Με δεδομένη την τεράστια σημασία του Dante και ιδίως του κορυφαίου έργου του, της Commedia
(στο εξής Κωμωδία), για τη μεταγενέστερή του δυτική λογοτεχνική παράδοση, είναι προφανές πως ό,τι ονομάζουμε σχηματικά τύχη του Dante στον χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας και λογιοσύνης είναι ένα εκτεταμένο, πολυποίκιλο και σύνθετο φαινόμενο. Μέχρι σήμερα η ελληνική πρόσληψη του έργου του κορυφαίου ιταλού ποιητή έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφόρων μικρότερων ή μεγαλύτερων εργασιών, με σημαντικότερες ανάμεσά τους την παλαιότερη μονογραφία του Filippo Maria Pontani, Fortuna neogreca di Dante (Ελληνική τύχη του Δάντη, 1966),[1]
και την προ εικοσαετίας διατριβή της Μαρίας Σγουρίδου, Η επίδραση του Δάντη στην Νεοελληνική Λογοτεχνία (1998).[2]
Από την εποχή της καίριας στις παρατηρήσεις της αλλά ελλιπούς ως προς το υλικό της μελέτης του Pontani έχει πλέον παρέλθει μισός αιώνας, ενώ και η διατριβή της Σγουρίδου παρουσιάζει αξιοσημείωτα κενά στο εξεταζόμενο υλικό και επίσης εμφανίζει αρκετά και όχι αμελητέα σφάλματα. Αξιόλογες συμβολές στην εξέταση της σχέσης ειδικότερα του Γιώργου Σεφέρη με τον Dante είναι η επτασέλιδη σχετική ενότητα στο βιβλίο του Pontani,[3]
μία επίσης ιταλόγλωσση μελέτη του Massimo Peri (1976)[4] κι ένα μελέτημα του Άρη Μαραγκόπουλου (2000) με θέμα το σεφερικό μυθιστόρημα Έξι νύχτες στην Ακρόπολη.[5]
Μέχρι σήμερα, πάντως, η σύνθετη σχέση του Σεφέρη (του πεζογράφου, του ποιητή και του δοκιμιογράφου) με το δαντικό έργο δεν αποτέλεσε αντικείμενο συνολικής θεώρησης. Αυτήν τη θεώρηση θα επιχειρήσω στην παρούσα μελέτη.
Στο ερώτημα πότε και πώς πρωτογνώρισε ο Σεφέρης το έργο του Dante, κυρίως την Κωμωδία, μας δίνουν απάντηση οι διαθέσιμες κειμενικές μαρτυρίες του ίδιου του Σεφέρη. Χρονολογεί, λοιπόν, στο δοκίμιό του για τον Dante το 1966, την πρώτη γνωριμία του με την Κωμωδία «το καλοκαίρι του ’35 στο Πήλιο».[6]
Περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτήν τη γνωριμία παραθέτει ο Σεφέρης σε επιστολή του προς τον Filippo Maria Pontani τον Ιούλιο του 1964. Γράφει εκεί:
Καθυστέρησα να πλησιάσω τον Δάντη (αλλά, όταν το έκανα, το έκανα με αποφασιστικό τρόπο). […] Γύρω στο 1934, πριν αναχωρήσω για το Λονδίνο, αγόρασα, στη μικρή έκδοση του Dent (Temple Classics) τα τομίδια που είδες στο σπίτι μου: μιαν οικονομικότατη έκδοση της Κωμωδίας, της Νέας Ζωής και του Συμποσίου, που δεν την αποχωρίστηκα ποτέ μου και που μου στάθηκε πολύτιμη. Θυμάμαι το καλοκαίρι του ’35, όταν πέρασα έναν μήνα στο Πήλιο. Ήταν η πρώτη φορά που διάβασα ολόκληρη την Κωμωδία κι ένιωσα με υπερηφάνεια ότι αυτός ο ποιητής επικύρωνε τις προσπάθειές μου για μιαν έκφραση όπου κάθε λέξη θα λειτουργούσε δίχως καλλωπισμό.[7]
Αυτές είναι οι ρητές μαρτυρίες του Σεφέρη. Αλλά ο βιογράφος του, ο Ρόντρικ Μπήτον, γράφει ότι την Κωμωδία «είχε ξεκινήσει να διαβάζει [ο ποιητής] λίγο πριν κλείσει τα τριάντα», δηλαδή πριν από το 1930.[8]Επίσης ο Μπήτον επισημαίνει ότι τον Απρίλιο του 1932 χρονολογείται χειρόγραφο της Στέρνας με τρίστιχη κεφαλίδα από τη δαντική «Κόλαση» (XXXIV, 91-93), κεφαλίδα σημαντική για την κατανόηση της Στέρνας, που αφαιρέθηκε στη δημοσιευμένη μορφή του ποιήματος.[9]
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Μπήτον, υπάρχουν στοιχεία που επιτρέπουν να χρονολογήσουμε την πρώτη ανάγνωση της δαντικής «Κόλασης» από τον Σεφέρη ήδη το 1927.[10]
Έτσι ο Μπήτον, ουσιαστικά, συμφωνεί με την παλαιότερη εκτίμηση του Massimo Peri ότι ο Σεφέρης γνώριζε την Κωμωδία, τουλάχιστον εν μέρει, αρκετά πριν από το 1935· συγκεκριμένα την εποχή της πρώτης επεξεργασίας του μυθιστορήματός του Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, τα χρόνια 1926-1930.[11]
Μάλιστα, σύμφωνα με τον Peri, υπάρχει μια «σκόπιμη και σχεδόν προκλητική σιωπή του Σεφέρη για τη γέννηση της δαντικής παιδείας του»,[12]
κι αυτήν τη σιωπή ο ιταλός μελετητής προσπάθησε να την εξηγήσει με μια σειρά από σκέψεις και υποθέσεις του. Η γνώμη μου είναι ότι τα διαθέσιμα στοιχεία δεν αντιφάσκουν και συνεπώς δεν υπάρχει αποσιώπηση και σκοπιμότητα από την πλευρά του Σεφέρη. Γνώριζε ως ένα σημείο την Κωμωδία και την αξιοποίησε δημιουργικά και πριν από το 1935, αλλά το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς ήταν η στιγμή της ουσιαστικής, «αποφασιστικής» κατά τη διατύπωση του ίδιου, αναγνωστικής επαφής του με το κορυφαίο δαντικό έργο. Η αποσιώπηση για την οποία έκανε λόγο ο Peri είναι φαινομενική, αν συνεκτιμηθεί και μ’ ένα επιπρόσθετο, κρίσιμο για τη σχέση του Σεφέρη με τον Dante, στοιχείο. Το γεγονός, συγκεκριμένα, ότι, όπως έχουν ήδη επισημάνει τουλάχιστον τρεις μελετητές, ο Peron, ο Βαγενάς και ο Μαραγκόπουλος,[13]
ο Σεφέρης γνώρισε τον Dante κυρίως ή τον πρωτογνώρισε με τη μεσολάβηση των σχετικών με τον ιταλό ποιητή ποιητικών και δοκιμιογραφικών κειμένων του T.S. Eliot. Μάλιστα όχι μόνο η αρχική επαφή του με τον Dante διαμεσολαβήθηκε από τον Eliot, αλλά αυτή η μεσολάβηση διατηρήθηκε ισχυρή, όπως θα δούμε, και στη συνέχεια.
Περνώντας στην εξέταση των βασικότερων σημείων της σχέσης του Σεφέρη με το έργο του Dante, είναι φανερό ότι αυτά είναι τρία, συγκεκριμένα αφορούν σε τρία σεφερικά κείμενα που εκδηλώνουν τρεις συγγραφικές πλευρές, εκείνες του πεζογράφου, του ποιητή και του δοκιμιογράφου Σεφέρη. Το πρώτο κείμενο είναι το μυθιστόρημα Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, το δεύτερο το ποίημα «Selva oscura» και το τρίτο το δοκίμιο «Στα 700 χρόνια του Δάντη».