηχανές του 20ού αιώνα, ηλεκτρικές πριονοκορδέλες, ξεχοντριστήρες, σβούρες, δίσκους, μύλους, τόρνους κ.ά. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένα τα μοντέλα, εννοείται σε φυσικό μέγεθος, ξύλινα ξεγυριστά για πόδια και «σκελετά» ή από χαρτόνι με ακριβώς κομμένα περιγράμματα και με αναγεγραμμένες τις οδηγίες, τις γραμμές αναφοράς ή άλλες απαραίτητες σημειώσεις. Κάποια στιγμή στις ειδικότητες είχαν προστεθεί οι λακαδόροι και ντουκαδόροι, και στον εξοπλισμό οι τρόμπες τα κομπρεσέρ, τα «πιστόλια» κ.ά. Οι χειριστές όλων αυτών, άξιοι επαγγελματίες και δημιουργοί αυτής της μακρινής προ-ΙΚΕΑ εποχής, όπως άλλωστε και οι πελάτες τους, ήταν κατά μέσον όρο δέκα τουλάχιστον πόντους και τριάντα περίπου κιλά μικρότεροι το σώμα από τους σημερινούς, κατανάλωναν πολύ λιγότερη τροφή, ιδίως κρέας, διέθεταν ασυγκρίτως μεγαλύτερη αντοχή, υπομονή και επαγγελματική κατάρτιση, συντηρούσαν, εκτός από τον εαυτό τους, πολύ περισσότερα μέλη οικογενείας, ωρίμαζαν και ανελάμβαναν ευθύνες σε πολύ μικρότερη ηλικία, άκουγαν ραδιόφωνο και είχαν πολύ λίγο χρόνο για το είδος συζητήσεων με το οποίο οι σημερινοί σπαταλάνε τη μισή ζωή τους, χωρίς τύψεις, μιας και τα θέματά τους είναι τόσο σημαντικά: πολιτικά, κοινωνικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά, ή αισθητικά και θεωρητικοκαλλιτεχνικά. Εκείνοι ήταν απλώς τεχνίτες, όμως, θα έλεγα, με ταυ κεφαλαίο.
Με την εισβολή της φορμάικας έγιναν πολύ γοργά οι αναγκαίες προσαρμογές. Οι πρέσες με ηλεκτροθέρμανση τελειοποιήθηκαν και άλλες αναπτύχθηκαν για την μόρφωση κυρτών ή πολύ συχνότερα κοίλων λεπτών αντικολλητών ξυλόφυλλων με επένδυση φορμάικας, κυρίως για εδραία και ραχιαία μέρη καθισμάτων.
Πολύ σύντομα, το νέο είδος καθίσματος, αλλά με ισχυρότερα φύλλα φορμάικας, εισέβαλε στα λεωφορεία και τα παλιά τρόλεϊ της πόλης μας, όπως και σε τόσα άλλα αλλού. Ειδικές βίδες με δύο μικρές οπές στο πλατύτατο κεφάλι συγκρατούσαν στερεά όλες αυτές της φορμάικες πάνω σε απλούς επινικελωμένους σωλήνες με κυρτά ταπωμένα πέρατα, μέσα στα ανανεωμένα βαριά κίτρινα ηλεκτρικά λεωφορεία της ιταλικής Lancia, που όταν ήταν άδεια, δηλαδή κατά τις προχωρημένες βραδινές ώρες, μπορούσαν να δείχνουν τις ικανότητές τους για γρήγορες επιταχύνσεις και πολύ τρέξιμο στις ανηφόρες του Παγκρατίου και της Κυψέλης.
Παρά τα όποια σταθερά μηχανικά χαρακτηριστικά αυτού του τρόπου κίνησης των τρόλεϊ, ή βαγονιών, όπως τα έλεγαν οι οδηγοί τους, επειδή αυτά ήταν οι άμεσοι απόγονοι των τραμ, πολλά ουσιώδη στοιχεία του διέφεραν από ημέρα σε ημέρα, ακόμη και από ώρα σε ώρα στην ίδια διαδρομή, πόσω μάλλον από χειμώνα σε καλοκαίρι. Βρεγμένη κρύα άσφαλτος πάντοτε με χοντρές και σκληρές καμπούρες εναλλασσόμενες με λακκούβες, ή σχεδόν καυτή και εύπλαστη ασφαλτόμαζα, συνεχώς μεταμορφούμενη υπό το βάρος των βαγονιών, ιδίως στα φρεναρίσματα και τα απότομα ξεκινήματα, οπωσδήποτε στις στάσεις, τις θέσεις συμβολής των εναέριων ηλεκτραγωγών και στις στροφές, όπου τα φαινόμενα μάλαξης και έκθλιψης του ζεστού ασφαλτοτάπητα έβαιναν μαζί με ένα άλλο, καλά ορατό απ’ έξω και ανησυχητικά αισθητό από μέσα: το εγκάρσιο γλίστρημα (εν είδει πατινάζ) του βαγονιού, ιδίως όταν αυτό ήταν τριαξονικό. Ας προστεθούν ακόμη τα ζουλιγμένα κράσπεδα των πεζοδρομίων στις γωνίες κλειστής στροφής, τα ανεπαρκώς συμπιεσμένα μπαζώματα ορυγμάτων υπόγειων αγωγών και φρεατίων, τα στραβοκαθισμένα μαντεμένια στόμια και τα πάσης φύσεως ασφαλτικά μπαλώματα.
Τα βαγόνια, βαρύτατα και πολύ γερά, συντελούσαν στη συνεχή παραμόρφωση του δρόμου και εξίσου τα ίδια υπέφεραν από αυτήν. Λικνιζόμενα ζωηρά αναδεύανε τους επιβάτες λες και τους κοσκίνιζαν. Οι όρθιοι πάλευαν να κρατηθούν από τις χειρολαβές και οι καθήμενοι πρόσεχαν να μη γλιστράνε πάνω στη λεία φορμάικα των παλλόμενων καθισμάτων, ή να μη τους δαγκώνει το απότομα μεταβαλλόμενο διάκενο αυτών. Όταν πάλι οι επιβάτες λιγόστευαν πολύ, κατά τις, όπως είπαμε, προχωρημένες βραδινές ώρες, οπότε η κίνηση των βαγονιών ήταν ενίοτε σχεδόν ξέφρενη, την παράσταση έκλεβε ο κραδασμός των άψυχων μερών. Τζάμια, μεταλλικά τοιχώματα, στύλοι και σωλήνες χειρολαβών, καπάκια υποδαπέδιων μηχανισμών, και βεβαίως λεπτά τοιχώματα και καθίσματα με επένδυση φορμάικας.
Κοινό ηχητικό φόντο σε όλες τις περιπτώσεις ήταν η παλμική και ηχητική διέγερση των λεπτών σκεπασμένων με φορμάικα εσωτερικών τοιχωμάτων και καθισμάτων. Όλα αυτά κάθε τόσο έφθαναν σε κατάσταση συντονισμού, και ο απλός αόρατος παλμός τους καταντούσε πλατιά ξέφρενη ταλάντωση ορατή από μακριά, που έμοιαζε ικανή να τα ξεκολλήσει απ’ τη θέση τους.
Το πανδαιμόνιο της φορμάικας είναι ακόμη μια από τις παλιότερες ζωηρές αναμνήσεις μου. Πίστευα πάντοτε ότι ήταν αξεπέραστο, όμως, όπως φαίνεται ο συναγωνισμός είναι πολύ μεγάλος και δύσκολα γίνεται κανείς πρωταθλητής. Αρκεί μόνο να λεχθεί ότι τα αντίστοιχα οχήματα της Νάπολης, όταν περνούσαν από τους λίαν στραβούς, στρωμένους με γρανιτοκυβόλιθους ή βασαλτόπετρες κεντρικούς δρόμους του ιστορικού κέντρου της, πολύ συχνά κατάφερναν να ξεπερνούν της επιδόσεις των αθηναϊκών τρόλεϊ.
Θυμάμαι πως ένα από αυτά, κινούμενα γοργά με συνεχείς αναπηδήσεις στο τότε ανώμαλο λιθόστρωτο της Via Agostino Depretis, άφηνε πίσω του σύννεφα σκόνης φουσκωμένα με πάταγο τροχών και ρυπαρά υγρά ξεφυσήματα των συνταρασσόμενων κυβόλιθων. Οι κραδασμοί του ήταν αρκετοί για να κάμψουν υγιή άτομα και να αχρηστέψουν πάσχοντες από ισχιαλγία, γαστρίτιδα ή ημικρανίες.
Αλλά γιατί ξαφνικά αυτή η ανάμειξη της Ιταλίας στα δικά μας και μάλιστα σε τούτες τις περί φορμάικας σελίδες; …επειδή με προσελκύουν τα θέλγητρά της και επειδή η εγγύτητά της πάντοτε με βοηθούσε να την επισκέπτομαι …όπως άλλωστε ευνοούσε και την εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων ιταλικής φορμάικας στην Ελλάδα.
Τα φύλλα φορμάικας, με πάχος οκτώ δεκάτων του χιλιοστού, παράγονται σε διάφορες διαστάσεις, ενίοτε άτυπες για ειδικές εφαρμογές, συνηθέστερα όμως τυποποιημένες, από δύο κόμμα πενήντα επί ένα κόμμα είκοσι πέντε έως τρία κόμμα εξήντα έξι επί ένα κόμμα ογδόντα τρία. Πολύ συχνά έρχονται με τις διαστάσεις δύο κόμμα ογδόντα επί ένα κόμμα τριάντα. Οι τελευταίες συνηθίζονται στην Ιταλία από παλιά. Φανταστείτε, λοιπόν, 6.000 φύλλα αυτού του μεγέθους να παρελαύνουν μπροστά σας, καθ’ οδόν από ένα εργοστάσιο της Λομβαρδίας προς κάποια αποθήκη στην Αθήνα. Εγώ δεν χρειάζεται να το φανταστώ, επειδή το έζησα, μόλις χίλια βήματα από το σπίτι μου, πριν από μισό και πλέον αιώνα.
Μια ημέρα αφόρητου καύσωνα, κατευθυνόμενος προς το Κέντρο με ένα παγωτό χωνάκι στο χέρι, αγορασμένο στο κάτω μέρος της Φωκίωνος Νέγρη, βάδιζα στο δυτικό πεζοδρόμιο της Πατησίων που ήδη είχε κάποια σκιά, ήταν περίπου τρεις η ώρα, και εκτός από τα συνήθη αξιοθέατα, κοίταζα τα προγράμματα των θερινών κινηματογράφων. Ασφαλώς θα στεκόμουν για λίγο μπροστά στο Τριανόν, στη γωνία Πατησίων και Κοδριγκτώνος, για μια ματιά στις πολλά υποσχόμενες κινηματογραφικές αφίσες και τις υπό τον τίτλο Προσεχώς φωτογραφίες σκηνών.
Εκείνη την ώρα, η πόλη μας ήταν σχεδόν άδεια και οι λιγοστοί διαβάτες ρύθμιζαν τις κινήσεις τους αντιστρόφως προς τον υδράργυρο. Ένα τρόλεϊ της Γραμμής 3, που μόλις με είχε προσπεράσει με χαρακτηριστικές στριγκιές και κακές οσμές ηλεκτρικών, πλησίαζε ήδη την Κοδριγκτώνος, η οποία είναι σήμερα επιπρόσθετα γνωστή λόγω της εκεί έδρας της Εταιρείας Συγγραφέων, και καθώς αναγκαζόταν από κάποιο εμπόδιο σε αριστερό ελιγμό, μια κεραία του έχανε την επαφή της με το καλώδιο και αναπηδούσε ήδη προς τα υπερκείμενα σύρματα. Από τα τσιρίγματα που μόλις ακούγονταν μάντευα αντίστοιχους σπινθήρες που δικαιολογημένα δεν φαίνονταν στον ηλιόλουστο κονιορτό. Θυμάμαι ακόμη ότι συχνά ανάλογες περιστάσεις εμπλοκής κάποιου μηχανισμού, συνειρμικά μού έφερναν στη σκέψη τα ελαττώματα των ανοιγόμενων οροφών κάποιων κινηματογράφων, και δη του Τριανόν, που ενίοτε έσταζε, ενώ σε μια καλοκαιρινή παράσταση με ξαφνική βροχή παρέμενε ανοικτή λόγω μηχανικής βλάβης.
Ασυναίσθητα επιτάχυνα το βήμα μου προς το σταματημένο τρόλεϊ, με όλη τη σκέψη συγκεντρωμένη σε ό,τι υπέθετα ήδη ότι θα έβλεπα από κοντά, ήταν δε τόση η συγκέντρωσή μου σε αυτό, ώστε ήδη προσπερνούσα το άνοιγμα της οδού Ιθάκης με πολύ μεγάλα βήματα, χωρίς καν να κοιτάζω δεξιά, μιας και φευγαλέα στην άκρη της, η περιφερειακή μου όραση έπιανε μόνο ένα αργοκινούμενο φορτηγό, σαράντα μέτρα μακριά. Καθώς όμως η Ιθάκης είναι σε αυτό το μέρος μόνον ελαφρά ανηφορική, η βραδύτητα του φορτηγού δεν έφευγε από τη σκέψη μου, ενώ τα βήματά μου κόνταιναν την απόσταση της οδού Πιπίνου.
Αλλά, αν και, όπως είχα προλάβει να δω, κάποια αυτοκίνητα παρκαρισμένα στη μια πλευρά της οδού Ιθάκης ελάττωναν το χρήσιμο πλάτος της, η βραδύτητα του φορτηγού ήταν ακόμη και έτσι ανεξήγητη. Τότε λοιπόν, χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, μετά από στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και τριάντα μεγάλα βήματα, βρισκόμουν πάλι στη διασταύρωση που μόλις είχα προσπεράσει και άρχιζα να συνειδητοποιώ το νέο αξιοθέατο: βλέποντας φάτσα το φορτηγό, το υποκάτω κενό ήταν πιο αφώτιστο απ’ ό,τι περίμενα… μα, μα φυσικά! …το φορτηγό πρέπει να έσερνε πίσω του μια καρότσα, ασφαλώς πολύ φορτωμένη. Η πρώτη αυτή εκτίμηση επιβεβαιώθηκε στο επόμενο δευτερόλεπτο καθώς ήδη πλησίαζα με ζωηρή περιέργεια κινούμενος διακριτικά βιαστικά στο δεξιό πεζοδρόμιο της οδού Ιθάκης.