Συναντήσεις με τον Νάσο Θεοφίλου

σχέδιο του Απ. Γιαγιάννου
σχέδιο του Απ. Γιαγιάννου

Εκείνο το βράδυ, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, το μπαρ που βρισκόταν απέναντι από το άγαλμα του Τρούμαν στο Παγκράτι, ήταν γεμάτο. Δείπνο μελών της Εταιρείας Συγγραφέων. Ο Δημήτρης Καλοκύρης συνόδευσε έναν μάλλον μικρόσωμο άντρα με χαρούμενο βλέμμα και ρόδινο πρόσωπο, που έμοιαζε κάπως ξένος προς το περιβάλλον, σε μια άδεια θέση δίπλα μου.

Ο Νάσος Θεοφίλου με την ντροπαλή θερμότητα του με έκανε να νιώσω αμέσως οικεία. Σε λίγο κατάλαβα ότι είχα μπροστά μου κάποιον με κρυμμένη χιουμοριστική διάθεση ανατροπής των πάντων, που την αθώωνε μια απολύτως πειστική παιδικότητα. Εύληπτη, όχι μόνο γιατί τη σκέψη και την έκφρασή του βοηθούσε το ποτό που αγαπούσε, αλλά επειδή η αύρα του μετέδιδε μια αμεσολάβητη, βαθύτερη αγαθότητα.

Από τότε βρισκόμαστε οπωσδήποτε όταν ερχόταν στην Αθήνα από την πατρίδα του τη Μήθυμνα της Μυτιλήνης, όπου είχε εγκατασταθεί μόνιμα με τη γυναίκα του, τη Λυδία, ρεσεψιονίστ σε ξενοδοχείο διπλανού χωριού. Ο ίδιος είχε κλείσει ένα μικρό κατάστημα ψιλικών, που διατηρούσε κάποιο διάστημα στο κάστρο της Μήθυμνας.

Έμπαινε στο γραφείο μου στη Μαυροκορδάτου με τα χαρούμενα πράσινα μάτια του, πάντα ευθυτενής, με μια παράξενη πρόταξη του στήθους, και μάλλον βιαστικός, σαν να περνούσε τράνζιτο από μια περιοχή για μια άλλη, που συνήθως ήταν ένα κοντινό ουζερί.

Πριν φύγουμε για κάποιο ανάλογο μέρος προλάβαινε να σχολιάσει, πάντα ευδιάθετα, ορισμένα παράδοξα περιστατικά ή ένα απλό γεγονός που το μεταμόρφωνε σε κάτι φαιδρά ανοίκειο η τρυφερή φαντασία του.

Του άρεσε να περπατά στην Αθήνα και να ανακαλύπτει μικρά καφενεία σε θυρωρεία χαμένα σε εμπορικούς διαδρόμους του παλαιού κέντρου, όπου καθόταν μόνος, φιλοπερίεργος, προσθέτοντας στην ανθρωπολογία του γενναιόδωρες συμπεριφορές καθημερινών ατόμων, που τον συγκινούσαν.

Παρότι σε αυτές τις περιπτώσεις η εξωτερική του εικόνα παρέπεμπε στον μοναχικό πότη, στην πραγματικότητα η έντονη εσωτερική επαφή του με τους διπλανούς καθώς τους περιεργαζόταν, μελετούσε και απολάμβανε, τον απομάκρυνε από το μοντέλο του εσωστρεφούς καταναλωτή αλκοόλ και τις γνωστές θεωρίες για τη συνομιλίες του με εαυτόν και τα άνωθεν.

Μου μιλούσε νοσταλγικά για μια ανεπίστρεπτη πρωτεύουσα: π.χ. για το παραδοσιακό ποτοποιείο του Φινόπουλου στην Αθηνάς με τη μεγάλη αίθουσα που μύριζε ούζο και λικέρ τριαντάφυλο, για τις ψηλές του ξύλινες πόρτες, την μπάρα και τα ατέλειωτα ράφια με τα μπουκάλια, απ’ όπου ψώνιζαν κάποτε οι μικρομεσαίοι χύμα ποτά και έπιναν κάτι στο πόδι. Για τη μόνιμη συντροφιά του στο Δίπορτο, που από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, σύχναζε στο παπαδιαμαντικό υπόγειο ταβερνείο πίσω από την Βαρβάκειο: για τον φιλόσοφο Κοσμά Ψυχοπαίδη, τον μεταφραστή Πέτρο Παπαδόπουλο, τον κριτικό κινηματογράφου Νίνο-Φένεκ Μικελίδη κ.ά.

Μάλλον αυτοί οι χώροι του θύμιζαν την Μυτιλήνη των παιδικών του χρόνων. από την οποία δεν είχε αποσπασθεί, όπως μαρτυρούν και κάποιες σελίδες του. Στις συζητήσεις μας του άρεσε σε κάθε ευκαιρία να επιστρέφει με μελαγχολική συγκίνηση στα παρελθοντικά, που ανέδιδαν το λεπτό άρωμα του προσωρινού: μια καλή ευκαιρία γι’ αυτόν να περάσει στην αντίθετη όχθη και να (ξανα)μιλήσει για την παιδική αμεριμνησία απέναντι στον χρόνο.

Ανεξίκακος και σεμνός, αδιάφορος για κάποιους αποκλεισμούς του από τον «Κανόνα», με σοφές αποστάσεις από τα λογοτεχνικά αγοραία, πολλές φορές διασκέδαζε με τον θυμό μου για τις παθογένειες του χώρου.

Αφιερωμένος στη γραφή του αποτύπωνε σ’ αυτήν τη λοξή του ματιά στα φαινόμενα, με χιούμορ και ανατρεπτική διάθεση. Ήταν μια από τις σπάνιες περιπτώσεις συγγραφέα που ταυτιζόταν με τα κείμενά του, με την έννοια ότι το ανθρώπινο πνεύμα του δεν διέφερε από το αισθητικό. Οι «ιστορίες» του είχαν την χάρη της προσωπικής του ταυτότητας, δεν υπήρχε διχασμός ανάμεσα στο καθημερινό άτομο και τον συγγραφέα. Και στα δύο πεδία εκφραζόταν το ελαφρώς «καρναβαλικό» στοιχείο, κατά Μπαχτίν, που αποδομούσε κάθε αντικείμενο.

Αυτά σημείωσα, μεταξύ άλλων, και σε εκδήλωση για το τελευταίο του βιβλίο Οι λατρευτοί αποθηκάριοι το 2003, όπου μίλησα ομοτράπεζος με τον φίλο του Κοσμά Ψυχοπαίδη, που εκδήμησε κι αυτός αδόκητα λίγο μετά τον θάνατο του Νάσου.

Το καλοκαίρι του 2004 με φιλοξένησε για λίγες ημέρες στη Μήθυμνα. Έμενε σε ένα μικρό σπίτι μέσα σε μεγάλο κτήμα όπου τριγύριζαν πολλές γάτες για να τον προφυλάσσουν, όπως έλεγε, από τα φίδια. Γνώρισα αγαπημένους του τόπους, την Συκαμιά, ας πούμε του Μυριβήλη. Όπου πηγαίναμε μιλούσε για βιογραφίες γηγενών με πρωτότυπο τρόπο, που θύμιζε εμπνευσμένη φυλλάδα με λαϊκούς ήρωες. Στα τερψιλαρύγγια καφενεία που καταλήγαμε, τον σέρβιραν με αγάπη και σεβασμό, προσέχοντας τις επιλογές τους, τις οποίες εκείνος σχολίαζε δήθεν επικριτικά. Την ίδια εκτίμηση έτρεφαν όσοι φίλοι του κάθονταν μαζί μας, και τον κοιτούσαν, όταν δεν μιλούσε, πάντα με την επιδοκιμαστική αναμονή εκείνου που περιμένει να ακούσει κάτι ενδιαφέρον και ευχάριστο από τον άλλον.

Ο αιφνίδιος θάνατός του, το φθινόπωρο του 2004, με σοκάρισε, όχι μόνο γιατί έχανα έναν πολύ αγαπητό φίλο, αλλά επειδή οι πρόσφατες εικόνες του ήσαν πολύ ζωντανές, εγγυημένης δήθεν διάρκειας από την ψευδαίσθηση ενός αέναου συμποσίου…

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: