Η τιμητική αυτή εκδήλωση [17 Οκτωβρίου 2018 στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκης], για τα 30 χρόνια από τότε που ο Άρις Γεωργίου ξεκίνησε το διεθνές φεστιβάλ φωτογραφίας Photosynkyria, είναι μια ευκαιρία να συζητηθεί η προσφορά του στα φωτογραφικά πράγματα της χώρας και στην πόλη της Θεσσαλονίκης, το όνομα της οποίας ταξίδεψε με τη δράση του σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, από την Αυστραλία ως τον Καναδά, και από τη Φινλανδία ως τη Νότιο Αφρική.
Όπως έχω πει παλιότερα για τον Σταύρο Μωρεσόπουλο, και ισχύει νομίζω για κάποιους ακόμη ανθρώπους του Φωτογραφικού Κέντρου Αθηνών, όποιος κάνει φωτογραφία σήμερα στην Ελλάδα χρωστάει κάτι στον Άρι, ακόμη κι αν δεν το ξέρει. Η Photosynkyria, λοιπόν, ιδρύθηκε από τον Άρι το 1988. Προπομπός υπήρξαν το 1985 οι σημαντικές εκδηλώσεις του Parallaxis στη Θεσσαλονίκη, στην οργάνωση των οποίων, εκτός από τον ίδιο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι Γιάννης Βανίδης και Απόστολος Μαρούλης. Η ίδια τριάδα δημιούργησε το βραχύβιο Ελληνικό Μουσείο Φωτογραφίας. Η σημασία του φεστιβάλ για αρκετά χρόνια υπήρξε πολύ μεγάλη: ήταν, ουσιαστικά, η προθήκη της ελληνικής φωτογραφίας, το πιο επίσημο σημείο συνάντησής της με τη διεθνή σκηνή. Πολλοί και σημαντικοί Έλληνες φωτογράφοι επιθυμούσαν να κάνουν πρεμιέρα την καινούργια τους δουλειά στο πρόγραμμά του. Φοιτητές του Τμήματος Φωτογραφίας των ΤΕΙ επανειλημμένα ανέβηκαν με ενοικιασμένο λεωφορείο για να βρεθούν κοντά στις εκδηλώσεις του. Ο Raymond Depardon, ο σπουδαίος αυτός Γάλλος φωτογράφος, συνομιλώντας με έναν συνεργάτη του μουσείου στο Φεστιβάλ της Αρλ, στα μέσα του 2000, όταν αναφέρθηκε το όνομα της πόλης, το πρώτο που είπε, ήταν: «Ξέρω ότι έχετε ένα σπουδαίο φεστιβάλ εκεί, που πολύ θα ήθελα να έρθω να εκθέσω το έργο μου». Αυτή ήταν η τεράστια δυναμική που είχε αναπτύξει το φεστιβάλ. Από την άλλη υπήρχε η πλευρά ενός φεστιβάλ με καλή φιλοξενία και ανθρώπινη κλίμακα, στοιχεία που έκαναν τους φωτογράφους να το νιώθουν σαν ζεστό τόπο γνωριμίας και ανταλλαγής.
Την ίδια χρονιά, το 1988, ο Άρις ξεκίνησε την Camera Obscura, που κλείνει επίσης τρεις δεκαετίες και μετρά ήδη περισσότερα από 100 τεύχη. Άπειρες σχεδόν είναι οι πρωτοβουλίες του Άρι, πολύ μεγάλος ο αριθμός εκδόσεων του δικού του έργου και ακόμη εκείνων που σχεδίασε. Μπορεί κανείς να μιλήσει σε χωριστές εκδηλώσεις για τον Άρι ως αρχιτέκτονα, φωτογράφο, σχεδιαστή βιβλίων, γραφίστα γενικότερα, για τις συγγραφικές και ζωγραφικές του τάσεις, καθώς και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο συνδύαζε την ελευθεριότητα και ταυτόχρονα την πειθαρχία. Ίσως αυτό να οφείλεται στη βαθιά επιρροή του από την τζαζ, που με κάποιο υπόγειο τρόπο τα εξηγεί υπόγεια όλα αυτά.
Δεν θα ήθελα να μιλήσω με στεγνό, θεωρητικό λόγο, ούτε να επιχειρήσω εδώ κάποια ανάλυση του έργου του, που ίσως είναι οφειλόμενη αλλά θα υποχρεωθεί να αναμείνει άλλη ευκαιρία. Θα προτιμούσα για την περίσταση έναν τόνο πιο προσωπικό, ίσως εξομολογητικό. Έτσι, ίσως είναι σκόπιμο να αναφέρω μια μικρή ιστορία:
Τον Δεκέμβριο του 1992 επέστρεψα στην Ελλάδα μετά από απουσία τεσσάρων περίπου χρόνων στις ΗΠΑ. Δεν ήξερα κανέναν άνθρωπο της φωτογραφίας στη Θεσσαλονίκη ή την Ελλάδα γενικότερα. Σε κάποιο φωτογραφικό περιοδικό διάβασα για το Ελληνικό Μουσείο Φωτογραφίας, υπήρχε κι ένα τηλέφωνο. Στις αρχές Ιανουαρίου κάλεσα τον αριθμό αυτό. Στην άλλη γραμμή ο Άρις σύντομα αλιεύει πληροφορίες για τις σπουδές και τα ενδιαφέροντά μου για τη φωτογραφία. Με καλεί στο γραφείο του, όπου τις επόμενες μέρες συναντηθήκαμε. Ήταν η αρχή μιας συνεργασίας και μιας φιλίας που διαρκεί 25 χρόνια, μέσα από την οποία πέρασαν δέκα διοργανώσεις φεστιβάλ, τέσσερα χρόνια συμβίωσης στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, εκθέσεις και εκδόσεις, πολλές πρωτοβουλίες, κοινές ανησυχίες και πλείστες όσες ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Να σημειωθεί ότι το φεστιβάλ τη δεκαετία του 1990 το οργάνωναν, όπως λέγαμε πειρακτικά μεταξύ μας, δυόμισι άνθρωποι (εκείνος, εγώ και η γραμματέας του αρχιτεκτονικού του γραφείου, που μας βοηθούσε κάπως γραμματειακά). Και οι δυο μας έπρεπε να παίζουμε σε όλες τις δυνατές θέσεις: μεταφράσεις, δελτία Τύπου, αλληλογραφία, κείμενα, επιμέλειες, υποδοχή ξένων, καδράρισμα, ανάρτηση, συνεννοήσεις και έκτακτες λύσεις κάθε λογής. Έπρεπε κανείς να εκπαιδευτεί ως συνεργάτης παντός καιρού. Κάπως έτσι έμαθα κοντά στον Άρι πάρα πολλά, και μπορώ μόνο να ελπίζω ότι πρόλαβα να ανταποδώσω μέρος αυτής της οφειλής. Το κυριότερο που μου μετέδωσε ήταν το ασίγαστο πάθος που τον έκαιγε και το οποίο αναδυόταν μόλις εμφανιζόταν μια καινούργια, σημαντική πρόταση. Μετά από μισή ώρα τηλεφωνικών επικοινωνιών θα είχε εξασφαλίσει χώρο για την έκθεση, εκδότη πιθανόν για έκδοση, θα είχε μιλήσει με κάποιο μορφωτικό ινστιτούτο ή πρεσβεία για πολύτροπη στήριξη, όλα με έναν τρόπο πυρετώδη.