Φορμάικα

Η δεκαετία του ’60 εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο ιστορικών αναδρομών, πολιτικών αναλύσεων, κοινωνιολογικών μελετών, καλλιτεχνικών αποτιμήσεων, ηθικολογικών συγκρίσεων, αλλά και ποικίλων αναπολήσεων, ιδίως για όσους την έζησαν, ενώ ουκ ολίγοι είναι εκείνοι για τους οποίους η σπουδαία αυτή δεκαετία αποτελεί απέραντο πεδίο έμπνευσης, εξιδανίκευσης και θαυμασμού.

Τότε ακριβώς κορυφωνόταν η σύγκρουση δύο υπερδυνάμεων που περισσότερο από ποτέ μονοπωλούσαν την παγκόσμια επιρροή σε κάθε τι. Τα οπλικά τους συστήματα, μετρημένα σε μεγατόνους και σε πολλαπλάσια της ταχύτητας του ήχου, προκαλούσαν ταυτόχρονα δέος και τρόμο, τα διαστημικά τους προγράμματα γεννούσαν άδολο θαυμασμό και ονειροπόληση, τα καλλιτεχνικά τους επιτεύγματα ζωηρή επιθυμία μίμησης, ενώ τα ευρείας χρήσεως προϊόντα της μιας εξ αυτών ενέπνεαν έντονο πόθο απόκτησης. Μια ορισμένη κατηγορία προϊόντων είχε ως κύριο γνώρισμα τη γνωστή σε όλους φορμάικα (η επίσημη ονομασία της ήταν High Pressure Laminate).

Βιομηχανικό επίτευγμα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, με δύσκολη διαδικασία παραγωγής και αρχικά περιορισμένη χρήση, το νέο αυτό υλικό έλαβε την τωρινή μορφή του στα τέλη της δεκαετίας του ’50, και χωρίς άλλη καθυστέρηση, παρά την εναντίωση των οπαδών της ποιότητας των παλιών καλών φυσικών ξύλων, επιβλήθηκε ως η νέα επιφάνεια των επίπλων και των πάγκων της κουζίνας, ή των σχολικών θρανίων και των φωριαμών των εργαστηρίων. Ποιος δεν θυμάται το πέρασμα από τα παλιά ταλαιπωρημένα ξύλινα μαθητικά γραφειάκια με θρανίο, σε εκείνα με τη σκληρή λεία πράσινη φορμάικα, την πλαισιωμένη με πηχάκι οξιάς; Γι’ αυτό το πέρασμα πρέπει να απαιτήθηκαν περίπου 60.000 τετραγωνικά μέτρα φορμάικας.

Σε εκείνη την ήδη προχωρημένη φάση, η αποδοκιμασία κατά του νέου υλικού ήταν ακόμα έντονη, όμως πολύ περισσότερο μετρούσε η θερμή υποδοχή του από τις νοικοκυρές, που πάντοτε υπερψήφιζαν κάθε καινοτομία κατάλληλη να ελαφρύνει τις οικιακές τους φροντίδες. Γι’ αυτές, το νέο υλικό, απίστευτα ανθεκτικό και ευκολοσυντήρητο, ήταν μαζί με τη μορφική και χρωματική ποικιλία των εφαρμογών του ένας αληθινός σταθμός της προόδου, έστω και αν η ανακύκλωσή του ήταν ακόμη δύσκολη. Εκτός αυτού, στα ελληνικά αυτιά το όνομά του ακουγόταν ευχάριστα σαν ιταλικό και θηλυκό, ας πούμε forma και κάτι, ενώ στην πραγματικότητα η εμπορικής χρήσης αγγλοσαξονική παραγωγή του από τις λέξεις for και mica απλώς ανταποκρινόταν στον αρχικό σκοπό της επινόησης, την υποκατάσταση των φύλλων ορυκτού μαρμαρυγία, άλλως μίκας, ως μονωτικής ύλης σε διάφορες ηλεκτρολογικές εφαρμογές.

Όταν αυτά συνέβαιναν, πολλές θεωρητικές πλευρές τους ξεπερνούσαν την πνευματική εμβέλεια εμού και των συμμαθητών μου, της Πρώτης Γυμνασίου. Την ίδια στιγμή, όμως, τα βίωνα με πλήρη ενάργεια και μεταξύ πολλών άλλων ψηφίδων του ανανεούμενου ρεπερτορίου της ορατής πραγματικότητας τα συγκέντρωνα στην οπτική μνήμη μου σχεδόν αυτομάτως. Έτσι αποθηκεύτηκαν εκεί πάμπολλα σχέδια τραπεζοκαθισμάτων, συσκευών και λοιπών αντικειμένων εκείνης της δεκαετίας, με κοινό συστατικό τη φορμάικα, όπως επίσης και ένα πλούσιο δειγματολόγιο αποχρώσεων και γραμμώσεων, διαστίξεων κ.τ.λ., σαν εκείνα από πολλά και ποικίλα μικρά τεμάχια περασμένα σε αλυσιδάκι μεταλλικών επιχρωμιωμένων σφαιριδίων, που φυλλομετρούνταν με ενδιαφέρον από τους πελάτες των καταστημάτων επίπλων στο Κέντρο και τις γειτονιές της πόλης μας.

 Ήταν ακόμα η εποχή των μικρών βιοτεχνιών και εργαστηρίων, όπου αναρίθμητοι επαγγελματίες ξυλουργοί, άριστοι επιπλοποιοί, εφαρμοστές, σκαλιστές, συγκολλητές, ταπετσέρηδες και λουστραδόροι μετέτρεπαν την πρώτη ύλη σε κερκυραϊκού, δανέζικου, γαλλικού, αμερικανικού ή άλλου στυλ «σαλόνια», «σαλοτραπεζαρίες», ντουλάπες, κομοδίνα, σιφονιέρες, σκρίνια, έπιπλα γραφείου, σεκρετέρ, φωριαμούς με πορτάκια ή ρολ τοπ, ιματιοθήκες, εντοιχιζόμενες ντουλάπες, πάγκους και έπιπλα κουζίνας, ελαφρά χωρίσματα δωματίων, κινητά, ή μόνιμα, με τζαμαρίες ή με ταμπλάδες και πολλά άλλα συναφή. Ο εξοπλισμός περιείχε απέραντη γκάμα εξειδικευμένων εργαλείων όλων των εποχών, από τα απλά της αρχαίας Αιγύπτου ή της Ρώμης, σκαρπέλα, ματσόλες, ροκάνια, σφικτήρες κ.ά. έως τις βαριές μηχανές του 20ού αιώνα, ηλεκτρικές πριονοκορδέλες, ξεχοντριστήρες, σβούρες, δίσκους, μύλους, τόρνους κ.ά. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένα τα μοντέλα, εννοείται σε φυσικό μέγεθος, ξύλινα ξεγυριστά για πόδια και «σκελετά» ή από χαρτόνι με ακριβώς κομμένα περιγράμματα και με αναγεγραμμένες τις οδηγίες, τις γραμμές αναφοράς ή άλλες απαραίτητες σημειώσεις. Κάποια στιγμή στις ειδικότητες είχαν προστεθεί οι λακαδόροι και ντουκαδόροι, και στον εξοπλισμό οι τρόμπες τα κομπρεσέρ, τα «πιστόλια» κ.ά. Οι χειριστές όλων αυτών, άξιοι επαγγελματίες και δημιουργοί αυτής της μακρινής προ-ΙΚΕΑ εποχής, όπως άλλωστε και οι πελάτες τους, ήταν κατά μέσον όρο δέκα τουλάχιστον πόντους και τριάντα περίπου κιλά μικρότεροι το σώμα από τους σημερινούς, κατανάλωναν πολύ λιγότερη τροφή, ιδίως κρέας, διέθεταν ασυγκρίτως μεγαλύτερη αντοχή, υπομονή και επαγγελματική κατάρτιση, συντηρούσαν, εκτός από τον εαυτό τους, πολύ περισσότερα μέλη οικογενείας, ωρίμαζαν και ανελάμβαναν ευθύνες σε πολύ μικρότερη ηλικία, άκουγαν ραδιόφωνο και είχαν πολύ λίγο χρόνο για το είδος συζητήσεων με το οποίο οι σημερινοί σπαταλάνε τη μισή ζωή τους, χωρίς τύψεις, μιας και τα θέματά τους είναι τόσο σημαντικά: πολιτικά, κοινωνικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά, ή αισθητικά και θεωρητικοκαλλιτεχνικά. Εκείνοι ήταν απλώς τεχνίτες, όμως, θα έλεγα, με ταυ κεφαλαίο.

Με την εισβολή της φορμάικας έγιναν πολύ γοργά οι αναγκαίες προσαρμογές. Οι πρέσες με ηλεκτροθέρμανση τελειοποιήθηκαν και άλλες αναπτύχθηκαν για την μόρφωση κυρτών ή πολύ συχνότερα κοίλων λεπτών αντικολλητών ξυλόφυλλων με επένδυση φορμάικας, κυρίως για εδραία και ραχιαία μέρη καθισμάτων.

Πολύ σύντομα, το νέο είδος καθίσματος, αλλά με ισχυρότερα φύλλα φορμάικας, εισέβαλε στα λεωφορεία και τα παλιά τρόλεϊ της πόλης μας, όπως και σε τόσα άλλα αλλού. Ειδικές βίδες με δύο μικρές οπές στο πλατύτατο κεφάλι συγκρατούσαν στερεά όλες αυτές της φορμάικες πάνω σε απλούς επινικελωμένους σωλήνες με κυρτά ταπωμένα πέρατα, μέσα στα ανανεωμένα βαριά κίτρινα ηλεκτρικά λεωφορεία της ιταλικής Lancia, που όταν ήταν άδεια, δηλαδή κατά τις προχωρημένες βραδινές ώρες, μπορούσαν να δείχνουν τις ικανότητές τους για γρήγορες επιταχύνσεις και πολύ τρέξιμο στις ανηφόρες του Παγκρατίου και της Κυψέλης.

Παρά τα όποια σταθερά μηχανικά χαρακτηριστικά αυτού του τρόπου κίνησης των τρόλεϊ, ή βαγονιών, όπως τα έλεγαν οι οδηγοί τους, επειδή αυτά ήταν οι άμεσοι απόγονοι των τραμ, πολλά ουσιώδη στοιχεία του διέφεραν από ημέρα σε ημέρα, ακόμη και από ώρα σε ώρα στην ίδια διαδρομή, πόσω μάλλον από χειμώνα σε καλοκαίρι. Βρεγμένη κρύα άσφαλτος πάντοτε με χοντρές και σκληρές καμπούρες εναλλασσόμενες με λακκούβες, ή σχεδόν καυτή και εύπλαστη ασφαλτόμαζα, συνεχώς μεταμορφούμενη υπό το βάρος των βαγονιών, ιδίως στα φρεναρίσματα και τα απότομα ξεκινήματα, οπωσδήποτε στις στάσεις, τις θέσεις συμβολής των εναέριων ηλεκτραγωγών και στις στροφές, όπου τα φαινόμενα μάλαξης και έκθλιψης του ζεστού ασφαλτοτάπητα έβαιναν μαζί με ένα άλλο, καλά ορατό απ’ έξω και ανησυχητικά αισθητό από μέσα: το εγκάρσιο γλίστρημα (εν είδει πατινάζ) του βαγονιού, ιδίως όταν αυτό ήταν τριαξονικό. Ας προστεθούν ακόμη τα ζουλιγμένα κράσπεδα των πεζοδρομίων στις γωνίες κλειστής στροφής, τα ανεπαρκώς συμπιεσμένα μπαζώματα ορυγμάτων υπόγειων αγωγών και φρεατίων, τα στραβοκαθισμένα μαντεμένια στόμια και τα πάσης φύσεως ασφαλτικά μπαλώματα.

Τα βαγόνια, βαρύτατα και πολύ γερά, συντελούσαν στη συνεχή παραμόρφωση του δρόμου και εξίσου τα ίδια υπέφεραν από αυτήν. Λικνιζόμενα ζωηρά αναδεύανε τους επιβάτες λες και τους κοσκίνιζαν. Οι όρθιοι πάλευαν να κρατηθούν από τις χειρολαβές και οι καθήμενοι πρόσεχαν να μη γλιστράνε πάνω στη λεία φορμάικα των παλλόμενων καθισμάτων, ή να μη τους δαγκώνει το απότομα μεταβαλλόμενο διάκενο αυτών. Όταν πάλι οι επιβάτες λιγόστευαν πολύ, κατά τις, όπως είπαμε, προχωρημένες βραδινές ώρες, οπότε η κίνηση των βαγονιών ήταν ενίοτε σχεδόν ξέφρενη, την παράσταση έκλεβε ο κραδασμός των άψυχων μερών. Τζάμια, μεταλλικά τοιχώματα, στύλοι και σωλήνες χειρολαβών, καπάκια υποδαπέδιων μηχανισμών, και βεβαίως λεπτά τοιχώματα και καθίσματα με επένδυση φορμάικας.

Κοινό ηχητικό φόντο σε όλες τις περιπτώσεις ήταν η παλμική και ηχητική διέγερση των λεπτών σκεπασμένων με φορμάικα εσωτερικών τοιχωμάτων και καθισμάτων. Όλα αυτά κάθε τόσο έφθαναν σε κατάσταση συντονισμού, και ο απλός αόρατος παλμός τους καταντούσε πλατιά ξέφρενη ταλάντωση ορατή από μακριά, που έμοιαζε ικανή να τα ξεκολλήσει απ’ τη θέση τους.

Το πανδαιμόνιο της φορμάικας είναι ακόμη μια από τις παλιότερες ζωηρές αναμνήσεις μου. Πίστευα πάντοτε ότι ήταν αξεπέραστο, όμως, όπως φαίνεται ο συναγωνισμός είναι πολύ μεγάλος και δύσκολα γίνεται κανείς πρωταθλητής. Αρκεί μόνο να λεχθεί ότι τα αντίστοιχα οχήματα της Νάπολης, όταν περνούσαν από τους λίαν στραβούς, στρωμένους με γρανιτοκυβόλιθους ή βασαλτόπετρες κεντρικούς δρόμους του ιστορικού κέντρου της, πολύ συχνά κατάφερναν να ξεπερνούν της επιδόσεις των αθηναϊκών τρόλεϊ.

Θυμάμαι πως ένα από αυτά, κινούμενα γοργά με συνεχείς αναπηδήσεις στο τότε ανώμαλο λιθόστρωτο της Via Agostino Depretis, άφηνε πίσω του σύννεφα σκόνης φουσκωμένα με πάταγο τροχών και ρυπαρά υγρά ξεφυσήματα των συνταρασσόμενων κυβόλιθων. Οι κραδασμοί του ήταν αρκετοί για να κάμψουν υγιή άτομα και να αχρηστέψουν πάσχοντες από ισχιαλγία, γαστρίτιδα ή ημικρανίες.

Αλλά γιατί ξαφνικά αυτή η ανάμειξη της Ιταλίας στα δικά μας και μάλιστα σε τούτες τις περί φορμάικας σελίδες; …επειδή με προσελκύουν τα θέλγητρά της και επειδή η εγγύτητά της πάντοτε με βοηθούσε να την επισκέπτομαι …όπως άλλωστε ευνοούσε και την εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων ιταλικής φορμάικας στην Ελλάδα.

Τα φύλλα φορμάικας, με πάχος οκτώ δεκάτων του χιλιοστού, παράγονται σε διάφορες διαστάσεις, ενίοτε άτυπες για ειδικές εφαρμογές, συνηθέστερα όμως τυποποιημένες, από δύο κόμμα πενήντα επί ένα κόμμα είκοσι πέντε έως τρία κόμμα εξήντα έξι επί ένα κόμμα ογδόντα τρία. Πολύ συχνά έρχονται με τις διαστάσεις δύο κόμμα ογδόντα επί ένα κόμμα τριάντα. Οι τελευταίες συνηθίζονται στην Ιταλία από παλιά. Φανταστείτε, λοιπόν, 6.000 φύλλα αυτού του μεγέθους να παρελαύνουν μπροστά σας, καθ’ οδόν από ένα εργοστάσιο της Λομβαρδίας προς κάποια αποθήκη στην Αθήνα. Εγώ δεν χρειάζεται να το φανταστώ, επειδή το έζησα, μόλις χίλια βήματα από το σπίτι μου, πριν από μισό και πλέον αιώνα.

Μια ημέρα αφόρητου καύσωνα, κατευθυνόμενος προς το Κέντρο με ένα παγωτό χωνάκι στο χέρι, αγορασμένο στο κάτω μέρος της Φωκίωνος Νέγρη, βάδιζα στο δυτικό πεζοδρόμιο της Πατησίων που ήδη είχε κάποια σκιά, ήταν περίπου τρεις η ώρα, και εκτός από τα συνήθη αξιοθέατα, κοίταζα τα προγράμματα των θερινών κινηματογράφων. Ασφαλώς θα στεκόμουν για λίγο μπροστά στο Τριανόν, στη γωνία Πατησίων και Κοδριγκτώνος, για μια ματιά στις πολλά υποσχόμενες κινηματογραφικές αφίσες και τις υπό τον τίτλο Προσεχώς φωτογραφίες σκηνών.

Εκείνη την ώρα, η πόλη μας ήταν σχεδόν άδεια και οι λιγοστοί διαβάτες ρύθμιζαν τις κινήσεις τους αντιστρόφως προς τον υδράργυρο. Ένα τρόλεϊ της Γραμμής 3, που μόλις με είχε προσπεράσει με χαρακτηριστικές στριγκιές και κακές οσμές ηλεκτρικών, πλησίαζε ήδη την Κοδριγκτώνος, η οποία είναι σήμερα επιπρόσθετα γνωστή λόγω της εκεί έδρας της Εταιρείας Συγγραφέων, και καθώς αναγκαζόταν από κάποιο εμπόδιο σε αριστερό ελιγμό, μια κεραία του έχανε την επαφή της με το καλώδιο και αναπηδούσε ήδη προς τα υπερκείμενα σύρματα. Από τα τσιρίγματα που μόλις ακούγονταν μάντευα αντίστοιχους σπινθήρες που δικαιολογημένα δεν φαίνονταν στον ηλιόλουστο κονιορτό. Θυμάμαι ακόμη ότι συχνά ανάλογες περιστάσεις εμπλοκής κάποιου μηχανισμού, συνειρμικά μού έφερναν στη σκέψη τα ελαττώματα των ανοιγόμενων οροφών κάποιων κινηματογράφων, και δη του Τριανόν, που ενίοτε έσταζε, ενώ σε μια καλοκαιρινή παράσταση με ξαφνική βροχή παρέμενε ανοικτή λόγω μηχανικής βλάβης.

Ασυναίσθητα επιτάχυνα το βήμα μου προς το σταματημένο τρόλεϊ, με όλη τη σκέψη συγκεντρωμένη σε ό,τι υπέθετα ήδη ότι θα έβλεπα από κοντά, ήταν δε τόση η συγκέντρωσή μου σε αυτό, ώστε ήδη προσπερνούσα το άνοιγμα της οδού Ιθάκης με πολύ μεγάλα βήματα, χωρίς καν να κοιτάζω δεξιά, μιας και φευγαλέα στην άκρη της, η περιφερειακή μου όραση έπιανε μόνο ένα αργοκινούμενο φορτηγό, σαράντα μέτρα μακριά. Καθώς όμως η Ιθάκης είναι σε αυτό το μέρος μόνον ελαφρά ανηφορική, η βραδύτητα του φορτηγού δεν έφευγε από τη σκέψη μου, ενώ τα βήματά μου κόνταιναν την απόσταση της οδού Πιπίνου.

Αλλά, αν και, όπως είχα προλάβει να δω, κάποια αυτοκίνητα παρκαρισμένα στη μια πλευρά της οδού Ιθάκης ελάττωναν το χρήσιμο πλάτος της, η βραδύτητα του φορτηγού ήταν ακόμη και έτσι ανεξήγητη. Τότε λοιπόν, χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, μετά από στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και τριάντα μεγάλα βήματα, βρισκόμουν πάλι στη διασταύρωση που μόλις είχα προσπεράσει και άρχιζα να συνειδητοποιώ το νέο αξιοθέατο: βλέποντας φάτσα το φορτηγό, το υποκάτω κενό ήταν πιο αφώτιστο απ’ ό,τι περίμενα… μα, μα φυσικά! …το φορτηγό πρέπει να έσερνε πίσω του μια καρότσα, ασφαλώς πολύ φορτωμένη. Η πρώτη αυτή εκτίμηση επιβεβαιώθηκε στο επόμενο δευτερόλεπτο καθώς ήδη πλησίαζα με ζωηρή περιέργεια κινούμενος διακριτικά βιαστικά στο δεξιό πεζοδρόμιο της οδού Ιθάκης.

Οι χειριστές όλων αυτών, άξιοι επαγγελματίες και δημιουργοί αυτής της μακρινής προ-ΙΚΕΑ εποχής, όπως άλλωστε και οι πελάτες τους, ήταν κατά μέσον όρο δέκα τουλάχιστον πόντους και τριάντα περίπου κιλά μικρότεροι το σώμα από τους σημερινούς, κατανάλωναν πολύ λιγότερη τροφή, ιδίως κρέας, διέθεταν ασυγκρίτως μεγαλύτερη αντοχή, υπομονή και επαγγελματική κατάρτιση, συντηρούσαν, εκτός από τον εαυτό τους, πολύ περισσότερα μέλη οικογενείας, ωρίμαζαν και ανελάμβαναν ευθύνες σε πολύ μικρότερη ηλικία, άκουγαν ραδιόφωνο και είχαν πολύ λίγο χρόνο για το είδος συζητήσεων με το οποίο οι σημερινοί σπαταλάνε τη μισή ζωή τους, χωρίς τύψεις, μιας και τα θέματά τους είναι τόσο σημαντικά: πολιτικά, κοινωνικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά, ή αισθητικά και θεωρητικοκαλλιτεχνικά. Εκείνοι ήταν απλώς τεχνίτες, όμως, θα έλεγα, με ταυ κεφαλαίο.


Αμέσως λοιπόν, αρχίζοντας από τον οδηγό, το βλέμμα μου χάιδεψε φευγαλέα ένα πλήθος τροχών, αμέσως μετά την καρότσα του φορτηγού, ακολούθως την καρότσα του συρόμενου μέρους και, τελικά, το φορτίο. Χιλιάδες φύλλα φορμάικας σε τέσσερις ίσες ντάνες, δύο στην πρώτη καρότσα και ομοίως δύο στη δεύτερη. Περίπου είκοσι τέσσερις τόνοι! Αλλά γιατί να ανεβαίνει το φορτηγό προς την Πατησίων μέσω της οδού Ιθάκης; … γιατί όχι από κάποια άλλη λιγότερο στενή οδό;

Η σκέψη αυτή δεν δουλεύτηκε περισσότερο, επειδή ξαφνικά ο οδηγός τράβηξε δυνατά χειρόφρενο, άνοιξε την πόρτα του και με μια απροσδόκητη γρηγοράδα κατέβηκε ή μάλλον πήδηξε από το μεγάλο ύψος του πιλοτηρίου του στην άσφαλτο. Με τα σημερινά μέτρα θα τον λέγαμε κοντό και όχι παχύ. Με τα τότε μέτρα ήταν απλώς μέτριος το ύψος, σαφώς γεροδεμένος, χωρίς να έχει περάσει από γυμναστήριο. Όλα αυτά ήταν αμέσως ορατά επειδή ο άνθρωπος ήταν γυμνός, ή μάλλον σχεδόν γυμνός, δεδομένου ότι φορούσε ένα εμφανώς μικρό εφαρμοστό βρακάκι, σε εμπριμέ απομίμηση δοράς αφρικανικής λεοπάρδαλης, που μόλις σκέπαζε την ηβική χώρα και την αντίστοιχη περιμετρική ζώνη του σώματός του, με λάστιχο αρκετά σκληρό, ώστε να εισχωρεί πλέον του αισθητικώς ανεκτού, αναγκάζοντας τα όποια παχάκια να φαίνονται εντονότερα και αδικώντας έτσι το κατά τ’ άλλα γεροδεμένο, όχι πολύ παχουλό σώμα.

Η γύμνια του οδηγού, και μάλιστα συνδυασμένη με το κιτς λεοπαρδαλέ στοιχειώδες κάλυμμά της, θα μπορούσε να είναι δίκαιος λόγος για κάθε επίκριση, μομφή ή επιτίμηση, ή έστω για κάποιο σκώμμα ή εμπαιγμό. Θα μπορούσε σίγουρα να είναι έτσι για οποιαδήποτε στιγμή υπό συνήθεις φυσικές συνθήκες και όρους κοινωνικής αγωγής, ευπρέπειας και αισθητικής. Όχι όμως ειδικά για εκείνη την ημέρα και ώρα με τους σχεδόν σαράντα βαθμούς υπό σκιάν. Ασφαλώς όχι για το συγκεκριμένο σώμα στο οποίο παντού ο ιδρώτας σχημάτιζε ποτάμια. Όχι για εκείνο το πρόσωπο που έμοιαζε απολύτως να περιφρονεί, ή μάλλον να παραμερίζει τα περί ευπρεπείας και δημοσίας αιδούς. Όχι για εκείνον τον ταυρίσιο, αλλά σκαμμένο από τον ήλιο αυχένα, ή για τις φουσκωμένες από την πίεση φλέβες και τους σκληρυμένους στο μεροκάματο τένοντες και κάλους των χεριών, ούτε για εκείνη την επιδερμίδα την τόσο ταλαιπωρημένη, ή την ήδη αραιωμένη ισχνή απεριποίητη και κολλημένη από τον ιδρώτα ασαφώς κοκκινόξανθη κώμη.

Αλλά σαν αυτή η εικόνα να μην ήταν ήδη τελείως πειστική, ερχόταν πίσω της και γύρω της το άμεσο σκηνικό της να μιλήσει γι’ αυτήν. Μέσα από την ανοικτή πόρτα της καμπίνας φαίνονταν καθαρά, κάθε ένα στη θέση του, όλα. Το βαρύ τιμόνι, το ανατομικά και εργονομικά σχεδιασμένο κάθισμα και πίσω του η κουκέτα με την κουρτίνα μισάνοιχτη. Λιγοστά προσωπικά είδη και κυρίως κάμποσες πετσέτες. Μια μεγάλη, απλωμένη σε όλο το κάθισμα, ήδη κάθυγρη και άλλες κρεμασμένες για να στεγνώνουν. Το φορτηγό, όπως και το συρόμενο, πολύ σκονισμένο και καπνιασμένο, αλλά όχι παλιό, κάπως προς το κόκκινο, τριαξονικό Fiat με ιταλικές πινακίδες. Ένα από τα πρώτα με μπροστά πεπλατυσμένη καμπίνα, απολύτως πειστικό για τη δύναμη, τη στερεότητα και την αντοχή του. Το πολύτιμο φορτίο ακριβώς κεντραρισμένο στις δύο καρότσες, τέλεια ασφαλισμένο με αλυσίδες, αυτόματα άγκιστρα, καστάνιες και ξύλινα προστατευτικά παρεμβλήματα, ήταν βέβαιο ότι από το τόσο μακρύ ταξίδι, δεν είχε μετακινηθεί ή τραυματισθεί. Από τις φορμάικες καμιά δεν εξείχε και, επομένως, μόνο από απόσταση ανάγνωσης ψιλών γραμμάτων θα ήταν δυνατή η αναγνώριση είδους και χρώματος. Κάποιοι κωδικοί αριθμοί στα ξύλινα παρεμβλήματα του πανίσχυρου αμπαλάζ ίσως δήλωναν προέλευση και προορισμό, αλλά μιας και δεν μου είχαν φανεί αυτονόητοι και καθώς όλα έδειχναν ότι μόλις άρχιζε η δράση, τους προσπέρασα.

Η πρώτη αυτή φευγαλέα μισού λεπτού παρατήρηση του άμεσου σκηνικού ήταν όντως αποδοτική, ακολούθως όμως η προσοχή μου δεν μπορούσε πια να συγκεντρωθεί παρά μόνον στο πρόσωπο και τις εκδηλώσεις της σκέψης του Ιταλού οδηγού. Ήδη τον έβλεπα να επιθεωρεί στα γρήγορα τον δεκαοκτάμετρο συρμό, αλλά περιέργως πολύ περισσότερο να εξερευνά τα πέριξ. Μα γιατί;

Μόλις τότε άρχισα να εννοώ, και σ’ αυτό ήταν και η απάντηση του πριν ερωτήματος «… γιατί από αυτόν τον στενό δρόμο;»:

Επειδή σε αυτόν τον στενό δρόμο, την οδό Ιθάκης, σε κάποια γειτονιά της πολυδαίδαλης Αθήνας, ήταν το τέλος αυτής της τουλάχιστον διήμερης διαδρομής από κάποια βιομηχανική περιοχή του Ιταλικού Βορρά.

Αλλά ενώ κατέληγα σε αυτό το συμπέρασμα, δεν έβλεπα να υπάρχει στα εκατέρωθεν ακίνητα κάποιο πιθανό σημείο υποδοχής του φορτίου, ας πούμε μαγαζί, αποθήκη ή εργαστήριο. Αλλά και αν ακόμη υπήρχε, ή έστω αν αρκούσε απλώς να αποτεθεί το φορτίο στο πεζοδρόμιο, πώς θα ξεφορτώνονταν χωρίς γερανό τόσες φορμάικες;

Όμως και αυτός ο συλλογισμός μου ήταν ατελής… Γιατί να εκκινώ από την υπόθεση μιας μεγάλης προς μεταφόρτωση ποσότητας; Γιατί να μην είχα εξ αρχής υποθέσει ότι στην οδό Ιθάκης ήταν απλώς μια στάση για την παράδοση ολίγων μόνον φύλλων. Άλλωστε δεν είχα ακόμη δουλέψει την λίαν αβανταδόρικη ιδέα, που ίσως έχει ήδη και ο αναγνώστης, όπου το «…η επιστροφή στην Ιθάκη…» περίπου ισούται με το «…τέρμα διαδρομής η οδός Ιθάκης…».

Προφανώς το μόνο που χρειαζόμουν σε αυτή τη σύγχυση ήταν να μη χάνω τον οδηγό ούτε στιγμή από τα μάτια μου. Ο τρομερός αυτός άνθρωπος, αφού κοίταξε και ξανακοίταξε περισσότερο του δέοντος την αρίθμηση των κατά μήκος της οδού ακινήτων, η οποία, αξίζει να σημειωθεί, αρχίζει από την οδό Κυψέλης και προχωρεί προς την Αχαρνών, ξαφνικά χάθηκε στο μετά τον αριθμό 43 κενό της αριστερής πλευράς της οδού, το οποίο μόλις τότε πρόσεξα, το έκρυβε ο συρμός, και ξαναθυμήθηκα. Ένα μικρό αδιέξοδο δρομάκι μήκους τουλάχιστον εξήντα μέτρων. Τον ακολούθησα, λοιπόν, και εγώ διακριτικά γεμάτος περιέργεια, επειδή ήδη συνειδητοποιούσα, ότι ενώ όντως θυμόμουν την ύπαρξη αυτού του αδιεξόδου, στην πραγματικότητα ουδέποτε το είχα εξερευνήσει.

Τότε, το μόνο που είχα σκεφθεί για τα μικρά δρομάκια που συχνά διαιρούσαν κατά διαφόρους τρόπους τα οικοδομικά τετράγωνα της Κυψέλης και άλλων περιοχών που τύχαινε να γνωρίζω, ήταν ότι αυτά αποτελούσαν μια ευρεσιτεχνία δημιουργίας επιπρόσθετων παρόδιων ιδιοκτησιών. Έναν άλλο σπανιότερο τρόπο για τον ίδιο σκοπό αναγνώριζα στα μεταξύ των προσόψεων κάποιων σπιτιών τυφλά στενάκια προσπέλασης άλλων σπιτιών, μη ορατών από την οδό. Ειδικότερα, όμως, για το αδιέξοδο της οδού Ιθάκης, το μόνο που μπορούσα τότε να πω ήταν μόνον ότι απλώς γνώριζα την ύπαρξή του. Αξίζει, λοιπόν, να προσθέσω τώρα ότι αυτό διακόπτεται λόγω της μεγάλης προς τα πίσω έκτασης του οικοπέδου επί της Γ΄ Σεπτεμβρίου 146, στο οποίο υψώνεται το μνημειώδες Μέγαρο Διομήδους – Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τραπέζης, κτισμένο πριν από ενενήντα τρία χρόνια, σε σχέδια του Ν. Ζουμπουλίδη. Το ακίνητο αυτό, όπως και το τέλος του αδιεξόδου, είναι τελείως παράγωνο, επειδή το παρελθόν του ανάγεται σε έναν πάλαι ποτέ αγρό που έφθανε έως τον δρόμο των Πατησίων, ο οποίος με ελαφρώς τεθλασμένη χάραξη περνούσε κάποτε ανατολικότερα της ομώνυμης νυν λεωφόρου. Σήμερα ό,τι τον θυμίζει, εκτός από έναν χάρτη του 1841 και κάποιους άλλους, είναι κυρίως η οδός Κω, ένα λοξό δρομάκι πλησίον της οδού Ιωάννου Δροσοπούλου, διασταυρούμενο μόνο με την οδό Πιπίνου. Τέτοια και πολλά άλλα ιστορικά συνωστίζονται στις σκέψεις μου για την Κυψέλη και τα πλησιόχωρα μέρη των νεανικών μου αναμνήσεων. Σε αυτές, οι φορμάικες της οδού Ιθάκης κατέχουν πάντοτε μία από τις κεντρικότερες θέσεις. Άκοπα, λοιπόν, ανακαλώ τη συνέχεια αυτής της ιστορίας.

Προχωρώντας στο αδιέξοδο, ο ηλιοκαμένος Ιταλός πολύ σύντομα ανακάλυψε σε αυτό τους αριθμούς που έλειπαν από την αριστερή πλευρά της οδού Ιθάκης. Πίσω του εγώ έβλεπα ό,τι και εκείνος. Σχεδόν στο τέλος του αδιεξόδου, στα αριστερά, ο ημιυπόγειος με πλατιά τζαμωτά παράθυρα χώρος του νέου ακόμη ολιγώροφου κτηρίου, που σήμερα στη θέση του υπάρχει ένα πολύ μεγαλύτερο, ήταν μια αποθήκη υλικών επιπλοποιίας. Εκεί κάτω, λοιπόν, έπρεπε να φθάσει το φορτίο! … με άλλες λέξεις, η αρχική υπόθεσή μου, που σε δύο ή τρία λεπτά είχε υποστεί τόσες αναθεωρήσεις, ήταν εν τέλει ορθή. Η οδός Ιθάκης ήταν πράγματι το τέλος της διαδρομής, ή πιο σωστά η απώτερη και πλέον δυσπροσπέλαστη εσχατιά αυτής, το αδιέξοδο με το ίδιο όνομα, … μια Ιθάκη ακόμη πιο πέρα από την Ιθάκη, θα έλεγα σήμερα.

Η χρήση λέξεων όπως δυσπροσπέλαστη εσχατιά, εννοείται για ένα θηρίο 40 τόνων με δεκαοχτώ ρόδες, αν και εύλογη, δημιουργεί ευθύνη που δεν θα ήθελα να αναλάβω βασιζόμενος μόνο στη μνήμη μου. Την προηγούμενη Τρίτη, λοιπόν, μετά από μια ακόμη μαραθώνια συνεδρίαση του Συμβουλίου, άλλαξα το δρομολόγιό μου για μια σύντομη μεταμεσονύκτια στάση στην οδό Ιθάκης. Εκεί, υπερνικώντας συναισθήματα έντονα και ποικίλα, επιθεώρησα την τωρινή κατάσταση, απόρησα για τη ριζική μεταμόρφωση του μέρους και βεβαιώθηκα ότι η μνήμη μου είχε φυλάξει πολύ καλά τα μεγέθη: το πλάτος της οδού, με τα πεζοδρόμια, είναι δέκα μέτρα, χωρίς τα πεζοδρόμια, μόνο έξι μέτρα και μισό. Το πλάτος του αδιεξόδου, που τώρα είναι πεζόδρομος, είναι μόνον οκτώ μέτρα, από τα οποία εκείνη την εποχή τρία μέτρα ανήκαν στα δύο πεζοδρόμια και δύο μέτρα ήταν πάντοτε κατειλημμένα από κάποια παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Μισή ώρα αργότερα, αντί να πέσω για ύπνο, επιδόθηκα στην επεξεργασία των τεχνικών λεπτομερειών του κατορθώματος του Ιταλού οδηγού. Οικοδομικές γραμμές, κράσπεδα πεζοδρομίων, ακτίνες στροφής κάθε τμήματος του οχήματος χωριστά, τροχιές εκάστου τροχού, όλα, σχεδιασμένα με κάθε λεπτομέρεια, έδειξαν ότι το εγχείρημα οδήγησης του τέρατος μέσα στο αδιέξοδο ήταν πρακτικώς αδύνατον. Αυτό και μόνο δικαιολογεί την προσπάθειά μου να περιγράψω το τέλος της διαδρομής, αρχίζοντας και πάλι από τον ήρωά μου.

Τον θυμάμαι να απορεί και να οργίζεται. Τον θυμάμαι να μετρά με το βλέμμα κάθε τι˙ να πλησιάζει και να δοκιμάζει την κινητότητα κάποιων παρκαρισμένων αυτοκινήτων, να εντοπίζει τις νοητές προεκτάσεις των γραμμών των βασικών όγκων, να μετρά με βήματα νοητά σχήματα σε διάφορες λοξές θέσεις, να κλίνει για λίγο τα μάτια, να τρίβει το μέτωπο, να σφίγγει τις γροθιές, σε έναν κύκλο καρτερίας, έμπνευσης και βούλησης. Ήμουν βέβαιος ότι στο κεφάλι του η μηχανή δούλευε ασταμάτητα, είχα όμως κάποιες απορίες. Ήξερε από πριν ότι έπρεπε να εισέλθει με το φορτηγό μέσα σε ένα τέτοιο αδιέξοδο; Ήξερε καλά πόσο στενός ήταν ο χώρος των δύο δρόμων;

Οικοδομικές γραμμές, κράσπεδα πεζοδρομίων, ακτίνες στροφής κάθε τμήματος του οχήματος χωριστά, τροχιές εκάστου τροχού, όλα, σχεδιασμένα με κάθε λεπτομέρεια, έδειξαν ότι το εγχείρημα οδήγησης του τέρατος μέσα στο αδιέξοδο ήταν πρακτικώς αδύνατον. Αυτό και μόνο δικαιολογεί την προσπάθειά μου να περιγράψω το τέλος της διαδρομής, αρχίζοντας και πάλι από τον ήρωά μου.

Εν πάση περιπτώσει, θυμάμαι ότι κάποια στιγμή μού φάνηκε σαν να ήθελε να εγκαταλείψει και ενώ λογικά έβρισκα την πιθανότητα πολύ δίκαιη, ταυτόχρονα πολύ περισσότερο επιθυμούσα το θέαμα, έστω και με τους κινδύνους που θα το συνόδευαν. Η ιστορία των αθλητικών αγώνων περιέχει κάμποσες περιπτώσεις σοβαρής βλάβης ή και θανάτου κάποιων αγωνιστών. Ακόμη χειρότερα, στην περίπτωση της πυγμαχίας, όπου μεγάλος πρόξενος μιας μοιραίας είναι οι προτροπές και οι απαιτήσεις ενός κοινού διψασμένου για άγριο θέαμα, ανεξαρτήτως κόστους, για τους αγωνιστές ή ακόμη και για το ίδιο. Αλλά ακόμη και απλές χωρίς αντίπαλο υπερπροσπάθειες είχαν ενίοτε μοιραίο τέλος. Ποιος δεν θυμάται τους αδελφούς Κλέοβι και Βίτωνα, ή τον ήρωα της μπαλάντας John Henry.

Μιας και μόλις έγινε λόγος περί κοινού, οφείλω οπωσδήποτε να προσθέσω ότι παρά τον καύσωνα και την για πολλούς δεδομένη προτεραιότητα της siesta στη συγκεκριμένη περιοχή κατοικίας, που ακόμη δεν είχε απωλέσει αυτόν τον βασικό χαρακτήρα της, μερικοί από τους λιγοστούς περαστικούς ανέβαλαν ό,τι άλλο είχαν. Ένας συνταξιούχος κατέβηκε από το σπίτι του, μια νέα που μάλλον επέστρεφε από τη δουλειά είχε βάλει το κλειδί στην πόρτα, αλλά για πολλή ώρα δεν το γύριζε, πίσω από της γρίλιες ενός παραθύρου μισοφαινόταν μια κυρία με ελαχίστη περιβολή, μια άλλη στο μπαλκόνι μάκραινε στο πολλαπλάσιο τον χρόνο απλώματος μιας μικρής μπουγάδας, ενώ τελευταίοι κατά σειράν εμφανίσεως είχαν προστεθεί δύο νέοι άντρες, ο ένας μάλλον εργάτης, και πολύ σύντομα το ετερόκλητο εκείνο πλήθος είχε μεταμορφωθεί σε ομάδα, κατά τρόπον του οποίου η συνταγή είναι αρκετά γνωστή για να απαιτεί ειδική εξήγηση.

Αν δεχθούμε ότι κατά κανόνα η παρουσία κοινού, και δη παρατηρητών, επιδρά στην ικανότητα αυτοσυγκέντρωσης και στη φυσικότητα των εξωτερικών εκδηλώσεων ενός ατόμου που τελεί, ή που νομίζει ότι τελεί υπό παρατήρηση, τότε η συμπεριφορά του Ιταλού οδηγού θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σχεδόν ως εξαίρεση του κανόνα. Τούτο μεγάλωνε τον θαυμασμό μου, αλλά και την αμηχανία κάποιων από το κοινό που ματαίως επεδίωκαν μια διασταύρωση βλεμμάτων ως αναγκαίο μέσον έναρξης κάποιας επικοινωνίας. Σπαράγματα φράσεων που έφθαναν στ’ αυτιά μου ήταν: …πολύ γυμνασμένος, …δεν θα τα καταφέρει, …λες να βαρέσει κανέν’ αυτοκίνητο; …εκείνο το γκρίζο Πεζώ δεν το βλέπω καλά, …διαφωνώ, …ο άνθρωπος είναι πολύ μάστορας, … ναι, αλλά γιατί είναι έτσι ντυμένος, δεν ντρέπεται; … έλα τώρα! … εδώ κανείς δεν τον ξέρει, …μου φαίνεται πολύ λαϊκός τύπος, … και γιατί αυτό να μην αρέσει στις γυναίκες; … κοίτα σώμα!, …ας τα παρατήσει καλύτερα, είναι αδύνατον να… , …μα δεν κατάλαβα, που θέλει να πάει με τη ρυμούλκα; -Μέσα στο αδιέξοδο, …στο βάθος!, πετάχτηκα να πω και αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που μιλούσα, σε πλήρη δηλαδή αντίθεση με τη συνήθη προθυμία μου για συζητήσεις. Είχα, όμως, αποφασίσει να μη χάσω καμιά λεπτομέρεια και αυτό υπαγόρευε προσοχή και σιωπή, την οποία τήρησα και όταν ακόμη δύο ή τρεις από τους σχολιαστές κατέληγαν εμφατικά σε δηλώσεις: … απολύτως αδύνατον!, … ούτε ο Θεός! (γνωστή άλλωστε η οικειότητα κάποιων εξ ημών με τον Θεό, ο οποίος ευλόγως τούς εμπιστεύεται τον τομέα της ενημέρωσης του κοινού επί των προγραμμάτων Του).

Κάποια στιγμή, φάνηκε ότι ο Ιταλός είχε πια ολοκληρώσει το σχέδιο που τόση ώρα δούλευε στο μυαλό του. Οι κινήσεις του ήταν και πάλι συνεχείς και ακριβώς μετρημένες. Με ανακτημένη τη σβελτάδα του ανέβηκε στο πιλοτήριο, ήπιε από ένα θερμός, άνοιξε ένα ντουλαπάκι, κατέβηκε με βραδύτητα που έδειχνε ήρεμη αυτοσυγκέντρωση και ζώστηκε με μια χοντρή πέτσινη ζώνη, από αυτές που συχνά φορούν οι αρσιβαρίστες, ρυθμίζοντας προσεκτικά τη θέση και το σφίξιμο. Ακολούθως φόρεσε γάντια και με αργά βήματα πλησίασε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο που άφηνε μεγάλη απόσταση από το πεζοδρόμιο. Πιάνοντας τον προεξέχοντα σιδερένιο προφυλακτήρα, έτσι ήταν τότε τα αυτοκίνητα, τράβηξε προς τα πάνω πολύ δυνατά, μετά πίεσε με όλο το βάρος του προς τα κάτω, μετά τράβηξε ακόμη πιο δυνατά προς τα πάνω, μετά πάλι πίεσε προς τα κάτω, και πάλι τράβηξε προς τα πάνω, με δύναμη και τέχνη που σε τέτοιες περιπτώσεις εκμεταλλεύεται τα μέγιστα όρια μιας συνεχώς αυξανόμενης ταλάντωσης της ανάρτησης, ώστε να επιτυγχάνεται κάθε φορά ένα εγκάρσιο τράβηγμα, ακριβώς κατά την αποτόνωση της επαφής των τροχών με το έδαφος. Η διαδικασία έφερε το ποθητό αποτέλεσμα και τότε δύο από τους θεατές μπήκαν εθελοντικά στην υπηρεσία του Ιταλού και ένα ακόμη αυτοκίνητο μετατοπίσθηκε επαρκώς. Με άλλους δύο ακόμη, που είχαν μόλις καταφθάσει, έγινε δυνατή η πολύ μεγαλύτερη απομάκρυνση ενός τρίτου από την αρχή του αδιέξοδου, και τότε ο Ιταλός, ευχαριστώντας θερμότατα τους κατάκοπους εθελοντές, τους εξήγησε, με όποια νεύματα και σχήματα μπορούσαν τα χέρια του, ότι άλλες μετακινήσεις αυτοκινήτων δεν θα ήταν αναγκαίες. Εκείνοι δεν φάνηκε να πείθονται για την τεχνική ορθότητα του ισχυρισμού, αλλά μόνον ο Ιταλός είχε την ευθύνη και εκτός αυτού η κούραση των σωμάτων τους συμμαχούσε με τη γνώμη του και όχι με τη δική τους. Αφού, λοιπόν, με διάφορα νεύματα ζήτησε από όλους να απομακρυνθούν και να μην περιφέρονται, ανέβηκε στο πιλοτήριο, άναψε τη μηχανή, έβαλε πρώτη και με τη μικρότερη δυνατή ταχύτητα προχώρησε μερικά μέτρα προς την Πατησίων, ακολούθως άφησε τον συρμό να κινηθεί προς τα πίσω, μόνον με την επήρεια της μικρής κατωφέρειας και του βάρους, και επαναλαμβάνοντας τη διαδικασία μια ακόμη φορά έδωσε στο συρόμενο μια θέση που εκείνος είχε προσδιορίσει πολύ πριν, όταν επεξεργαζόταν τα μετρικά χαρακτηριστικά των δύο δρόμων, των πεζοδρομίων και των παρκαρισμένων σε κάποιες θέσεις αυτοκινήτων.

Ακολούθως, τράβηξε χειρόφρενο, κατέβηκε από το φορτηγό, μέτρησε με το βλέμμα κάθε απόσταση και γωνία απόκλισης σε όλες τις πλευρές του συρόμενου, έκανε μερικά βήματα προς το αδιέξοδο και μετά επέστρεψε στο πιλοτήριο για κάποια εργαλεία. Με αυτά αποσύνδεσε τους αεροσωλήνες των φρένων του συρόμενου από το πίσω μέρος του φορτηγού και με μια βαριοπούλα κτύπησε δυνατά τον πείρο του κοτσαδόρουμ μέχρις ότου αυτός ξεπεράστηκε τελείως και έμεινε να κρέμεται από την αλυσίδα του. Τώρα πλέον τίποτε δεν κρατούσε το συρόμενο στη θέση του, εκτός από τα φρένα του. Για μια ακόμη φορά ο οδηγός ανέβηκε στο πιλοτήριο απλώς για να οδηγήσει το φορτηγό μερικά μέτρα πιο πάνω. Με τους πρώτους πόντους αυτής την κίνησης ο ρυμός είχε ελευθερωθεί και έκλινε προς τα κάτω.

Τότε ο οδηγός ήπιε ακόμη λίγο καφέ από το θερμός, ρύθμισε άλλη μια φορά τη βαριά πέτσινη ζώνη του και προς μεγάλη έκπληξη των πάντων άρχισε να λύνει ελαφρά τα φρένα του συρόμενου, τόσο πολύ, ώστε αυτό να κινείται προς τα κάτω μόνον υπό την επήρεια της κλίσης της οδού. Ταυτόχρονα, με σωματική δύναμη που κανείς δεν θα περίμενε να είναι τόσο μεγάλη, ανάγκαζε τον ρυμό να αλλάζει οριζόντια γωνία και το τεράστιο όχημα μήκους οκτώ μέτρων, πλάτους δυόμισι και μεικτού βάρους είκοσι σχεδόν τόνων, να περνάει σχεδόν ξυστά δίπλα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και με τελείως θαυμαστούς ελιγμούς να εκτελεί την στροφή, εισερχόμενο με το οπίσθιο άκρον του στο αδιέξοδο. Σε αυτήν τη φάση το θέαμα ήταν διπλό. Στη μεγάλη κλίμακα η βραδεία καμπύλη κίνηση του τεράστιου μηχανικού σώματος των είκοσι τόνων, στη μικρότερη κλίμακα οι αμέτρητες μικρές γεμάτες δύναμη κινήσεις όλων των μελών ενός αληθινά μυώδους και ασκημένου σώματος, οδηγημένες από έξοχη αντίληψη συνδυασμένη με θαυμαστό κουράγιο.

Όταν πλέον το βαρύτατο όχημα άρχισε να αποκτά τη νέα του κατεύθυνση, ο οδηγός ελευθέρωσε τελείως τα φρένα για να μπορέσει αυτό να διανύσει κατά το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του αδιεξόδου, μόνο με την απομένουσα κινητική του ενέργεια, δεδομένου ότι στο εξής το έδαφος ήταν τελείως οριζόντιο. Για να το καταφέρει, ο οδηγός άσκησε στον ρυμό πολλές συνεχώς μεταβαλλόμενες εγκάρσιες δυνάμεις, ενώ εξ αρχής τον ωθούσε με όλη τη δύναμη και την τέχνη του στην κατεύθυνση της κίνησης.

Προς μεγάλη έκπληξη των πάντων, το τεράστιο σώμα, ομαλά επιβραδυνόμενο, δεν σταμάτησε, παρά μόνον αφού είχε ήδη διανύσει το πρώτα είκοσι μέτρα της νέας διαδρομής. Απέμενε τώρα στον οδηγό να επιστρέψει στο φορτηγό περπατώντας μια απόσταση πενήντα περίπου βημάτων. Η απόσταση αυτή μου φάνηκε απέραντη, επειδή τώρα δεκάδες μάτια, κυριολεκτικά, κατέτρωγαν τον ήρωα. Η κατάσταση, οικεία στους νικητές του στίβου και των γηπέδων, αλλά και στους θεατές, δεν είναι απλή. Θα μπορούσα να της αφιερώσω αρκετές αράδες, αλλά όχι τώρα.

Αφού ανέβηκε στο φορτηγό, ο οδηγός εκτέλεσε μιαν ακριβέστατη όπισθεν ρουτίνας, φέρνοντάς το με τη βοήθεια των καθρεφτών σε τέλεια συμφωνία προς τον ρυμό. Με κάποιες μικρές κινήσεις ο ρυμός εισχώρησε στον κοτσαδόρο και αφού περάστηκε ο πείρος, η γνωστή για τη δυσκολία της όπισθεν κίνηση του συνδυασμού φορτηγού και συρόμενου εκτελέστηκε με απόλυτη ακρίβεια, και οι φορτωμένες καρότσες βρέθηκαν ακριβώς έξω από την αποθήκη.

Το τι έγινε ακριβώς μετά, δυστυχώς δεν θυμάμαι. Η ένταση των διαδοχικών πράξεων έως το τέλος της διαδρομής με είχε, κυριολεκτικά, χορτάσει και μετά, μαγεμένος, …είχα πάψει να προσλαμβάνω. Παρά τη φωτογραφική σχεδόν ακρίβεια ορισμένων μερών αυτής της εξιστόρησης, κάποια άλλα είναι τελείως ανεπαρκή, ενώ πολλές απορίες μένουν αναπάντητες: Γιατί να βρίσκεται η αποθήκη σε τόσο δυσπρόσιτο μέρος; Πώς θα γινόταν η εκφόρτωση της φορμάικας; Πού ήταν οι άνθρωποι της αποθήκης; Γιατί δεν ήταν εκεί και γιατί δεν είχαν φροντίσει να μην παρκάρουν αυτοκίνητα στα κρίσιμα σημεία της προσπέλασης; Μήπως ένας από τους άντρες που βοήθησαν τον οδηγό είχε με την αποθήκη κάποια σχέση που δεν μπόρεσα να αντιληφθώ; Μήπως ο οδηγός είχε φθάσει νωρίτερα από τον κανονισμένο χρόνο; Τι έκανε μετά; Μήπως άφησε εκεί μόνο το συρόμενο, για να παραδώσει την υπόλοιπη ποσότητα αλλού;

Το άτομο που ήμουν τότε δεν υπολόγιζε την πιθανή μελλοντική επιθυμία του για πληρέστερη καταγραφή. Ο μελλοντικός εαυτός του θα ήθελε εκείνος ο νέος να είχε ρωτήσει και να είχε κάπου σημειώσει το όνομα της πόλης προέλευσης του φορτίου, στοιχεία του δρομολογίου σε ξηρά και θάλασσα, τη βιογραφία του φορτηγού, το όνομα της ελληνικής επιχείρησης και τη χρήση της φορμάικας, όπως και πολλά άλλα, που σήμερα θα στοιχειοθετούσαν κάποιο εξειδικευμένο μέρος της ιστορίας μας. Πολύ περισσότερο, όμως, θα ήθελα εκείνος ο παλιός εαυτός μου να είχε μάθει από τον οδηγό όνομα, ηλικία, τόπο και άλλα βιογραφικά στοιχεία.

Μα είναι δυνατόν να κρατάμε τέτοιο όγκο πληροφοριών για ό,τι κάθε μέρα συμβαίνει; …Γιατί; Οι αναμνήσεις μας από κάποιες καθημερινές εμπειρίες συνήθως σβήνουν γοργά. Όταν όμως τυχαίνει να διατηρούνται άσβηστες, αποκτούν με τον καιρό αξία πολύ μεγαλύτερη από εκείνην που κάποτε τους αποδίδαμε. Προσπαθούμε, λοιπόν, να επισκευάσουμε τις πληρέστερες και να ανακτήσουμε τις τελείως φθαρμένες, ενώνοντας τις ασύνδετες σκιές τους με τον τρόπο που οι αναστηλωτές και συντηρητές συναρμολογούν θραύσματα (δεν θίγω καν τη συχνή περίπτωση της σχεδόν ασυνείδητης επινόησης εμπειριών που ουδέποτε υπήρξαν). Όμως, ενώ αναπτύσσεται και προοδεύει αυτή η διαδικασία, ο χρόνος για την όποια χρησιμοποίηση των καρπών της συνεχώς λιγοστεύει.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: