Τα γράμματα, στις παλιές επιγραφές δεν χωρίζονται, ίσως γιατί αποτελούν πολυτέλεια τα κενά στο μάρμαρο ή όπου αλλού χαράσσονται οι εκάστοτε αράδες, ενώ δεν πρόκειται να υπάρξει διόρθωση σε περιπτώσεις αναγραμματισμού ή περιττών ψηφίων, γιατί συχνά η αξία όσων φέρουν τα σημεία ξεπερνά τη σημασία εκείνων που πάνω τους φέρονται.
Oι αρχαίες αυτές συμπεριφορές –πολύ πιο ανάλαφρες μόλις πέταξαν τα πούπουλα της χήνας– στοιχειώνουν αργότερα τα επίσης σκαλιστά στοιχεία των τυπογράφων, μελανιασμένα καθώς μαρμαρώνουν στιγματίζοντας τις τρυφερές επιδερμίδες ευαίσθητων φυτών, πριν παραχωρήσουν τις μήτρες τους σε έκπληκτρους ερεθισμούς ηλεκτρονίων.
Aν ήταν προφανές τίνος θεού ή δαίμονα παιδιά είναι όσοι γράφουν, θα περίττευε πλέον η ανάγνωση. Aν πάλι παρέμενε ασύγκριτα δύσκολη η τέχνη της αναψηλάφησης γραφικών ψηφίων, θα περίσσευαν οι επιδόσεις σε άλλους άθλους και αθλιότητες, αφήνοντας στην ησυχία τους τα γράμματα και επιδοτώντας με στοιχείων ελλείψεις τους αστοιχείωτους.
Όμως η ιστορία σας, αγαπητοί μου, άλλων λογιών και λόγων επιλογές λέει να γραφούν. Όσοι θέση κατά θα λάβουν, ας καταλάβουν. O Nάσος Θεοφίλου, φερ’ ειπείν: Φίλος θεού; Θεός φίλου; Aς φιληθούμε και τις λεπτομέρειες θα τις βρούμε.
Γιατί τι είναι πιο ζόρικο; Nα μην πρέπει, να μη μπορείς ή να μη θέλεις; Πώς άλλωστε θυμόμαστε αυτούς που αγαπούμε: Mε τα δικά τους ή τα δικά μας μάτια; Kαι τελικά ποιά είναι η σχέση σημασίας και αξίας;