Για έναν ολόκληρο μήνα, στις αρχές του καλοκαιριού, όλη η οικουμένη βίωνε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και απολάμβανε με αγωνία και ενθουσιασμό το υπερθέαμα του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου που διεξήχθη στα γήπεδα της Ρωσίας. Η πληρότητα των γηπέδων όπου διεξήχθησαν οι αγώνες και η τηλεθέαση των μεταδόσεών τους υπερέβησαν κάθε προσδοκία. Εκείνο, ωστόσο, το οποίο δεν υπερέβη τις προσδοκίες των φιλάθλων ήταν το θέαμα. Ίσως επειδή αστέρες μεγίστου μεγέθους του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, όπως ο Μέσι, ο Ρονάλντο, ο Νεϊμάρ, χωρίς να είναι διάττοντες, επέστρεψαν νωρίς στα σπίτια τους. Εμφανίστηκαν, ωστόσο, καινούριοι αστέρες, όπως ο νεαρός Γάλλος Μμπαπέ και ο παλαίμαχος Κροάτης Μόντριτς. Η προσφορά και οι προσπάθειές τους, όμως, ελάχιστα θύμισαν τις δοξασμένες στιγμές του παρελθόντος. Άλλες εποχές…
Πολλά έχουν γραφτεί, πολλά έχουν λεχθεί κατά καιρούς για τις παράπλευρες λειτουργίες του ποδοσφαίρου, πέραν του αθλήματος και του αθλητικού θεάματος. Ο σπουδαίος Ιταλός προπονητής και θεωρητικός του ποδοσφαίρου Arrigo Sacchi (Αρρίγκο Σάκκι, γεν. 1946), παραλλάσσοντας τη γνωστή ρήση του Καρλ Μαρξ «Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού», φέρεται να έχει πει ότι «Το ποδόσφαιρο είναι το όπιο του λαού», θέλοντας, φυσικά, να επισημάνει την ατιθάσευτη δυναμική και την τεράστια εμβέλεια τις οποίες διαθέτει το άθλημα και οι οποίες εξισώνουν το ποδόσφαιρο με θρησκεία. Η διαρκής έξαρση της βίας στα γήπεδα, αν μη τι άλλο τo επιβεβαιώνει.
Το ποδόσφαιρο έχει απασχολήσει ουκ ολίγους στοχαστές, κοινωνιολόγους, φιλόσοφους, διανοούμενους, καλλιτέχνες. Κάποιοι το προσέγγισαν προσθέτοντας στις ιδιότητές τους και αυτήν του φιλάθλου, όπως φερ’ ειπείν ο Γάλλος λογοτέχνης, φιλόσοφος και νομπελίστας Αλμπέρ Καμύ (1913-1960), ο οποίος είχε ασχοληθεί ερασιτεχνικά με το ποδόσφαιρο και έχει γράψει «Οτιδήποτε γνωρίζω με σιγουριά για την ηθική και τις ευθύνες το έχω μάθει από το ποδόσφαιρο», ο Σοβιετικός μουσουργός και πιανίστας Ντμίτρι Σοστακόβιτς (1906-1975), ο οποίος υποστήριζε ότι «Το ποδόσφαιρο είναι το μπαλέτο των μαζών» και για τον οποίο το ποδόσφαιρο αποτέλεσε και πηγή έμπνευσης, μιας και σε δύο έργα του [Ο Χρυσός Αιώνας (1929-30), μπαλέτο, και Ρωσικός Ποταμός (1944), σουίτα] υπάρχουν άμεσες και ιδιαίτερες αναφορές σε αυτό, ενώ, όπως διαπιστώνεται από την ανάγνωση κειμένων του –επιστολών κυρίως–, θα μπορούσε να έχει διακριθεί και ως αθλητικογράφος, ο Γάλλος συγγραφέας και αεροπόρος Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ (1900-1944), ο οποίος ανέφερε ότι «στην αθλητική ομάδα ο άνθρωπος ξεχνώντας τον εαυτό του ανακαλύπτει τον εαυτό του», ο Σοβιετικός-Ρώσος ποιητής Γεβγκένι Γεφτουσένκο (1932-2017), ο οποίος, μεταξύ άλλων, σχετικών είχε δηλώσει ότι «μερικές φορές λυπάμαι που δεν έγινα ποδοσφαιριστής γιατί ο αθλητισμός, παρά τις μηχανορραφίες, τα τεχνάσματα και τη βρωμιά, στην ουσία του είναι πιο καθαρός από τη λογοτεχνία», ενώ για το άθλημα ενδιαφερόταν και ο Γιάννης Ρίτσος, καθώς στο εκτεταμένο αυτοβιογραφικό ποίημά του Το τερατώδες αριστούργημα αναφέρει «βέβαια, οι ποδοσφαιριστές όλο κι ανέβαιναν στην ιεραρχία των αξιών και με το δίκιο τους παιδί μου αν τύχαινε, μάλιστα, να προσέξεις μια νύχτα τα γκολπόστ στα φτωχότερα γήπεδα των Κάτω Λιοσίων μπορούσες να γράψεις ένα ποίημα με λευκό αθλητικό φανελάκι κι ένα λαστιχένιο επίδεσμο στο ζερβί γόνατό του…».
Κάποιοι άλλοι το ανέδειξαν σε θέμα στο οποίο επικέντρωσαν μελέτες τους, όπως ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν-Κλωντ Μισεά (Michéa, γενν. 1950), ο οποίος στο βιβλίο του Le plus beau but est une passe (Το πιο ωραίο γκολ είναι μια πάσα, εκδόσεις Flammarion, 2014) υπερασπίζεται το ποδόσφαιρο, θεωρώντας το ως συλλογική δραστηριότητα στην οποία κυριαρχεί η αλληλοβοήθεια, ο Γερμανός κοινωνιολόγος Νόρμπερτ Ελίας (Elias, 1897-1990), ο οποίος στο σημαντικό πόνημά του Über den Prozeß der Zivilisation (Για τη διαδικασία του εκπολιτισμού, εκδ. Haus zum Falken, 1939) διατυπώνει την άποψη ότι ο αθλητισμός, και κατ’ επέκταση το ποδόσφαιρο, δεν είναι συνέχεια του πολέμου με άλλα μέσα, αλλά το πολιτισμένο θέαμα της ελεγχόμενης βίας, ο Βρετανός ιστορικός και διανοούμενος Έρικ Χομπσμπάουμ (Hobsbawm, 1917-2012), ο οποίος σε διάλεξή του, το 2007, όρισε το ποδόσφαιρο ως «εγχειρίδιο αναπαράστασης των εσωτερικών αντιθέσεων της παγκοσμιοποίησης», ενώ επεσήμανε ότι «ούτε το τοπικό, ούτε το εθνικό χαρακτηριστικό είναι αυτά που προσδιορίζουν την οικονομία του ποδοσφαίρου, σήμερα», και ο Ιταλός μαρξιστής φιλόσοφος Αντόνιο Γκράμσι (Gramsci, 1891-1937), ο οποίος, ζώντας βεβαίως σε μιαν άλλη εποχή, υποστήριζε ότι το ποδόσφαιρο είναι το «βασίλειο της ανθρώπινης συντροφικότητας που ασκείται σε ελεύθερο χώρο». Πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις αλλά και ιστορικά στοιχεία για το άθλημα εκθέτει ο επιφανέστερος συγγραφέας της Ουρουγουάης Εδουάρδο Γκαλεάνο (1940-2015) στο βιβλίο του El fútbol a sol y sombra (Το ποδόσφαιρο στο φως και στη σκιά, εκδ. Siglo veintiumo, 1995, στα ελληνικά σε μετάφραση Γιάννη Χρυσοβέργη από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1998, και σε τελική έκδοση, σε μετάφραση Ισμήνης Κανσή, από τις εκδόσεις Πάπυρος, 2016).
Εκτός, όμως, από τις αναμφισβήτητες αυτές πολιτικοκοινωνικές διαστάσεις, το ποδόσφαιρο, ως άθλημα και θέαμα, διαθέτει και καλλιτεχνική υπόσταση. Και είναι αυτή η οποία δίνει το δικαίωμα σε πολλούς να το θεωρούν τέχνη. Οι καλλιτεχνικές διαστάσεις του τεκμηριώνονται κυρίως από τις γραπτές ή προφορικές περιγραφές ποδοσφαιρικών αγώνων από διάφορους δημοσιογράφους-αθλητικογράφους.
Καταγράφουμε, ανθολογώντας ενδεικτικά από τα γραφόμενα και τα λεγόμενα των τελευταίων μηνών, έως τελευταίων ημερών, αντιστοιχώντας τα με τις καθιερωμένες, παραστατικές κυρίως, τέχνες.
Μπαλέτο: (πέραν βεβαίως του προμνημονευθέντος ορισμού του Σοστακόβιτς) «με χορευτικές κινήσεις, ξέφυγε από τον αντίπαλό του…» –να μη λησμονούμε τον «Νουρέγιεφ» των ελληνικών γηπέδων Βασίλη Χατζηπαναγή– «με μια απίστευτη πιρουέτα, άδειασε τον αμυντικό…».
Ζωγραφική: «είναι ένας παίχτης που ζωγραφίζει στο χορτάρι».
Ποίηση: «οι κινήσεις του είναι σκέτη ποίηση».
Θέατρο: «κάνοντας θέατρο υψηλής υποκριτικής, δεν κέρδισε απλώς το φάουλ, αλλά και την αποβολή του αντιπάλου του».
Μουσική: (στην περίπτωση αυτή ο πλούτος των ευρημάτων είναι εντυπωσιακά μεγάλος) «ένας πραγματικός ηγέτης, ένας μαέστρος, που κατηύθυνε με την μπαγκέτα του συναρπαστικά το παιχνίδι των συμπαικτών του…», «όλη η ομάδα μια καλοκουρδισμένη ορχήστρα…», «η ομάδα δεν ξεκουρδίστηκε από τα φάλτσα σφυρίγματα του διαιτητή…», «είναι ένας ζηλευτός βιρτουόζος της μπάλας», «ενορχηστρώνει τις επιθέσεις της ομάδας του με τρόπο μαγικό», «σολίστ», «με αρμονικές κινήσεις», «με σταθερό γρήγορο ρυθμό», «ομάδα τόσο καλά οργανωμένη και πειθαρχημένη, που μοιάζει με συμφωνική ορχήστρα», «με ένα κρεσέντο απόδοσης…» – το ντιμινουέντο αγνοείται, προφανώς.
Η γλωσσολογική ανάλυση αυτού του φαινομένου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η καταφυγή σε τέτοιες εκφράσεις, τις περισσότερες φορές δεν αποτελεί επίδειξη γνώσεων. Τουναντίον αποδεικνύει γλωσσική ανεπάρκεια. Και οι εμπλεκόμενοι προσπαθούν με τον τρόπο αυτό να εμπλουτίσουν τη φτωχή γλώσσα τους με δάνεια. Όντως η ποδοσφαιρική γλώσσα είναι –και ανέκαθεν ήταν– φτωχή, ξύλινη, τυποποιημένη.
Μικρό δείγμα που τα τεκμηριώνει: Για τους περισσότερους αθλητικούς συντάκτες οι προπονητές των ομάδων δεν έχουν όνομα αλλά μόνο ηλικία. Συχνά, πολύ συχνά, διαβάζουμε ή ακούμε «…ο 57χρονος προπονητής…», «… ο 46άχρονος κόουτς (sic)…» κ.ο.κ. Κάτι ανάλογο δεν νομίζουμε ότι συναντάται, με τέτοια τουλάχιστον συχνότητα, σε άλλους τομείς δημοσιογραφίας.
Το φαινόμενο αυτό, της γλωσσικής ανεπάρκειας των αθλητικών δημοσιογράφων δηλαδή, εντάθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως από το 1990 και μετά, όταν είχε καταλυθεί ήδη το κρατικό μονοπώλιο, πρώτα της ραδιοφωνίας (1987) και μετά τη τηλεόρασης (1989), ενώ κορυφώθηκε με την εμφάνιση της συνδρομητικής τηλεόρασης (1994). Η βεβιασμένη οργάνωση των νέων ραδιοτηλεοπτικών φορέων είχε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα να στελεχωθούν και με ανειδίκευτους δημοσιογράφους που τους χαρακτήριζαν συνήθως η γλωσσική ανεπάρκεια, η ημιμάθεια και η επιπολαιότητα. Ας μη λησμονούμε ότι στις εποχές εκείνες (δεκαετία 1990-2000) είχαν καταγραφεί στη χώρα περισσότεροι από 1.000 –ναι, χίλιοι– ραδιοφωνικοί σταθμοί (Ανδρέας Ρουμελιώτης) και περίπου 150 τηλεοπτικοί σταθμοί. Πώς να στελεχωθούν, λοιπόν, όλοι αυτοί, εν μια νυκτί, με άξιους και επαρκείς δημοσιογράφους; Εμφανέστερο ήταν, όπως προαναφέρθηκε, το φαινόμενο αυτό στον τομέα της αθλητικής δημοσιογραφίας. Είχαν, δυστυχώς, παρέλθει ανεπιστρεπτί οι εποχές που τους φιλάθλους «δονούσε του Διακογιάννη η φωνή». Οι άξιοι και επαρκείς υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν. Άλλο όμως 3 στους 10 και άλλο 5 στους 100 ή στους 1.000. Τι έχουν ακούσει τα αυτιά μας και τι έχουν δει τα μάτια μας την τελευταία, κυρίως, εικοσαετία, δύσκολα μπορεί να γίνει πιστευτό. Κι όμως «η ομάδα αυτοκτόνησε από μόνη της» ή «μόλις παρακολουθήσαμε ένα πεντάλεπτο φοβερής διάρκειας». Στην περιγραφή, αυτό το τελευταίο, από τον Κώστα Βερνίκο, του τελικού του Μουντιάλ του 2006 μεταξύ Ιταλίας και Γαλλίας, που διεξήχθη στη Γερμανία. Ήταν, θυμίζουμε, ο αγώνας που στιγματίστηκε από τη μεγάλη ανοησία, ενός μεγάλου παίχτη: του Ζινεντίν Ζιντάν (Zinedine Zidane).
Το γλωσσικό ζήτημα των αθλητικογράφων ή αθλητικών δημοσιογράφων –ή «δημοσιογράφων»– εκτείνεται και σε ένα ακόμη πεδίο. Της σωστής προφοράς και της εκφοράς στα ελληνικά όρων και, κυρίως, ονομάτων αλλοδαπών αθλητών. Ο γράφων θυμάται έντονα διαμάχη την οποία είχε παλιότερα με ομάδα αθλητικογράφων όταν τους επεσήμανε ότι τα ξένα ονόματα και όροι, που έχουν ενσωματωθεί ως άκλιτα στη γλώσσα μας, δεν έχουν πληθυντικό: ενδεικτικά είχε αναφέρει ως λανθασμένα τα κόρνερς, φάουλς, πέναλτις – Πόσες φορές τα έχουμε ακούσει ως μπέναλτις. Σχεδόν με κατασπάραξαν αρνούμενοι το ορθόν της παρατήρησης. Όταν όμως τους ρώτησα γιατί ποτέ δεν λέτε ή δεν γράφετε «πέτυχε δυο γκολς», περιέπεσαν σε μελαγχολική σιγή.