Paul Éluard - Φτερουδελίτσα

της Jacqueline Duhème
της Jacqueline Duhème

Κά­νε την καρ­διά σου παι­δι­κή!

Μια φο­ρά κι έναν και­ρό ήταν ένα μι­κρό χα­ρι­τω­μέ­νο κο­ρι­τσά­κι, σχε­δόν πιο χα­ρι­τω­μέ­νο κι από σέ­να. Τό­σο ελα­φρύ, που μό­λις γεν­νή­θη­κε τα ’χα­σε η μα­μά του, για­τί δεν το ένιω­θε να βα­ραί­νει κα­θό­λου στην αγκα­λιά της. Γι’ αυ­τό και της έδω­σαν ένα όνο­μα ελα­φρύ: Φτε­ρου­δε­λί­τσα.

Με­γά­λω­νε τό­σο κα­λά η Φτε­ρου­δε­λί­τσα, που σι­γά σι­γά έγι­νε η πιο όμορ­φη απ’ όλα τα κο­ρί­τσια. Έτσι, που μες στη χώ­ρα λέ­γα­νε «ελα­φριά κι όμορ­φη σαν τη Φτε­ρου­δε­λί­τσα».

Όπως εγώ λέω πα­ντού πό­σο όμορ­φη κι ελα­φριά εί­σαι…

Η Φτε­ρου­δε­λί­τσα έτρε­χε πο­λύ γρή­γο­ρα, πιο γρή­γο­ρα κι απ’ τα με­γά­λα τ’ αγό­ρια. Πη­δώ­ντας μά­λι­στα, κα­τά­φερ­νε να μα­ζεύ­ει όλα τα πιο ψη­λά φου­ντού­κια από τις φου­ντου­κιές, τα πιο ψη­λά μή­λα από τις μη­λιές, ακό­μη και τα κε­ρά­σια της με­γά­λης κε­ρα­σιάς που συ­νή­θως τ’ αφή­νουν για τα που­λιά.

Κα­θό­ταν στα λε­πτού­τσι­κα κλα­διά χω­ρίς να τα σπά­ει, ακρι­βώς σαν που­λί. Δεν φό­βι­ζε, όμως, κα­θό­λου τα που­λιά. Μπο­ρού­σε να τα κοι­τά­ζει στα μά­τια όπως εγώ κοι­τάω εσέ­να. Μπο­ρού­σε να τ’ ακού­ει, από πο­λύ κο­ντά, να δι­η­γού­νται τις δι­κές τους ιστο­ρί­ες. Εάν τολ­μού­σε, θα τα χάι­δευε κιό­λας.

Όταν μ’ έναν πή­δο ξα­να­κα­τέ­βαι­νε στη χλόη, λυ­πό­ταν τις ακρί­δες, τις καη­μέ­νες τις ακρί­δες, πρά­σι­νες και αδέ­ξιες σαν τα βα­τρά­χια που κα­κο­πα­θαί­νουν τό­σο! Πιο πο­λύ, όμως, αγα­πού­σε τις πε­τα­λού­δες. Τις ζή­λευε όταν τις έβλε­πε να στρι­φο­γυρ­νούν ευ­τυ­χι­σμέ­νες σαν ψά­ρια μέ­σα στο νε­ρό.

Η Φτε­ρου­δε­λί­τσα ήξε­ρε κα­λά πως δεν μπο­ρού­σε να πε­τά­ξει, αφού δεν εί­χε φτε­ρά. Ήταν απλά πο­λύ ελα­φριά, σχε­δόν όσο ένα φύλ­λο, όσο ένα άχυ­ρο, ή, ακό­μα κα­λύ­τε­ρα, όσο οι μι­κροί φτε­ρω­τοί σπό­ροι της πι­κρα­λί­δας, όσο οι φλο­γί­τσες που ο άνε­μος τις τα­ξι­δεύ­ει μα­κριά…

Μη σε πά­ρει ο αέ­ρας, Φτε­ρου­δε­λί­τσα, πρό­σε­χε! Να εί­σαι φρό­νι­μη, ο άνε­μος μπο­ρεί να σε πά­ει εκεί που δεν θες να πας.

Τη νύ­χτα η Φτε­ρου­δε­λί­τσα ονει­ρευό­ταν ότι πε­τού­σε πά­νω απ’ το σπί­τι της, γύ­ρω από το ρο­λόι της πό­λης, κι ότι διέ­σχι­ζε το πο­τά­μι πά­νω από ένα πλή­θος κο­λυμ­βη­τών, πά­νω από τα λευ­κά πα­νιά των κα­ρα­βιών. Πό­τε πό­τε, μά­λι­στα, τρα­βού­σε κρυ­φά τα πού­που­λα από το αφρά­το κόκ­κι­νο πά­πλω­μά της για να τα φυ­σή­ξει απ’ το πα­ρά­θυ­ρο και να τα δει ν’ ανε­βαί­νουν στον πρω­ι­νό ου­ρα­νό.

Στα πα­ρα­μύ­θια που προ­τι­μού­σε, υπήρ­χαν πά­ντα παι­διά που τα­ξί­δευαν πά­νω στα φτε­ρά ενός αε­τού, ενός πε­λαρ­γού, ενός μι­κρού δια­βό­λου ή πά­νω σ’ ένα ιπτά­με­νο χα­λί. Και θαύ­μα­ζε πο­λύ τον φί­λο της τον Πέ­τρο, για­τί μια φο­ρά εί­χε πε­τά­ξει με αε­ρο­πλά­νο.

Στις τέσ­σε­ρις τ’ από­γευ­μα, όταν γυρ­νού­σε από το σχο­λείο, έτρω­γε γρή­γο­ρα το φα­γη­τό της και ακό­μα πιο γρή­γο­ρα ανέ­βαι­νε ψη­λά στην κο­ρυ­φή ενός έλα­του, απέ­να­ντι απ’ το σπί­τι της. Τρία κλα­διά τής χρη­σί­μευαν για πο­λυ­θρό­να στα μέ­τρα της. Και μέ­χρι να βα­σι­λέ­ψει ο ήλιος, και η μα­μά της ανή­συ­χη ν’ αρ­χί­σει να τη φω­νά­ζει, κα­θό­ταν εκεί συ­ζη­τώ­ντας με τους φί­λους της τα που­λιά.

Δεν εί­ναι, τε­λι­κά, πιο δύ­σκο­λο να μι­λάς με τα που­λιά απ’ το να μι­λάς με οποιον­δή­πο­τε πά­νω στη γη: εσύ μι­λάς, το που­λί πα­ρι­στά­νει ότι κα­τα­λα­βαί­νει, σου απα­ντά, κι εσύ με τη σει­ρά σου πα­ρι­στά­νεις ότι κα­τα­λα­βαί­νεις κι απα­ντάς. Το θέ­μα εί­ναι ν’ ακού­με ο ένας τον άλ­λον που μι­λά, να γνω­ρί­ζου­με κα­λά τι λέ­με. Εάν σε ρω­τή­σω: «Θέ­λεις ένα γλυ­κό;» κα­μώ­νε­σαι πως κα­τα­λα­βαί­νεις και σου το δί­νω. Εάν σε απει­λή­σω πως θα τις φας, δεί­χνεις πως κα­τα­λα­βαί­νεις, μα δεν σε δέρ­νω. Έτσι, άλ­λω­στε, κά­νεις κι εσύ που φλυα­ρείς με την κού­κλα σου, με το αρ­κου­δά­κι, με τον σκύ­λο σου.

Όταν η Φτε­ρου­δε­λί­τσα γυρ­νού­σε σπί­τι της, έκ­πλη­κτα τ’ αδέλ­φια της την άκου­γαν να επα­να­λαμ­βά­νει τρα­γου­δώ­ντας όλα όσα έλε­γαν τα που­λιά, για όλες τους τις πε­ρι­πέ­τειες, για όλες τις οι­κο­γε­νεια­κές υπο­θέ­σεις που κλω­θο­γύ­ρι­ζαν γύ­ρω από τις φω­λιές και ανα­κά­τευαν λέ­ξεις όπως: φτε­ρά, πρωί, ου­ρα­νός, φό­βος της κα­ται­γί­δας, φό­βος των αε­ρο­πλά­νων.

Πο­τέ δεν στα­μα­τού­σε να τρα­γου­δά­ει η Φτε­ρου­δε­λί­τσα, κι όταν τρα­γου­δού­σε, σειό­ταν ολό­κλη­ρη σαν να ήταν ντυ­μέ­νη με φτε­ρά. Εν­θου­σια­σμέ­νοι οι γο­νείς της που εί­χαν τό­σο χα­ρού­με­νη κό­ρη, συ­νή­θι­σαν το γε­γο­νός ότι δεν ήταν σαν τ’ άλ­λα παι­διά, ότι δεν ζού­σε και πο­λύ πά­νω στη γη.

Μέ­σα στον κό­σμο των που­λιών η Φτε­ρου­δε­λί­τσα δεν εί­χε πα­ρά μό­νο φί­λους. Σπουρ­γί­τια, αη­δό­νια και σπί­νοι τής μά­θαι­ναν πά­ντα και­νούρ­για παι­χνί­δια, τού­μπες και κου­τρου­βά­λες που να πε­θαί­νεις στα γέ­λια. Τρό­πους λε­πτε­πί­λε­πτους, αστεί­ους και συ­νά­μα τρυ­φε­ρούς. Με τις κα­ρα­κά­ξες και με τα κο­τσύ­φια έπαιρ­νε ένα ύφος πο­νη­ριάς. Με τα πε­ρι­στέ­ρια γουρ­γού­ρι­ζε και ανα­στέ­να­ζε βα­θιά, δεί­χνο­ντας ότι επι­θυ­μού­σε αλη­θι­νά κά­θε τι δι­κό τους.

Τό­σο κο­ντά στους φί­λους της ένιω­θε η Φτε­ρου­δε­λί­τσα, που τους βοη­θού­σε να φτιά­χνουν τις φω­λιές τους. Τους έφερ­νε νη­μα­τά­κια από το πλε­κτό της για να ζε­σταί­νο­νται τα μι­κρά τους. Για­τί ήταν με­γά­λο γε­γο­νός για κεί­νη να βλέ­πει τα ροζ αυ­γά, τα πρά­σι­να, τα κί­τρι­να, τ’ αλη­θι­νά αυ­γά του Πά­σχα, να γί­νο­νται μι­κρά που­λά­κια. Η Φτε­ρου­δε­λί­τσα τ’ αγα­πού­σε όσο και τις κού­κλες της. Της έμοια­ζαν, δεν εί­χαν πού­που­λα και εί­χαν τό­σο μι­κρά φτε­ρά αυ­τά τα μι­κρού­λια βρέ­φη, που άνοι­γαν ένα τε­ρά­στιο ράμ­φος σαν κα­μι­νά­δα. Πό­σο χα­ζού­λια φαί­νο­νταν τη στιγ­μή που δί­στα­ζαν να πε­τά­ξουν! Κι όμως λι­γό­τε­ρο χα­ζά απ’ τη Φτε­ρου­δε­λί­τσα, που δεν θα μπο­ρού­σε πο­τέ να πε­τά­ξει, αφού της έλει­παν τα φτε­ρά.

Paul Éluard - Φτερουδελίτσα
Καθόταν στα λεπτούτσικα κλαδιά χωρίς να τα σπάει, ακριβώς σαν πουλί. Δεν φόβιζε, όμως, καθόλου τα πουλιά. Μπορούσε να τα κοιτάζει στα μάτια όπως εγώ κοιτάω εσένα. Μπορούσε να τ’ ακούει, από πολύ κοντά, να διηγούνται τις δικές τους ιστορίες. Εάν τολμούσε, θα τα χάιδευε κιόλας

Το πρωί μά­ταια η Φτε­ρου­δε­λί­τσα έστρι­βε τον λαι­μό της για να δει την πλά­τη της στον κα­θρέ­φτη … Πο­τέ τα μυ­τε­ρά της κό­κα­λα, που η μα­μά της τ’ απο­κα­λού­σε ωμο­πλά­τες, δεν απο­φά­σι­ζαν να με­γα­λώ­σουν. Ήταν ένα μι­κρό κο­ρί­τσι· δεν ήταν ένα μι­κρό που­λί, πα­ρά μό­νο για τη μη­τέ­ρα της.

Κι ήθε­λε τό­σο πο­λύ ν’ ακο­λου­θή­σει τους φτε­ρω­τούς φί­λους της. Έλε­γε στον εαυ­τό της πως δεν θα με­γα­λώ­σει πο­τέ. Να με­γα­λώ­σει, σή­μαι­νε γι’ αυ­τήν ν’ απο­κτή­σει φτε­ρά.

Εσύ, βλέ­πεις, με­γα­λώ­νεις τό­σο πο­λύ μέ­σα στην καρ­διά μου, που πι­στεύω ότι εί­σαι πιο με­γά­λη από μέ­να. Κι όμως δεν ξέ­ρεις να πε­τάς. Αλ­λά ξέ­ρεις να βρί­σκε­σαι εδώ, στο πλάι μου.

Μια ωραία μέ­ρα που η Φτε­ρου­δε­λί­τσα εί­χε εγκα­τα­στα­θεί πά­νω στο έλα­τό της, έβα­λε τα κλά­μα­τα. Όλα τα που­λιά πε­τού­σαν, τι­τί­βι­ζαν πα­ντού στην εξο­χή, χω­ρίς να της δί­νουν με­γά­λη ση­μα­σία. Ήταν, μά­λι­στα, τό­σο κα­θα­ρός ο ου­ρα­νός, που και ο ήλιος ακό­μη φαι­νό­ταν να έχει φτε­ρά. Μα ήταν μό­νη, όπως δεν εί­σαι εσύ πο­τέ, εσύ που σ’ αγα­πά­με και ξέ­ρεις ν’ αντα­πο­δί­δεις στον κα­θέ­να την αγά­πη του.

Η Φτε­ρου­δε­λί­τσα έκλαι­γε, έκλαι­γε …Ξαφ­νι­κά ένιω­σε πά­νω στα μά­γου­λά της μια μι­κρή, τρα­χιά γλώσ­σα και μια με­τα­ξω­τή πα­του­σί­τσα τό­ση δα, να σκου­πί­ζουν τα δά­κρυά της. Ση­κώ­νο­ντας τα μά­τια της, εί­δε ακρι­βώς μπρο­στά της τον εκ­πλη­κτι­κό­τε­ρο σκί­ου­ρο του κό­σμου. Η γού­να του έλα­μπε σαν φω­τιά, η ου­ρά του ήταν φου­ντω­τή και τα ζω­η­ρά μά­τια του μι­λού­σαν γρη­γο­ρό­τε­ρα κι απ’ το πιο φλύ­α­ρο στό­μα:

– Θέ­λεις πραγ­μα­τι­κά να πε­τά­ξεις, να πε­τά­ξεις σαν τα που­λιά, σαν την κίσ­σα και τον με­λισ­σο­φά­γο,σαν τον κοκ­κι­νο­λαί­μη και το μπλε κο­τσύ­φι; Θέ­λεις ν’ ακο­λου­θείς τα σύν­νε­φα, το κέ­φι, τις επι­θυ­μί­ες σου; Θέ­λεις ν’ απο­κτή­σεις φτε­ρά; Αλ­λά δεν θα έχεις πια χέ­ρια, δεν θα εί­σαι πια ένα κα­νο­νι­κό κο­ρί­τσι, σαν αυ­τά που ζουν πά­νω στη γη. Μή­πως το με­τα­νιώ­σεις;

– Όχι, όχι, έλε­γε η Φτε­ρου­δε­λί­τσα. Αχ κύ­ριε Σκί­ου­ρε, δώ­στε μου φτε­ρά!

– Κα­λά, απά­ντη­σε ο σκί­ου­ρος, όμως αν το με­τα­νιώ­σεις, έλα να με βρεις αύ­ριο στο ηλιο­βα­σί­λε­μα· θα υπάρ­χει ακό­μα χρό­νος για να ξα­να­γί­νεις, όπως πριν.

Έτσι λοι­πόν, ο σκί­ου­ρος ανοι­γό­κλει­σε τα βλέ­φα­ρά του και εί­πε κά­τι λέ­ξεις πο­λύ τρυ­φε­ρές και πο­λύ σο­φές συ­νά­μα. Τό­τε η Φτε­ρου­δε­λί­τσα αι­σθάν­θη­κε γαρ­γα­λη­τά σ’ όλο το μή­κος των χε­ριών της: ένα λε­πτό άσπρο χνού­δι άρ­χι­σε να τα κα­λύ­πτει και ύστε­ρα εμ­φα­νί­στη­καν λευ­κά πού­που­λα. Η Φτε­ρου­δε­λί­τσα εί­χε φτε­ρά!

Τρε­λή από χα­ρά όρ­μη­σε απ’ το έλα­το, κα­τέ­βη­κε ως τη χλόη, ανα­πή­δη­σε ίσα­με την ορο­φή του σπι­τιού και χά­θη­κε σαν βέ­λος προς το γει­το­νι­κό δά­σος. Από δέ­ντρο σε δέ­ντρο χαι­ρε­τού­σε τρα­γου­δώ­ντας τους φί­λους της κι όλοι τους την ακο­λου­θού­σαν, πιο ευ­χα­ρι­στη­μέ­νοι θα ’λε­γες κι απ’ την ίδια.

Με­θυ­σμέ­νη απ’ την τα­χύ­τη­τα, η Φτε­ρου­δε­λί­τσα πή­γε πο­λύ μα­κριά… Ο ερ­χο­μός της νύ­χτας την ξάφ­νια­σε. Χω­ρίς καν να δει τα αστέ­ρια, απο­κοι­μή­θη­κε στην κο­ρυ­φή μιας με­γά­λης βε­λα­νι­διάς, με το κε­φά­λι ανά­με­σα στα φτε­ρά. Ευ­τυ­χώς που μια γέ­ρι­κη κου­κου­βά­για, πο­λύ σο­βα­ρή, ανέ­λα­βε την υπο­χρέ­ω­ση να την προ­σέ­χει.

Η Φτε­ρου­δε­λί­τσα ξύ­πνη­σε απ’ τη χα­ρού­με­νη φα­σα­ρία που έκα­ναν τα που­λιά, κα­θώς χαι­ρε­τού­σαν την ανα­το­λή του ήλιου. Πρώ­τη φο­ρά ξυ­πνού­σε στο ύπαι­θρο και της φά­νη­κε εξαί­σιο! Ύστε­ρα από λί­γο, όμως, ένιω­θε να πε­θαί­νει της πεί­νας κι ανα­ρω­τή­θη­κε ανή­συ­χη μή­πως εί­χε πε­ρά­σει η ώρα για το σχο­λείο. Οι φί­λοι της έπαιρ­ναν το πρω­ι­νό τους, σπό­ρους και μι­κρά σκου­λη­κά­κια. Η Φτε­ρου­δε­λί­τσα ονει­ρευό­ταν γά­λα με κα­φέ και φέ­τες ψω­μί με βού­τυ­ρο ! Μα τι χα­ζή που ήταν: με δυο φτε­ρο­κο­πή­μα­τα θα ’φτα­νε σπί­τι.

Ανέ­βη­κε πο­λύ ψη­λά, για να δει το σπί­τι της, και όρ­μη­σε από το ανοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο μες την κου­ζί­να, όπου γύ­ρω απ’ το τρα­πέ­ζι βρι­σκό­ταν η οι­κο­γέ­νεια. Όλοι ανα­κου­φί­στη­καν που την εί­δαν να έρ­χε­ται, έδει­χναν όμως έκ­πλη­κτοι από την και­νούρ­για της εμ­φά­νι­ση.

Η Φτε­ρου­δε­λί­τσα ρί­χτη­κε στην αγκα­λιά της μη­τέ­ρας της. Μα αλί­μο­νο, τα φτε­ρά δεν ήξε­ραν πώς να σφι­χτα­γκα­λιά­σουν. Κι όταν πή­γε να φά­ει, έπρε­πε να την τα­ΐ­σουν στο στό­μα σαν να ’ταν μω­ρό. Τ’ αδέλ­φια της, που πριν θαύ­μα­ζαν τα φτε­ρά της, τώ­ρα άρ­χι­σαν να την κο­ροϊ­δεύ­ουν. Και πώς θα ση­κώ­νει τη σά­κα της! ...Πώς θα γρά­φει στο σχο­λείο!…

Βέ­βαια, μό­λις βγή­καν, πή­ρε την εκ­δί­κη­σή της: Ενώ οι άλ­λοι περ­πα­τού­σαν στον δρό­μο, η Φτε­ρου­δε­λί­τσα περ­νού­σε πά­νω απ’ τα κε­φά­λια τους και πε­τώ­ντας ξε­μά­κραι­νε αφή­νο­ντάς τους πο­λύ πί­σω. Ανέ­βαι­νε ψη­λά, μέ­χρις ότου όλοι τής φαί­νο­νταν σαν μυρ­μή­γκια, και ύστε­ρα βου­τού­σε πά­νω στη μι­κρή συ­ντρο­φιά, τρο­μά­ζο­ντάς την.

Πό­σο αστεί­οι φαί­νο­νταν από ψη­λά όλοι μα­ζί στρι­μωγ­μέ­νοι, κοι­τά­ζο­ντας προς τον ου­ρα­νό. Αλ­λά για­τί ο μι­κρός Πέ­τρος έδει­χνε να μην εν­δια­φέ­ρε­ται για τις φι­γού­ρες της, σκέ­φτη­κε αρ­γό­τε­ρα πιο νη­φά­λια η Φτε­ρου­δε­λί­τσα κα­θώς ξα­να­βρέ­θη­κε μες στην κά­μα­ρά της. Ο Πέ­τρος… Αλή­θεια, δεν θα μπο­ρού­σε πια να τρέ­χει στα χω­ρά­φια μα­ζί του, χέ­ρι χέ­ρι, να γυ­ρεύ­ου­νε μα­νι­τά­ρια ή να μα­ζεύ­ουν αγριο­νε­ρα­γκού­λες;

Έπει­τα, σκέ­φτη­κε την κού­κλα της, που την εί­χε πα­ρα­με­λή­σει πο­λύ. Πώς θα την έντυ­νε, πώς θα την άλ­λα­ζε; Πό­σο άβο­λα εί­ναι τα φτε­ρά όταν δεν θες να πε­τάς! Η Φτε­ρου­δε­λί­τσα κά­θι­σε στη μι­κρή πο­λυ­θρό­να της –σε τι θα της χρη­σί­μευαν πια τα μπρά­τσα της πο­λυ­θρό­νας;– κι άρ­χι­σε να μπαί­νει σε βα­θιές σκέ­ψεις. Κα­τα­λά­βαι­νε την προει­δο­ποί­η­ση του χρυ­σού σκί­ου­ρου. Νο­σταλ­γού­σε τα χέ­ρια της, ήθε­λε να ξα­να­γί­νει ένα αλη­θι­νό κο­ρί­τσι...

Δεν εί­χε πια λε­πτό για χά­σι­μο: οι τε­λευ­ταί­ες ακτί­νες του ήλιου γλι­στρού­σαν πί­σω από τον ορί­ζο­ντα. Τρε­λή από αγω­νία η Φτε­ρου­δε­λί­τσα πέ­τα­ξε για τε­λευ­ταία φο­ρά μέ­χρι το έλα­το. Ο σκί­ου­ρος ήταν ακρι­βής στο ρα­ντε­βού και εί­χε, μά­λι­στα, την ευ­γέ­νεια να μην της κά­νει ερω­τή­σεις – το πρό­σω­πο της Φτε­ρου­δε­λί­τσας, άλ­λω­στε, έδει­χνε φα­νε­ρά τι ήθε­λε–, και δεν άρ­χι­σε να θριαμ­βο­λο­γεί λέ­γο­ντας «Σ’ το εί­χα πει …», όπως κά­νουν πο­λύ συ­χνά οι με­γά­λοι. Ξα­νά, λοι­πόν, τα σπιν­θη­ρο­βό­λα του μά­τια πρό­φε­ραν τις μα­γι­κές λέ­ξεις. Και να η Φτε­ρου­δε­λί­τσα μας τό­σο χα­ρού­με­νη, που ξα­να­βρή­κε τα χέ­ρια της, όσο ήταν κι εχθές που απο­κτού­σε φτε­ρά!

Αρ­γά αρ­γά, η Φτε­ρου­δε­λί­τσα κα­τέ­βη­κε κλα­δί κλα­δί στο έδα­φος μα­ζί με τους άλ­λους, μ’ όλους τους άλ­λους, κι αυ­τούς που εί­ναι ελα­φρείς κι αυ­τούς που δεν εί­ναι τό­σο, κι αυ­τούς που περ­πα­τούν κοι­τώ­ντας τις πέ­τρες του δρό­μου, κι αυ­τούς που κοι­τούν τον ου­ρα­νό, κι αυ­τούς που ξέ­ρουν πως τα μι­κρά κο­ρί­τσια δεν μπο­ρούν να πε­τούν κι αυ­τούς που σκέ­φτο­νται πως μια μέ­ρα, εάν το θέ­λουν πραγ­μα­τι­κά όλα τ’ αγό­ρια και τα κο­ρί­τσια, θα μπο­ρέ­σουν, μέ­νο­ντας όπως εί­ναι, να έχουν και χέ­ρια και φτε­ρά, και να βρί­σκο­νται την ίδια στιγ­μή στη γη και στον ου­ρα­νό.

Από­ψε σού δι­η­γή­θη­κα την ιστο­ρία που πε­ρί­με­νες... την ιστο­ρία που κά­νει την καρ­διά μου κα­λύ­τε­ρη και τα μά­τια σου γε­μά­τα εμπι­στο­σύ­νη.

Paul Éluard “Grain-d’aile”

  • Ο Πωλ Ελυάρ (πραγ­μα­τι­κό όνο­μα: Eugène Émile Paul Grindel, 1895-1952) ήταν Γάλ­λος συγ­γρα­φέ­ας και ποι­η­τής, ο οποί­ος δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε στα καλ­λι­τε­χνι­κά ρεύ­μα­τα του ντα­νταϊ­σμού και του υπερ­ρε­α­λι­σμού, θε­ω­ρεί­ται μέ­χρι σή­με­ρα ένας από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους Γάλ­λους ποι­η­τές.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ  Πωλ Ελυάρ  ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: