Έβλεπα μια ταινία σήμερα, όπου σε ένα σημείο της ακούγεται η εξής φράση: «Tο σινεμά είναι το βλέμμα του Θεού». Με έβαλε σε σκέψεις. Σίγουρα, πριν και πάνω απ’ όλα, το σινεμά είναι βλέμμα. Αλλά το βλέμμα του Θεού; Κι ο ανθρώπινος παράγοντας, η θεμελιώδης, οπτική γωνία του δημιουργού; Αν υιοθετήσουμε αυτήν την τελευταία προσέγγιση, ξεπέφτουμε στον υποκειμενισμό, προσδίδουμε μεγάλο βάρος στην ατομικότητα. Και το σινεμά, περισσότερο απ’ τις άλλες τέχνες, θολώνει τα όρια ανάμεσα στο ειδικό και το γενικό (έστω και εξαιτίας του πρακτικού γεγονότος ότι μια ταινία, σε αντίθεση μ’ έναν πίνακα ζωγραφικής, ένα ποίημα, ένα μυθιστόρημα, ένα γλυπτό, είναι το σημείο όπου τέμνονται πολλές διαφορετικές βουλήσεις, ό,τι κι αν λέει περί του αντιθέτου η απλουστευτική θεωρία του auteur. Ένα φιλμ μοιάζει περισσότερο με παλίμψηστο: πάνω απ’ το έργο του σκηνοθέτη, το έργο του μοντέρ, από κάτω το έργο του διευθυντή φωτογραφίας, από κάτω το έργο του σεναριογράφου κτλ.). Μιλώντας για το «βλέμμα του Θεού», ίσως απλά να επιστρέφουμε στο γενικό και το ανώνυμο τα χαμένα τους δικαιώματα (ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι στις αρχαϊκές κοινωνίες η τέχνη ήταν συλλογικό προϊόν, δημιούργημα της κοινότητας, συνεπώς του ανώνυμου κοινωνικού σώματος, της γενικότητας). Δεν έχει θρησκευτικές συνεπαγωγές αυτός ο ορισμός, πρέπει να τον δούμε έξω από οποιοδήποτε μεταφυσικό πλαίσιο. Ας ονομάσουμε «Θεό» τον «τρίτο όρο» στον οποίο αναφέρεται ο Λακάν, δηλαδή τον «μεγάλο Άλλο».
Αν το σινεμά δεν είναι το δικό μου βλέμμα –παρόλο που οι εικόνες χρειάζονται το βλέμμα μου για να αποκτήσουν υπόσταση–, ούτε απλώς το βλέμμα του άλλου, του δημιουργού (γιατί σ’ αυτή την περίπτωση θα νιώθαμε ότι μας παρακολουθούν την ώρα που παρακολουθούμε, και κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει: είμαστε ο εαυτός μας όταν βλέπουμε μια ταινία, ελεύθεροι απ’ το απαιτητικό κοίταγμα του άλλου που μας αποδίδει έναν ρόλο στην πραγματική ζωή), τότε πρέπει να είναι το βλέμμα του μεγάλου Άλλου. Δηλαδή η ματιά της αόρατης γενικότητας πάνω στα συγκεκριμένα κάθε φορά ανθρώπινα. Είτε πρόκειται για πολυπρόσωπη πολεμική περιπέτεια με χιλιάδες κομπάρσους, είτε για δράμα δωματίου με δύο χαρακτήρες όλους κι όλους, οτιδήποτε συμβαίνει επί της οθόνης μεταφέρεται σ’ εμάς μέσα από ένα πανεποπτικό βλέμμα που δεν κάνει άλλο απ’ το να «καταγράφει» αχόρταγα, να γεννά εικόνες και να τροφοδοτεί το συλλογικό ασυνείδητο με αυτές.
Αποστασιοποιημένο ή εγγύτατο, ουδέτερο ή παθιασμένο, αυτό το βλέμμα δεν έχει υποκειμενικά χαρακτηριστικά, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιείται απ’ αυτό, όπως ο Λόγος στη φιλοσοφία του Χέγκελ χρησιμοποιεί τον άνθρωπο ως όργανο για να πραγματώσει τους σκοπούς της Ιστορίας, τη στιγμή που το κάθε άτομο νομίζει ότι πράττει αυτοβούλως, υπακούοντας στις ιδιαίτερες επιδιώξεις ή την ιδεολογία του. Οι μεγάλοι σκηνοθέτες, με το αναγνωρίσιμο στυλ και το ξεχωριστό ύφος τους, δεν κάνουν τίποτε άλλο απ’ το να υπηρετούν αυτό το μεγάλο, ανώνυμο βλέμμα που μοιάζει λίγο με τη «βούληση» του Σοπενχάουερ (ο οποίος είχε επηρεαστεί απ’ τον Χέγκελ περισσότερο απ’ όσο ήθελε να παραδεχτεί: η Βούληση, που διαπερνάει τα ατομικά πεπρωμένα και ωθεί τα όντα να πράττουν κόντρα στο αντικειμενικό τους συμφέρον, μέχρι και να θυσιάζονται για το καλό του είδους –όπως συμβαίνει στον έρωτα–, τι άλλο είναι αν όχι μια ακόμα εκδοχή της χεγκελιανής «πανουργίας του Λόγου»). Αν υπάρχει κάτι σαν ακατανίκητη λαχτάρα για πράξεις, συμβάντα, δράματα, συναισθήματα, με άλλα λόγια, για Ζωή πέρα από κάθε λογική αιτιολόγηση (ή παρά την όποια επίφασή της), τότε θα πρέπει να υπάρχει και το ακόρεστο Βλέμμα που τα καταγράφει όλα αυτά και μας τα προσφέρει στην αισθητική μεταγραφή τους, σε εικόνες, κίνηση, λόγο, ως ένα εντυπωσιακό πανόραμα των ανθρωπίνων. Η ζωή έχει ανάγκη τον καλλιτεχνικό αναδιπλασιασμό της, το ατέρμονο καθρέφτισμά της σε μια νοητή επιφάνεια (ας την ονομάσουμε, κινηματογραφική τέχνη), όπως μια ωραία γυναίκα νιώθει την ανάγκη να αυτοθαυμάζεται σε όλων των ειδών τα κάτοπτρα.
Σύμφωνα μ’ αυτήν τη θεώρηση, αν και σε ένα εντελώς διαφορετικό νοηματικό συγκείμενο, ισχύει αυτό που λέει ο Φοίβος Δεληβοριάς στο τραγούδι του, «Ο καθρέφτης»: Έχω μπροστά μου συνεχώς έναν καθρέφτη/ που μ’ εμποδίζει ότι είναι πίσω του να δω/ δεν έχω δει ποτέ μου πιο μεγάλο ψεύτη/ και το χειρότερο, είναι όμοιος εγώ... Αυτός ο καθρέφτης είναι το κινηματογραφικό κάδρο που μας επιστρέφει μια ψευδαισθητική εικόνα της ύπαρξής μας, μόνο που το ψέμα αυτό βρίσκεται πέραν του καλού και του κακού, δεν το αφορούν οι ηθικές αξιολογήσεις, απλούστατα χρειάζεται ως, κατά κάποιον τρόπο, φαντασιακό συμπλήρωμα της πραγματικότητας.
Το σινεμά είναι όντως το βλέμμα του Θεού, υπό την έννοια ότι αυτός ο τρίτος όρος, ο μεγάλος Άλλος, το αχανές αρχείο καταγραφής, ενυπάρχει ήδη στο ασυνείδητό μας ως εσωτερικό βλέμμα. Και για τη συνείδηση (δηλαδή την κάμερα που κουβαλάμε μέσα στο κεφάλι μας απ’ τη στιγμή που γεννιόμαστε, μέχρι την ώρα που πεθαίνουμε), η ίδια μας η ζωή δεν είναι παρά μια ταινία που εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο.