Το 2007 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Random House το βιβλίο Mere Anarchy (τουτέστιν Απλή αναρχία) του Γούντι Άλλεν. Δεκαοκτώ αφηγήματα, μερικά εκ των οποίων είναι ήδη δημοσιευμένα στο περιοδικό The New Yorker, φιλοδοξούν να μεταφέρουν στο χαρτί τον ασυναγώνιστο και παγκοσμίως αναγνωρισμένο υποδόριο κινηματογραφικό του σαρκασμό για τη μεσοαστική τάξη της αγαπημένης του πόλης, το Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Και αποτυγχάνει θεαματικά. Χαρακτηριστικά, μάλιστα, ο Benjamin Plotinsky στην αδυσώπητη κριτική του για το βιβλίο στο περιοδικό Commentary καταλήγει: «Γι’ αυτό και όποιος θα ήθελε να κατανοήσει πραγματικά σε τι ακριβώς συνίσταται η γοητεία του Άλλεν, καλό θα ήταν να αφήσει κατά μέρος την πεζογραφία του και να προσηλωθεί σε μερικές από τις κλασικές του ταινίες».[1]
Εκεί όμως που αποτυγχάνει ο Γούντι Άλλεν, ο Μοδινός τα καταφέρνει, και μάλιστα με τον ίδιο ανάλαφρο τρόπο που γυρίζει τις ταινίες του ο προηγούμενος: σαν μια βόλτα στην πόλη, όπου κυκλοφορούν αδέσποτες εικόνες και λόγια. Πρωταγωνιστής αναδεικνύεται εδώ ο αστικός χώρος και οι εντός αυτού ροές ή, για να το πούμε αλλιώτικα, η μέχρι πρότινος ταυτισμένη με τα τρία καθέτως στα σταυρόλεξα, και μερικώς απελευθερωμένη από τις μεταμοντέρνες αποδομήσεις, σύγχρονη γεωγραφία. Γιατί ο Μιχάλης Μοδινός παραμένει πρωτίστως γεωγράφος, και ως τέτοιος επαναφέρει θριαμβευτικά τη λογοτεχνία στην αφετηρία της. Μάλιστα, με έξυπνο –που σημαίνει ικανότητα και ταλέντο γραφής– τρόπο οδηγεί την κυρίαρχη στις μέρες μας και στη λογοτεχνία αυτοαναφορικότητα στην αστική της καταγωγή: στον χώρο. Σαν τον Ραστινιάκ στον Μπαρμπα-Γκοριό
του Μπαλζάκ, που στέκεται μόνος σε έναν λόφο απέναντι στο Παρίσι, και λέει στην πόλη του: «... Και τώρα οι δυο μας...»
Η θριαμβεύουσα στα δοκίμια –άσκηση και δοκιμασία της κρίσης στα πιο διαφορετικά ζητήματα, μεγάλα ή μικρά, σύμφωνα με τον Μονταίνιο– του Μοδινού έννοια του οικοσυστήματος είναι ρητά παρούσα και στη λογοτεχνία του. Πρόκειται για την ανθρωπογεωγραφία του χώρου ή, αν το θέλουμε, για «Το ανθρώπινο οικοσύστημα» που προβάλλει ως τίτλος αλλά και ως περιεχόμενο στο μονόλογο νούμερο 16 της νεαρής Ανζέλ Νταουτζή, και ενσωματώνει τις αναμνήσεις της παρκαρισμένης σε οίκο ευγηρίας, με τον εμβληματικό τίτλο «Ρέστειον», γιαγιάς της. Και σε μια γωνιά ο αιρετικός Σιοράν μοιάζει να κλείνει πονηρά το μάτι στον Μοδινό. «Ένας περίπατος στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς. Όλοι νέοι ή γέροι κάνανε σχέδια. Τώρα δεν κάνουν πια».[2]Γιατί πάντα έτσι ήταν ο κόσμος, ανθρώπινη ποικιλία, τραγωδία και κωμωδία μαζί.
Αν και ο μονόλογος ως λογοτεχνικός ιδιωματισμός έχει οσμή αυτοαναφορικότητας, οι μονόλογοι του Πλέγματος, είκοσι τον αριθμό, είναι αλαλάζοντα οχήματα που διασχίζουν και κατακερματίζουν την πόλη. Απελευθερώνουν στα μάτια του αναγνώστη, που ξέρει αλλά δεν γνωρίζει, αυτό το τρομακτικό χάος που, σύμφωνα με τον Isaiah Berlin, υφίσταται κάτω από την ψευδή τάξη της αστικής ύπαρξης2 «καθώς μας κόβει το φανάρι της Μεσογείων, δεξιά μας το Mikel, φίσκα στον κόσμο που ρουφάει ενθουσιωδώς τον φρεντουτσίνο του στο πιο ρυπασμένο σημείο της πόλης, ενώ ένας υστερικός τροχονόμος καταφέρνει να κάνει τα πράγματα δυσκολότερα, χειρονομώντας και βρίζοντας…»
Οι λογοτεχνικοί ήρωες του Μοδινού, δεκαεννιά τον αριθμό αυτήν την φορά στο Πλέγμα, μετά την κοσμοπολίτικη περιπλάνηση τους στο Παρίσι (Η σχεδία), στη Μοντάνα των ΗΠΑ και στο Μεξικό (Άγρια Δύση) αλλά κυρίως στην Αφρική (Χρυσή Ακτή, Ο Μεγάλος Αμπάι, Εκουατόρια) και στην ελληνική περιφέρεια (Επιστροφή, Τελευταία έξοδος Στυμφαλία), επιστρέφουν στην Αθήνα και είναι, όπως θα αναμενόταν άλλωστε, διαφορετικοί. Τροποποιημένη είναι τόσο η συναισθηματική δομή όσο και οι συνδηλώσεις των αισθήσεών τους. Από τις αρχές ακόμα του 20ού αιώνα, όπου τοποθετείται η ιστορική αφετηρία των μητροπόλεων, ο Georg Simmel έχει επισημάνει, σε ό,τι αφορά τους κατοίκους τους, αυτό το νέο είδος ανθρώπινης εξέλιξης: «Το ψυχολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο σχηματίζεται ο τύπος των ατομικοτήτων της μεγαλούπολης είναι η αύξηση του επιπέδου της νευρικής δραστηριότητας, που προκύπτει από τη ραγδαία και ασταμάτητη εναλλαγή εξωτερικών και εσωτερικών ερεθισμάτων».[3]
Η αρχή του μονολόγου αριθμός 10 της Τασούλας Παραστατίδου: «Όλα έγιναν όπως σ’ εκείνον τον θεατρικό μονόλογο κάποιας Ρεζά», ίσως να αποτελεί εκμυστήρευση του συγγραφέα ότι οι νευρικοί έως υστερικοί διάλογοι στα θεατρικά έργα της Γιασμίνα Ρεζά μπορεί να αποτέλεσαν το εναρκτήριο ερέθισμα για τη δημιουργία του Πλέγματος. Πιθανόν και να ισχύει σε έναν βαθμό, καθώς στο θεατρικό της Ο θεός της σφαγής, εκτός των άλλων, τελετουργικά επαναφέρει τον «ευγενή άγριο» στα μεσοαστικά σαλόνια του δυτικού κόσμου. Απλώς να υπενθυμίσουμε ότι η προλογοτεχνική και δοκιμιακή περίοδος του Μοδινού έχει σταθερή αξία την υπεράσπιση, μερικές φορές και εμμονικά, του ανιστόρητα λοιδορούμενου κόσμου της λεγόμενης υπανάπτυξης.
Αλλά αν επιχειρήσουμε μια λογοτεχνική αναφορά και σύνδεση του Πλέγματος με μια άλλη λογοτεχνική κατάθεση, ο νους μου πάει στο Η Κυψέλη
του βραβευμένου με Νομπέλ Ισπανού Καμίλο Χοσέ Θέλα.[4] Όπως το Πλέγμα είναι η Αθήνα έτσι και η Κυψέλη είναι η μεταπολεμική Μαδρίτη. Οι όχι τυχαίοι, νομίζω, τίτλοι αποκαλύπτουν τη βασική σκέψη των συγγραφέων, που είναι αυτή ακριβώς η σχέση των πραγμάτων και των εγκλωβισμένων σε έναν μικρό χώρο ανθρώπων: Η κοινωνία (ίσως) ως οικοσύστημα. Στην Κατίρα του (1950) ο Θέλα υμνεί την άγρια και ρομαντική ζωή της Βενεζουέλας. Προλογίζοντας την τρίτη έκδοση της Κυψέλης το 1957 ο ίδιος, μεταξύ των άλλων, γράφει: «...οι ιδέες είναι ένας αταβισμός…» Δικαιώνεται εξήντα χρόνια αργότερα από τη μοδίνεια Νίκη Ωραιοπούλου στον μονόλογο αριθμός 17: «...έχεις γνωρίσει γιο ταγματασφαλίτη ποτέ; Όλοι στο ΕΑΜ δηλώνουν πως ήταν...» Αλλά και από τον σαρκασμό του Άρη Δαμιάνογλου στον μονόλογο αριθμός 5: «...Παρέμενε σταθερά αριστερή φυσικά. Πότε θα γνωρίσω μια γυναίκα που ο πατέρας ή ο παππούς της να ήταν στα Τάγματα Ασφαλείας;»
Το Πλέγμα του Μιχάλη Μοδινού είναι σαν ταινία του Γούντι Άλλεν: τη βλέπεις ευχάριστα, γελάς, περνάς καλά, ταυτίζεσαι, την κουβεντιάζεις εσύ και η παρέα σου στο μετά (μπαράκι – ταβέρνα – gourmet εστιατόριο), και την άλλη μέρα, όταν τη σκέφτεσαι ή, πολύ περισσότερο, όταν προσπαθείς να γράψεις κάτι γι’ αυτήν, καταλαβαίνεις το πόσο σπουδαία είναι. Γιατί πρωταγωνιστής του βιβλίου και της ταινίας είσαι εσύ ο ίδιος. Εσύ και τα τραύματά σου. Και αν έχει δίκιο ο Χαρούκι Μουρακάμι ότι ένας από τους μεγάλους ρόλους της μυθοπλασίας είναι να εξερευνά όσο πιο βαθιά γίνεται και με όσον το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες τα τραύματα, τότε το Πλέγμα ίσως είναι κάτι περισσότερο από αποκαλυπτική τοιχογραφία της πόλης, καθώς λειτουργεί θεραπευτικά. Και τότε ίσως στα κρυφά (όπως ο Χάρης Μαυροειδής στον μονόλογο νούμερο 7) «...βάζω τα κλάματα με αναφιλητά εκεί στου Ψυρρή, ανάμεσα σε φοιτητάκια και επαίτες, Λιθουανούς τουρίστες και λαχειοπώλες. Τα δάκρυα ρέουν ανεμπόδιστα και εν μέρει μόνο ανακουφιστικά, μιας και εμπεριέχουν το παρελθόν και την ίδια του τη διάψευση, κι από τα γύρω τραπέζια αρχίζουν να μας κοιτούν περίεργα».