Πάλι με συγκλονίζει ο Έρωτας
που παραλύει τα μέλη,
αυτό το ακατάβλητο γλυκόπικρο ερπετό, Ατθίδα,
όμως εσύ πια δεν με νοιάζεσαι καθόλου
και τα φτερά σου ανοίγεις για την Ανδρομέδα
Έχω μια κόρη όμορφη που η όψη της
μοιάζει μ’ άνθη χρυσά τη λατρευτή Κλεϊδα
δεν θα την άλλαζα εγώ ούτε με τη Λυδία ολόκληρη
ούτε με την αξιαγάπητη…
Ο Έρωτας μου τράνταξε τον νου και την καρδιά
σαν τον αέρα στο βουνό που χύνεται μ’ ορμή στα δέντρα
Ψάλλετε τον υμέναιο, του Άδωνι τραγούδι.
Πεθαίνει ο γλυκός μας Άδωνις, Κυθέρεια,
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε πια τώρα;
Τα στήθια σας χτυπάτε κόρες
Και τα φορέματά σας κουρελιάστε.
Υάκινθος που τον ποδοπατούν ποιμένες στα βουνά
Και απομένει καταγής το πορφυρό λουλούδι.
-Παρθενία, παρθενία, πού πηγαίνεις και μ’ αφήνεις;
-Σ’ εσένα δεν γυρίζω πια, ποτέ δεν θα ξανάρθω.
Από πολύ καιρό σ’ είχα ερωτευθεί, Ατθίδα,
τότε που ήσουνα μικρούλα κι άγουρη στον έρωτα.
Σ’ επιθυμούσα κι ήρθες κι έφερες ομορφιά
και την ψυχή μου φούντωσες, που καίγεται απ’ τον πόθο.
Ελπίδα του έρωτα, έτσι που αντικρύ μου σε κοιτάζω
μου φαίνεσαι ομορφότερη κι από την Ερμιόνη
και δεν θα ήταν άπρεπο να σε παρομοιάσω
με την ξανθή πανέμορφη Ελένη
-αν κάτι τέτοιο ταιριάζει για θνητές.
Φτάνει καλά να ξέρεις τούτο μόνο:
μοναδική μου έγνοια η ομορφιά σου.
Ίδιος θεός μου φαίνεται πως είναι
αυτός ο άντρας που κάθεται αντίκρυ σου
και παραδίνεται στη γλύκα της φωνής σου
έτσι που του μιλάς μαγευτικά.
Κι όταν χαριτωμένα του γελάσεις
στα στήθια μέσα ταράζεται η καρδιά μου
και μόλις πάω να σου ρίξω ένα βλέμμα
νιώθω αμέσως τη φωνή μου να τελειώνει.
Είναι σα να μου κόπηκε η γλώσσα
κι ευθύς μια φλόγα κυματίζει στο κορμί μου,
τα μάτια μου δεν βλέπουν πια τριγύρω
και μές στ’ αυτιά μου όλα γίνονται βοή.
Κρύος ιδρώτας τρέχει και με λούζει
και τρέμω σύγκορμη, πιο πράσινη απ’ τα χόρτα,
κι αισθάνομαι πως λίγο θέλω ακόμα
για να παραδοθώ στον θάνατό μου.*
Μαντατοφόρος άνοιξης γλυκόφωνο αηδόνι
της Αφροδίτης η θεραπαινίδα φεγγαρόφωτη.
Επρόβαλε στον ουρανό η πανσέληνος
κι αυτές μαζεύτηκαν γύρω απ’ τον βωμό.
Έτσι της Κρήτης οι κοπέλες κάποτε
τριγύρω στον ωραίο βωμό αρμονικά χορεύαν
πατώντας με τα λυγερά τους πόδια
τα τρυφερά λουλούδια πάνω στο γρασίδι.*
Και τώρα για τις φίλες μου
τις ηδονές γλυκά θα τραγουδήσω.
ελάτε μην αργείτε, αγαπημένες,
πάει καιρός που πια δεν είμαι κοριτσάκι
καλές μου κάντε γρήγορα
γιατί όπου να’ ναι, σε λιγάκι, ξημερώνει.
Κι αυτό που νιώθω εγώ για σας
αγάπες μου πεντάμορφες
Ποτέ ποτέ δεν πρόκειται ν’ αλλάξει.
Με τη θεά την Αφροδίτη μιλούσα στ’ όνειρό μου.
Έλα λοιπόν λύρα μου θεϊκή, πάρε φωνή, τραγούδα,
Χάριτες απαλές μου ελάτε, και Μούσες με τα όμορφα μαλλιά,
με χέρια ρόδινα, κόρες αγνές του Δία
για λίγο αφήστε το χρυσό παλάτι σας κι ελάτε.
Όταν τη νύχτα ο ύπνος τα μάτια σκοτεινιάζει
και με τρελαίνει ο πόθος και σύγκορμη ανάβω,
δεν ξέρω τι να κάνω πια, χωρίζομαι στα δύο,
Και μέσα μου ο πόνος του έρωτα σταλάζει…*
Αρχίζω το τραγούδι μου με λόγια
μετέωρα κι αέρινα που την ψυχή δροσίζουν.
Η ομορφιά ήταν η μόνη μου φροντίδα.
Τι πιο σπουδαίο θα είχα καταφέρει
απ’ όσα με αξίωσαν οι Μούσες
χαρίζοντας τά μαγικά τους δώρα…
Έτσι, λοιπόν, στον εαυτό μου λέω
πως όταν κάποτε θα είμαι παρελθόν
κάποιος κι εμένα θα βρεθεί να με θυμάται.*
Στεφάνια, Δίκα, φόρεσε στα λατρεμένα σου μαλλιά
μαζεύοντας βλαστάρια με τα’ απαλά σου χέρια
γιατί ως τον ουρανό απλώνεται των λουλουδιών η λάμψη
και οι μακάριες Χάριτες πολύ ευχαριστιούνται
αλλ’ αποστρέφονται αυτούς που δεν φορούν στεφάνι.
Τι μήλο αυτό που κοκκινίζει ολόγλυκο στην άκρη,
στο πιο ψηλό κλωνάρι, κι οι τρυγητές το ξέχασαν
βέβαια, δεν το ξέχασαν, μα δεν μπορούσαν να το φτάσουν.
Απ’ τον κρατήρα εκεί, γεμάτον αμβροσία,
με την κανάτα ο Ερμής κέρασε τους θεούς
κι όλοι σηκώσαν τότε τα ποτήρια κι έσταξαν λίγο χάμω
ευχόμενοι όλα του κόσμου τα καλά στον νιόπαντρο.
Από την Κρήτη έλα μου σ’ αυτόν εδώ
τον ιερό ναό, που έχει όμορφο άλσος με μηλιές
και τους βωμούς του ευωδιασμένους με λιβάνι.
Τα αστέρια γύρω απ’ την όμορφη σελήνη
κρύβοντ’ αμέσως και κρατούν κρυφό το φως τους
όταν αυτή πανσέληνη φέγγει στη γη ασήμι.
Γύρω κρύο νερό περνώντας κελαρύζει
ανάμεσα στα κλώνια της μηλιάς
κι από το θρόισμα των φύλλων
αργοκυλά βαθύς ο ύπνος.
Αχ να γινόταν, Αφροδίτη χρυσοστέφανη,
να τύχει τούτος ο λαχνός σε μένα
Πρόβαλε σε παρακαλώ, Γογγύλα,
μόλις φορέσεις το λευκό σαν γάλα φόρεμα
κι ο πόθος, όμορφή μου, γύρω σου πάλι φτερουγίζει
αυτό το φόρεμα συντάραξε όποια το αντίκρισε
αλλά εγώ το χαίρομαι γιατί
στο ‘χει παράπονο κι η ίδια η θεά μας,
αυτή που την επικαλούμαι τόσο
και προσεύχομαι παρακαλώντας την για σένα.