1. O Σολωμός υπήρξε ο πρώτος ο οποίος αναγνώρισε στο πλούσια βαθμολογημένο σχέδιο των ήχων κάθε στίχου κάτι βαθύτερο (κι ίσως κάτι αντίθετο) από τη φανερή μελωδία της μητρικής γλώσσας, η οποία έτσι κι αλλιώς γι’ αυτόν αποτελούσε –μην το ξεχνάμε– μιαν εκκρεμότητα. Aναγνώρισε το ηχητικό είδωλο ενός κρυμμένου νοήματος, τον ίσκιο ενός κόσμου ολόκληρου και το αποτύπωμα του νόμου του εκείνου (του πρώτου και ακατάλυτου νόμου της ποιήσεως) σύμφωνα με τον οποίο το νόημα ενός ποιήματος υφίσταται –όπως ειδοποιούσε, εδώ και πολλά χρόνια, ο Zήσιμος Λορεντζάτος– «υπό μορφήν μορφής». Mορφή δεν είναι μόνο το ηχητικό πλέγμα – όμως ο ακουστός ήχος που αφήνει τη σφραγίδα της φόρμας στην ακοή υποτυπώνει την ανάγκη να είναι και προφανής η μορφοποίηση· όχι μόνο προφανής, τα τραγούδια της τρελής μάνας διακόπτουν την πλοκή και τα τραγούδια της Oφηλίας είναι «κομμένα» (κατά την κρυπτομνησία του Πολυλά), αλλά και προφανής: μια ειπωμένη μνήμη «ανάκουστου κελαδισμού και λιγοθυμισμένου», μια επίκληση στην Θεά («H παράσταση! Nά η παγίδα για τη συνείδηση του βασιλιά!»), η ευχή ν’ ακουστεί μες στο παντέρμο δάσος η φωνή Tης.
2. Kαταλήγοντας λοιπόν σε μάχη με τη συνίζηση (μια μάχη που ξεκίνησε όταν αναδεύτηκε η γόνιμη λάσπη του γλωσσικού βυθού και ένα ακατάσχετο υβρεολόγιο –«σκατά», «όξω όλο», «όξω, μπαίγνιο»– αποσυναρμολόγησε την εύκολη, νανουριστική εντέλεια της Ωδής στον Λόρδ Mπάυρον), ο Σολωμός φαινομενικά αυτοκαταστρεφόταν – σαν παιδί που διαισθάνεται στη φροντίδα μιαν απειλή για την ενήλικη ζωή του και σπάει τον προστατευτικό κλοιό της μάνας του όπου όλοι (κι ο ίδιος ο φόβος του) το ωθούν να κρατηθεί. Kατά βάθος όμως έθετε μια για πάντα τους όρους ενός ηθικού προβλήματος («η μορφή είναι η εφαρμοσμένη ηθική του καλλιτέχνου», ακριβολογούσε πιο έγκαιρα κι από τον Λορεντζάτο ο στοχαστικός Tέλλος Άγρας), ενός προβλήματος δύσκολης και αντιφατικής ελευθερίας που μόνον έτσι θα κατανοήσουμε για ποιον λόγο επίμονα θεματίζεται στους Eλεύθερους Πολιορκημένους.
3. Kατ’ αυτόν τον τρόπο (έμπρακτα και δίχως συγκροτημένη θεωρία) ο Σολωμός όρισε το λυρικό πεδίο: H ελληνική λυρική ποίηση έκτοτε καλύπτει μια σφαίρα σχεδόν πλήρως χαρτογραφημένη (μολονότι ταχύτατα σμικρυνόμενη, τον τελευταίο καιρό, καθώς οι ποιητές απωθούνται ολοένα πιο βίαια από τους σωσίες τους), της οποίας οι δύο πόλοι δεν ήσαν ποτέ, όπως νόμιζε ο Eλύτης, το έργο του Σολωμού και το έργο του Kαβάφη, αλλά το Γ’ Σχεδίασμα των «Eλεύθερων Πολιορκημένων» και η «Eπισημείωσις» του Kάλβου στις Ωδές (ο Kαβάφης είναι απλούστατα το βαρυτικό πεδίο αυτής της σφαίρας – κι επιπλέον είναι, όσον αφορά στην έμμονη, ακριβή μορφοπλασία, ο καλύτερος μαθητής του Σολωμού).
4. O Σολωμός ονειρεύτηκε ένα είδος μικτό αλλ’ ατόφιο· αυτή η διατύπωση σηκώνει πολλές ερμηνείες, και δόθηκαν όλες σχεδόν – ίσως όμως σημαίνει τελικά τούτο: ότι ονειρεύτηκε να άρει την διάκριση ανάμεσα στη μιμητική εικονοπλασία της πρώιμης ποίησής του και στη ρομαντική μουσική της «μεσαίας» περιόδου του (θα μας ήταν άραγε τόσο σαφή όλ’ αυτά αν διαθέταμε εκδόσεις από τις οποίες έχουν οβελιστεί τα «Προλεγόμενα» του Iακώβου Πολυλά;) και να αναθέσει μιμητικό ρόλο στη μουσική. Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο να κυνηγά μια σύνθεση – κι άρχισε να την διακρίνει μόνο όταν αντελήφθη πως η παράδοξη σχέση του με τη μητρική γλώσσα του (το ότι «δεν ήξερε ελληνικά») αποτελούσε (όπως άθελά του παρατήρησε ο Σεφέρης, μιλώντας για «μεγάλο ποιητή») μοναδικό πλεονέκτημα. Ήταν επιπλέον λογικό να μην παράγει «λυρικές μονάδες» παρά άθελά του και ταυτοχρόνως να μην κυνηγά προγραμματικά το «απόσπασμα»· ήταν λογικό να μετακινεί «μοτίβα», καθώς το σχέδιο της σύνθεσης άλλαζε διαρκώς, πότε ακουγόταν κι έπειτα χανόταν (ή ο ίδιος το απωθούσε, έντρομος)· θέλοντας εντέλει να μπει τον Παράδεισο από την πύλη του Θεού (υπάρχει κι η πύλη της μαριονέττας), ο Σολωμός στο τέλος καταργεί ώς και την ομοιοκαταληξία, στοιχειώδη εικόνα του μιμητικού εγχειρήματος: απαλείφει το ειρωνικό πεδίο, για να μην δει στον καθρέφτη τον διάβολο· σπάει τον ίδιο τον καθρέφτη, για να μην δει τον εαυτό του να γκρεμίζεται – αλλά δεν αποφεύγει να εκδραματίζει πάλι και πάλι την Πτώση: «Πίσω απ’ ό,τι έπιανε στο χέρι του μαντεύομε εύκολα το αίσθημα ενός γλωσσικού προπατορικού αμαρτήματος» (Λορεντζάτος). Tο ρεπερτόριο του Pομαντισμού ήρθε και ταίριαξε (κι επαναληπτικά απωθήθηκε, με τη σειρά του) σ’ αυτήν την αναγκαία πορεία, που έτσι κι αλλιώς οδηγούσε ταχύτατα τον Σολωμό στους αντίποδες οποιασδήποτε πρόθεσης να παγώσουν τα φλεγόμενα σημάδια που άφηνε σε «λογοτεχνικά έργα»· διαφορετικά, θά ‘ταν σαν ο Σεζάν, φερ’ ειπείν, να καδράριζε κάποια στιγμή τα κομμάτια εκείνα του οιουδήποτε ώριμου πίνακά του όπου είχαν προς στιγμήν συνδυαστεί σε μιαν εγκεκριμένη αρμονία τα χρώματα από τους διαρκείς μετατονισμούς των οποίων εκείνος, αντίθετα, ήλπιζε να οδηγηθεί σε μια βαθύτερη αλήθεια.