Κάνε την καρδιά σου παιδική!
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό χαριτωμένο κοριτσάκι, σχεδόν πιο χαριτωμένο κι από σένα. Τόσο ελαφρύ, που μόλις γεννήθηκε τα ’χασε η μαμά του, γιατί δεν το ένιωθε να βαραίνει καθόλου στην αγκαλιά της. Γι’ αυτό και της έδωσαν ένα όνομα ελαφρύ: Φτερουδελίτσα.
Μεγάλωνε τόσο καλά η Φτερουδελίτσα, που σιγά σιγά έγινε η πιο όμορφη απ’ όλα τα κορίτσια. Έτσι, που μες στη χώρα λέγανε «ελαφριά κι όμορφη σαν τη Φτερουδελίτσα».
Όπως εγώ λέω παντού πόσο όμορφη κι ελαφριά είσαι…
Η Φτερουδελίτσα έτρεχε πολύ γρήγορα, πιο γρήγορα κι απ’ τα μεγάλα τ’ αγόρια. Πηδώντας μάλιστα, κατάφερνε να μαζεύει όλα τα πιο ψηλά φουντούκια από τις φουντουκιές, τα πιο ψηλά μήλα από τις μηλιές, ακόμη και τα κεράσια της μεγάλης κερασιάς που συνήθως τ’ αφήνουν για τα πουλιά.
Καθόταν στα λεπτούτσικα κλαδιά χωρίς να τα σπάει, ακριβώς σαν πουλί. Δεν φόβιζε, όμως, καθόλου τα πουλιά. Μπορούσε να τα κοιτάζει στα μάτια όπως εγώ κοιτάω εσένα. Μπορούσε να τ’ ακούει, από πολύ κοντά, να διηγούνται τις δικές τους ιστορίες. Εάν τολμούσε, θα τα χάιδευε κιόλας.
Όταν μ’ έναν πήδο ξανακατέβαινε στη χλόη, λυπόταν τις ακρίδες, τις καημένες τις ακρίδες, πράσινες και αδέξιες σαν τα βατράχια που κακοπαθαίνουν τόσο! Πιο πολύ, όμως, αγαπούσε τις πεταλούδες. Τις ζήλευε όταν τις έβλεπε να στριφογυρνούν ευτυχισμένες σαν ψάρια μέσα στο νερό.
Η Φτερουδελίτσα ήξερε καλά πως δεν μπορούσε να πετάξει, αφού δεν είχε φτερά. Ήταν απλά πολύ ελαφριά, σχεδόν όσο ένα φύλλο, όσο ένα άχυρο, ή, ακόμα καλύτερα, όσο οι μικροί φτερωτοί σπόροι της πικραλίδας, όσο οι φλογίτσες που ο άνεμος τις ταξιδεύει μακριά…
Μη σε πάρει ο αέρας, Φτερουδελίτσα, πρόσεχε! Να είσαι φρόνιμη, ο άνεμος μπορεί να σε πάει εκεί που δεν θες να πας.
Τη νύχτα η Φτερουδελίτσα ονειρευόταν ότι πετούσε πάνω απ’ το σπίτι της, γύρω από το ρολόι της πόλης, κι ότι διέσχιζε το ποτάμι πάνω από ένα πλήθος κολυμβητών, πάνω από τα λευκά πανιά των καραβιών. Πότε πότε, μάλιστα, τραβούσε κρυφά τα πούπουλα από το αφράτο κόκκινο πάπλωμά της για να τα φυσήξει απ’ το παράθυρο και να τα δει ν’ ανεβαίνουν στον πρωινό ουρανό.
Στα παραμύθια που προτιμούσε, υπήρχαν πάντα παιδιά που ταξίδευαν πάνω στα φτερά ενός αετού, ενός πελαργού, ενός μικρού διαβόλου ή πάνω σ’ ένα ιπτάμενο χαλί. Και θαύμαζε πολύ τον φίλο της τον Πέτρο, γιατί μια φορά είχε πετάξει με αεροπλάνο.
Στις τέσσερις τ’ απόγευμα, όταν γυρνούσε από το σχολείο, έτρωγε γρήγορα το φαγητό της και ακόμα πιο γρήγορα ανέβαινε ψηλά στην κορυφή ενός έλατου, απέναντι απ’ το σπίτι της. Τρία κλαδιά τής χρησίμευαν για πολυθρόνα στα μέτρα της. Και μέχρι να βασιλέψει ο ήλιος, και η μαμά της ανήσυχη ν’ αρχίσει να τη φωνάζει, καθόταν εκεί συζητώντας με τους φίλους της τα πουλιά.
Δεν είναι, τελικά, πιο δύσκολο να μιλάς με τα πουλιά απ’ το να μιλάς με οποιονδήποτε πάνω στη γη: εσύ μιλάς, το πουλί παριστάνει ότι καταλαβαίνει, σου απαντά, κι εσύ με τη σειρά σου παριστάνεις ότι καταλαβαίνεις κι απαντάς. Το θέμα είναι ν’ ακούμε ο ένας τον άλλον που μιλά, να γνωρίζουμε καλά τι λέμε. Εάν σε ρωτήσω: «Θέλεις ένα γλυκό;» καμώνεσαι πως καταλαβαίνεις και σου το δίνω. Εάν σε απειλήσω πως θα τις φας, δείχνεις πως καταλαβαίνεις, μα δεν σε δέρνω. Έτσι, άλλωστε, κάνεις κι εσύ που φλυαρείς με την κούκλα σου, με το αρκουδάκι, με τον σκύλο σου.
Όταν η Φτερουδελίτσα γυρνούσε σπίτι της, έκπληκτα τ’ αδέλφια της την άκουγαν να επαναλαμβάνει τραγουδώντας όλα όσα έλεγαν τα πουλιά, για όλες τους τις περιπέτειες, για όλες τις οικογενειακές υποθέσεις που κλωθογύριζαν γύρω από τις φωλιές και ανακάτευαν λέξεις όπως: φτερά, πρωί, ουρανός, φόβος της καταιγίδας, φόβος των αεροπλάνων.
Ποτέ δεν σταματούσε να τραγουδάει η Φτερουδελίτσα, κι όταν τραγουδούσε, σειόταν ολόκληρη σαν να ήταν ντυμένη με φτερά. Ενθουσιασμένοι οι γονείς της που είχαν τόσο χαρούμενη κόρη, συνήθισαν το γεγονός ότι δεν ήταν σαν τ’ άλλα παιδιά, ότι δεν ζούσε και πολύ πάνω στη γη.
Μέσα στον κόσμο των πουλιών η Φτερουδελίτσα δεν είχε παρά μόνο φίλους. Σπουργίτια, αηδόνια και σπίνοι τής μάθαιναν πάντα καινούργια παιχνίδια, τούμπες και κουτρουβάλες που να πεθαίνεις στα γέλια. Τρόπους λεπτεπίλεπτους, αστείους και συνάμα τρυφερούς. Με τις καρακάξες και με τα κοτσύφια έπαιρνε ένα ύφος πονηριάς. Με τα περιστέρια γουργούριζε και αναστέναζε βαθιά, δείχνοντας ότι επιθυμούσε αληθινά κάθε τι δικό τους.
Τόσο κοντά στους φίλους της ένιωθε η Φτερουδελίτσα, που τους βοηθούσε να φτιάχνουν τις φωλιές τους. Τους έφερνε νηματάκια από το πλεκτό της για να ζεσταίνονται τα μικρά τους. Γιατί ήταν μεγάλο γεγονός για κείνη να βλέπει τα ροζ αυγά, τα πράσινα, τα κίτρινα, τ’ αληθινά αυγά του Πάσχα, να γίνονται μικρά πουλάκια. Η Φτερουδελίτσα τ’ αγαπούσε όσο και τις κούκλες της. Της έμοιαζαν, δεν είχαν πούπουλα και είχαν τόσο μικρά φτερά αυτά τα μικρούλια βρέφη, που άνοιγαν ένα τεράστιο ράμφος σαν καμινάδα. Πόσο χαζούλια φαίνονταν τη στιγμή που δίσταζαν να πετάξουν! Κι όμως λιγότερο χαζά απ’ τη Φτερουδελίτσα, που δεν θα μπορούσε ποτέ να πετάξει, αφού της έλειπαν τα φτερά.