…μου έλεγε πως ήταν καιρός να ξεκινήσω, αν ήθελα να εγγίσω αυτό που είχα νιώσει μερικές φορές στη διάρκεια της ζωής μου, σε ξαφνικές αναλαμπές.
Μαρσέλ Προύστ, Αναζητώντας τον χαμένο καιρό
Γιάννης Τζανετάκης: «Θαμπή Πατίνα»
Ύστερα από πολύχρονη απουσία, ο Γιάννης Τζανετάκης επανακάμπτει στη λογοτεχνική σκηνή με την ποιητική συλλογή Θαμπή Πατίνα, αθροίζοντας όλη την κερδισμένη του εμπειρία, εν Φαντασία και Λόγω. Το βιβλίο αποτελεί σχόλιο για τη λιτότητα στην ποιητική τέχνη. Με διαυγή γλώσσα, ακρίβεια και νοηματική πυκνότητα, ο Τζανετάκης κατασκευάζει μια φόρμα μινιμαλιστική: γυμνή, αυστηρή, σύντομη, εμπλουτισμένη με βαθύ συναισθηματικό ήχο, και επιπλέον, χαμηλόφωνη, όπως χαμηλόφωνη είναι η απλή, καθημερινή ζωή. Ανατρέχοντας στα γνωστά παλιότερα θέματά του, κρατάει το ζωντανό ίχνος του παρελθόντος, για να το πλησιάσει ξανά, μέσα από την απόσταση του «επόμενου» βλέμματος. Χαρακτηριστικό στοιχείο της συλλογής, η σπαραχτική αίσθηση της απώλειας, καθώς η απεικόνιση της μάχης με τον χρόνο – μιας μάχης εξ’ αρχής χαμένης για κάθε ανθρώπινη πλάσμα– ξαναφέρνει στην επιφάνεια τη γνωστή φράση του Ριχάρδου του Β : Xάλασα τον χρόνο, τώρα ο χρόνος χαλάει εμένα.
Η απώλεια, ως κεντρικό σημαίνον της συλλογής διαποτίζει σχεδόν όλα τα ποιήματα, ανασύροντας ξεχασμένα κομμάτια βίου, πρόσωπα που ενέχουν ρόλο κύριων συναισθηματικών σημείων στην ιστορία του ποιητικού υποκειμένου, αλλά και γεγονότα, συναντήσεις, θανάτους, επίσημες κοινωνικές τελετές, στιγμιότυπα, πένθη, χειρονομίες, νοσταλγίες. Η ίδια η ζωή περνά εδώ, με φευγαλέες εικόνες-πνοές, σαν μια κινηματογραφική ταινία που προβάλλεται με την εσωτερική ταχύτητα του ποιητή. Βασικός μοχλός γι’ αυτή την παρουσίαση, η μνήμη –θεραπαινίδα του αισθήματος–, η μνήμη που ψαχουλεύει βασανιστικά ποικίλους κόσμους, για να περισυλλέξει τα τιμαλφή της. Ο Τζανετάκης δεν μας δίνει χαρούμενες σκηνές. Στον «ήσυχο λυρισμό» του, η λύπη περισσεύει. Η ανάμνηση είναι σχεδόν πάντα πικρή. Και η νοσταλγία οδηγεί σε δραματικές λεκτικές κορυφώσεις και πένθιμες ατμόσφαιρες: Εδώ λοιπόν/ στο κοιμητήριο Κηφισιάς/ έβαλε νεκρά/ ο Παύλος ο Μοσχούτης/ -θρύλος του Ράλι Ακρόπολις- / εδώ μαρμάρωσε/ σε μια στροφή επάνω (Εδώ λοιπόν)
Η απώλεια, ως αίσθημα και ως βίωμα, συνοδεύεται συνήθως από την έννοια της ματαιότητας. Και οι δυό αυτές συντηρούν τη μελαγχολία. Ο Τζανετάκης κινείται σε ένα απολύτως μελαγχολικό κλίμα, αφήνοντας σκοτεινές εικόνες να τον παρασέρνουν. Ο Ιπποκράτης ονόμαζε τη μελαγχολία μέλαινα χολή. Από αυτή τη χολή πλημμυρισμένος ο ποιητής, αφηγείται, άλλοτε ως συντετριμμένος ενήλικος κι άλλοτε βυθισμένος στην αναβίωση της παιδικότητας, που μοιάζει να επιστρέφει κραταιή, αλλά όχι για να τον επανατροφοδοτήσει με φως και θαύματα. Ο Αριστοτέλης (στο γνωστό του κείμενο Περί μνήμης και ανάμνησης, περιγράφει τον μελαγχολικό άνθρωπο ως αυτόν που κατακλύζεται από ανεξέλεγκτες αναμνήσεις. Ο Τζανετάκης αφήνεται να αλωθεί χάριν της ποίησης και το αποτέλεσμα τον δικαιώνει.
Δεν μπορώ να συλλάβω κάποιον τύπο ομορφιάς, στον οποίο δεν υπάρχει η μελαγχολία, σημειώνει ο Μπωντλέρ, του οποίου το spleen –μια έννοια που στις ελληνικές της μεταφράσεις συχνά αποδόθηκε ως ανία–, έγινε αντικείμενο πολλών αναλύσεων. Σε αντίθεση με το μπωντελερικό spleen που δεν αναφέρεται στον θάνατο (όπως παρατηρεί η Ανιές Βερλέ) αλλά «στην οδύνη που γεννά η παραίτηση του έμπλεου αγωνίας πνεύματος», ο Τζανετάκης μας δείχνει τη σφαγιασμένη ύπαρξη, εκείνη που οιμώζει και παραπατά, όντας θεατής όλων των χαμένων πραγμάτων που πλέον η πατίνα του χρόνου τα έχει σημαδέψει με τη σφραγίδα της φθοράς. Ο χρόνος έχει νικήσει κατά κράτος εδώ, διαλύοντας τα πάντα – τη χαρά, την αθωότητα, το όνειρο, τη μυθολογία της γενέθλιας πόλης, την παιδική ηλικία, τη μυθολογία του έρωτα, αλλά και όλους τους αγαπημένους ανθρώπους, ζωντανούς ή νεκρούς.
Στην παρούσα ποίηση η γλώσσα, κοσμημένη με ελάχιστους προσδιορισμούς, αφήνει τα ουσιαστικά να αναβλύζουν από τις βαθιές πηγές τους, σαν ήχος οξύς από τεντωμένη χορδή, ήχος λυπημένος, μοναχικός και κάποτε απελπισμένος.
Ο ποιητής είναι συνήθως φύση μελαγχολική. Γι’ αυτό και η δημιουργικότητα αποτελεί το αντίβαρο αυτής της φύσης. Ο Τζανετάκης όμως πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα από τη μελαγχολία: γράφει από τα βάθη του πηγαδιού: από τη γνώση του πεπερασμένου. Στο παρόν βιβλίο, υπάρχει λοιπόν έντονο το ίχνος του θανάτου, άλλοτε κυριολεκτικά, άλλοτε μεταφορικά, του θανάτου που με κάθε λέξη κλέβει από τη ζωή και την ύπαρξη: Το φως σου τι έχει κι εμαράθη/ κι έπαψε να τρέχει στ’ άνθη;… στεφάνια αντί για στέφανα/ λες κι άλλαζε ο παππάς/ κι όλο έσφιγγα/ τη χούφτα/ άθελα/ χώμα αντί για ρύζι/ μην πετάξω. (Ο γάμος)…. Όχι είπα/ δεν φταίει ο καταρράκτης/ ολοένα που με βλέπεις/ πιο θαμπό/ εγώ σιγά σιγά θαμπώνω/ πίσω απ’ την κουρτίνα/ κλαίω βουβά/ παιδί που έσπασε το βάζο.(Εγώ σιγά σιγα)
Υπάρχει στην κατάσταση της μελαγχολίας μια ενοχή, που επισημάνθηκε από τους θεωρητικούς του Ρομαντισμού. Ο Τζανετάκης μοιάζει να αποχαιρετά το παρελθόν και τον ίδιο τον «παιδικό εαυτό του», εκείνον που είχε την πολυτέλεια της ονειροπόλησης και της αμεριμνησίας, αλλά και της αφέλειας να σχεδιάζει ακριβώς όσα ο ενήλικος δεν μπορεί να πραγματώσει. Η ενοχή όμως συνδέεται εδώ με τη ματαίωση: Η αιωνιότητα συντρίβεται πάντα μέσα στο σώμα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην παρούσα συλλογή έχουν τα ολιγόλεκτα ποιήματα που καταθέτει ο Τζανετάκης: δίστιχα–σχόλια πάνω στην παραδοσιακή ποίηση, τα οποία, με τη συνεπικουρία της ομοιοκαταληξίας, συμπυκνώνουν τη γλώσσα στο ελάχιστο: Λουλουδάκι δίχως γλάστρα/ όλη νύχτα γνέφει στ’ άστρα… Χωρίς ασπράδι πώς θωρείς/ δίχως χορδές πώς κρένεις;… Τρέμει πάνω του η νόσος/χάραμα στο φύλλο η δρόσος… (Συναντώ εδώ στιγμές από το δημοτικό τραγούδι, τον Σολωμό, τον Κάλβο.) Με τα περάσματα αυτά, που κρατούν τον χώρο μιας ολόκληρης σελίδας, έχω την αίσθηση ότι ο ποιητής πολύ συνειδητά δημιουργεί ραφές ανάμεσα στην «παλιά» και τη «νεώτερη» λογοτεχνία, καθιστώντας το παρόν έργο εννοηματωμένο καλλιτεχνικό σώμα. Έτσι η έννοια του χρόνου αποτυπώνεται και στην ιστορική της διάσταση, μέσα από τις γλωσσικές μετατοπίσεις της ίδιας της ποίησης.
Τελειώνοντας, σημειώνω δυο λόγια για τη γλώσσα του Τζανετάκη: Ίσως το μυστικό του βιβλίου, το «βάρος» και η λεπτή «ευστάθειά» του, βρίσκεται στην ελάχιστη χρήση των επιθέτων, Ο επιθετικός προσδιορισμός σε ένα κείμενο πάντα αφαιρεί την ένταση από το ουσιαστικό γιατί το «ανεβάζει στην επιφάνεια», αφού καθοδηγεί τη φαντασία του αναγνώστη, εμποδίζοντάς την να ασκήσει την ελευθερία της παρέκκλισης, της παρερμηνείας, και, γιατί όχι, της μεταποίησης των εικόνων και των σημάνσεων κατά βούληση. Όταν υπάρχει επίθετο, η πρωταρχική δύναμη του ουσιαστικού, η οντολογία του, εξασθενεί, γιατί δέχεται έναν βαρύ ίσκιο. Στην παρούσα ποίηση η γλώσσα, κοσμημένη με ελάχιστους προσδιορισμούς, αφήνει τα ουσιαστικά να αναβλύζουν από τις βαθιές πηγές τους, σαν ήχος οξύς από τεντωμένη χορδή, ήχος λυπημένος, μοναχικός και κάποτε απελπισμένος. Και είναι οι ήχοι αυτοί συνδεδεμένοι με το τραυματισμένο σώμα του ποιητή, με τους πόνους του, αλλά και τις συγκινήσεις του, με τις ματαιώσεις που ο ίδιος μπορεί να απαριθμεί μία προς μία, καθώς αφήνεται στο παιχνίδι της μνήμης.
Ο λεπτεπίλεπτος ψυχισμός του Τζανετάκη, με την ειδική υφή της ενηλικίωσής του, μεταφέρει στο παρόν έργο έναν υπόγειο θρήνο: την ίδια την υφή της υπαρκτικότητας που διαρκώς συνδιαλέγεται με το αναπόφευκτο όριο του θανάτου. Η υπαρξιακή αυτή ένταση, δίνει στο βιβλίο τη δύναμη και το βάθος του. Εντούτοις, το ποίημα – ως ον που ζει εκτός του χρόνου, σε ένα επέκεινα γλωσσικό και ηθικό, στην επικράτεια της αϊδιας δημιουργικής ροής – αποτελεί σημείο εναντίωσης και προς τον χρόνο και προς τον θάνατο. Και αυτή ακριβώς η πραγματικότητα, αφαιρεί το σκότος από την τελευταία σελίδα της συλλογής, όπου διαβάζουμε: Βγάλτε με/ απ’ το καστ/ βουβός κι εγώ/ χωρίς υπότιτλους/ και μπάντα/ αυτό το φιλμ δεν/ θέλω πια/ δεν παίζω άλλο.(Δεν θέλω πια).
Ο Γιάννης Τζανετάκης με είχε γοητεύσει στη δεκαετία του 80 με την ολιγόστιχη συλλογή του Τα ζώα της Κυριακής (Εκδόσεις Το Δέντρο, 1988), όπου είχε προτείνει μια ποίηση δροσερή, ευφάνταστη, πρωτότυπη, διαποτισμένη από γνήσιο ποιητικό αίσθημα και ανατρεπτικό βλέμμα. Τριάντα χρόνια μετά, ώριμος πλέον και κατασταλαγμένος, με τις καλλιτεχνικές του αρετές συγκροτημένες σε ένα βαθύτερο επίπεδο, μας δίνει τη Θαμπή Πατίνα, για να μοιραστεί μαζί μας την ήρεμη στάση των σοφών της Ανατολής, οι οποίοι αγαπούν το ουσιώδες.