H σημερινή συνθήκη στην ελληνική πεζογραφία –και όχι μόνο σ’ αυτή αλλά και σε άλλες μορφές τέχνης– κάνουν πιο επιτακτική, θα έλεγα, την ανάγκη να αναφερθούμε επαινετικά (χωρίς ενδοιασμούς γύρω από τον κίνδυνο να στομφάρουμε) σε ιδιαίτερες περιπτώσεις συγγραφέων, οι οποίες συνεχίζουν έναν μοναχικό δρόμο, μακριά από τους θορύβους μιας αγοράς διαθέσιμης απέναντι στο καταναλωτικό, εύπεπτο, κολακευτικό της ημιμάθειας και του χαμηλού γούστου: μία απ’ αυτές τις ιδιαίτερες, εκλεκτές περιπτώσεις, είναι και ο Νάσος Θεοφίλου. Ένας πεζογράφος που καλλιεργεί τον δικό του μοντερνισμό εδώ και τριάντα τόσα χρόνια με συνέπεια και εμπνευσμένο χιούμορ. Σε μια εποχή σαν την σημερινή όπου ένα αθέατο αλλά έντονα υπαρκτό «κυνήγι μαγισσών», ας μου επιτραπεί η ηχηρότητα, έχει εξαπολυθεί –ας μην το βλέπουν οι πιο καλόπιστοι παροικούντες την Ιερουσαλήμ της πνευματικής αγοράς– εναντίον κάθε μορφής μοντερνισμού, απόκλισης από τον κανόνα της αφηγηματικότητας και της γραμμικής αναπαράστασης, η πεζογραφία του Θεοφίλου εξακολουθεί να υπάρχει επινοητική και υπερβατική του κανόνα για να μας θυμίζει το παλιό εκείνο, πασίγνωστο συρρεαλιστικό λογάκι του Ντοστογιέφσκι για την αξία του αθροίσματος πέντε μετά την πρόσθεση του 2 με το 2 και όχι του λογικού εξαγομένου 4.
Άρχισα κάπως προκλητικά για κάτι που ήδη υπαινίχθηκα: η αποσυνάγωγη θέση του Θεοφίλου με φορτίζει θα έλεγα επιθετικά εναντίον των τιμητών της αγοράς για τις επιλογές τους, επειδή υπό τις παρούσες συνθήκες, σε μια εποχή εντελώς έρπουσα, η ποιητική φόρμα εξοστρακίζεται, δεν έχει θέση εντός ενός λόγου, ο οποίος υποκρίνεται ότι εκπορεύεται από μία τακτοποιημένη σκέψη, ενώ στην πραγματικότητα τον διατρέχει η αναρχία, το αδιέξοδο και η αφασία.
Ναι, βιώνουμε την εποχή όπου η ποίηση δημιουργεί ρήξη με αυτό το διαλυμένο, απίστευτα αντιφατικό και άγονο μόρφωμα που λέγεται μαζική κουλτούρα. Και ίσως έχει δίκηο ο Θεοφίλου να είναι λιγότερο οργισμένος από εμένα, πιο στωικός απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα, η οποία έχει εξορίσει τον ποιητή από την «ιδανική» της πολιτεία: επειδή η τέχνη και η ζωή του έχουν μια σχέση με το ρεαλιστικό, το κοινωνικό, ιδιότυπη, διαφορετική από την δική μου. Αλλά για την σχέση του Θεοφίλου με το πραγματολογικό θα επανέλθω.
Το «ιδανικό» γι’ αυτή την μαζική Πολιτεία, των άνευ προϋποθέσεων, ανειδοποίητων αποδεκτών και κριτών, είναι βέβαια ο ρεαλισμός, το απτό, η πιστή μεταφορά της πραγματικότητας, η αναπαραγωγή του προφανούς. Με αυτά τα εργαλεία δεν έχει σχέση ο Θεοφίλου. Ο συγγραφέας αυτός υιοθετώντας από τα πρώτα βιβλία του τον συρρεαλισμό, μία ήπια κάπως διαθλαστική, παραμορφωτική ματιά στα αντικείμενα που τον ενδιέφεραν, έκοψε εξαρχής τις γέφυρες με το αναπαραστατικό, την κλασσικότροπη αφήγηση. Οι εξιστορήσεις του, ας τις ονομάσω έτσι, γίνονται με διάμεσο τον αναπεπταμένο λόγο της ποιήσεως, εκείνου που ανακαλύπτει τον κόσμο εξαρχής με παιδική έκπληξη και τον αναπαριστά με τον δικό του ανορθόδοξο τρόπο.
Θα μου πείτε και ένας ρεαλιστής, οποιοσδήποτε πεζογράφος κάνει το ίδιο: επανακαλύπτει τα πράγματα. Θα συμφωνήσω διαφωνώντας: οι περισσότεροι πεζογράφοι κινούνται μέσα σε κανόνες αναπαραστατικότητας, σε στάνταρτς αφηγηματικά, διεφθαρμένοι θα έλεγα από μηχανισμούς απλοϊκούς, από διατυπώσεις διευκολυντικές μιας επικοινωνίας χωρίς απαιτήσεις, αυτολογοκριμένοι από τις αναφορές τους στο μέσο, τερατικό αποδέκτη, ο οποίος έχει μπει στο παιχνίδι-ήδη το έχω πει-χωρίς προσλαμβάνουσες παραστάσεις, με δικαίωμα ψήφου, όμως, και γνώμης αποφασιστικής για τα πνευματικά δρώμενα. Έτσι φθάνουμε στο μπέστ-σέλλερ κι όχι αλλιώς δυστυχώς.
Ο Θεοφίλου, αντιαγοραίος, νηφάλιος αναχωρητής, εναντίον της συνθήκης αυτής ξαναμοίρασε την τράπουλα του μοντερνικού ύφους από νωρίς και το συνεχίζει. Από την «Ερημόπολι και την Καταδυόμενη», περνώντας μέσα από τις «Ιστορίες του Καζαμία», από το «Εθιμοτυπικόν», το «Με ταχύτητα ηλικίας», μέσα από το «Τι θα γίνω όταν θα μεγαλώσω» και τώρα από τους «Λατρευτούς αποθηκάριους» προτείνει το παιγνιώδες, σε στυλ παρωδίας έργο του εμπλουτίζοντας την γραμματολογία μας με ευκίνητες, παράξενα συνθεμένες φόρμες, οι οποίες νομιμοποιούν θα έλεγα τον συμφυρμό ετερόκλητων πραγμάτων, εικόνων και ήχων. Η ποιητική του Θεοφίλου στηρίζεται στο κωμικό και στην παραμόρφωση, στα δύο συστατικά στοιχεία της παρωδίας. Εαν αυτή η τελευταία αντιμετωπιθεί ως κριτικό εργαλείο του μοντερνσμού, ένας τρόπος για να περάσει μέσα από το φίλτρο του ο συγγραφέας την παράδοση, θα μπορούσαμε να πούμε στην περίπτωση Θεοφίλου ότι έχουμε να κάνουμε με μία εντελώς ιδιόμορφη σχέση του υποκειμένου με το παρελθόν, το πεπαλαιωμένο, το κειμήλιο, το παραδεδμένο: ο Θεοφίλου με την περιέργεια, τον θαυμασμό και την μαγική σχέση που συνάπτει το παιδί με το περιβάλλον που του αφήνει στα χέρια η ρίζα, σκαρώνει τα δικά του σχέδια, τις δικές του κατασκευές, κάνει τις δικές του μεταμφιέσεις με τα ρούχα και τα αξεσουάρ της μαμάς, με τα άλμπουμ και τις συνταγές της γιαγιάς, σηκώνει από τις καταγραφές του των λαϊκών διατυπώσεων την προσωπική του ηχοληψία και απεικόνιση και ξεδιπλώνει μπροστά μας τα υλικά του. Ως ένας ευφάνταστος αντικέρ αλλά και χιουμορίστας κατασκευαστής «παστίς», συνθέτει στην κουζίνα του με οίστρο ευώδεις συνταγές απρόβλεπτες. Η ποίηση είναι αυτή που «δένει» τα υλικά, που τα καθιστά εκ νέου πρωτότυπα, διότι τους επιφυλάσσει συναντήσεις και διασταυρώσεις αθώες, θα έλεγα μέσα στη σύγχυσή τους. Αλλά η παρωδία, όπως την ξέρουμε από την γραμματολογία, είναι παράλληλα και κριτική απέναντι στο παρελθόν. Έτσι ο Θεοφίλου κοιτάζοντας προς τα πίσω φτιάχνει τις συνθέσεις του υπονομευτικά, πλην όμως με καλοκάγαθο ύφος και ήθος. Τα κείμενά του τα διατρέχει ένας γέλωτας, όχι εκείνου που σαρδόνια απολαμβάνει την ισοπεδωμένη σκακιέρα μετά από την καταστροφική πράξη του, αλλά εκείνου που εγκάρδια επιβάλλει τις ανατροπές του ως νότες περιπαικτικές εντός ενός κόσμου συνοφρυομένων κανονικοτήτων, δηλωτικές ότι το χιούμορ έχει τη θέση του εκεί συστατικά ως ποιητική λειτουργία ταπεινών και σοβαρών πραγμάτων.
Θα έλεγα –χρησιμοποιώντας έναν μάλλον αόριστο και φθαρμένο πριν καλά-καλά καθιερωθεί όρο, αυτόν του μεταμοντερνισμού– ότι ο Θεοφίλου εναρμονίζοντας το φτηνό και παραγνωρισμένο (το παραφιλολογικό, λαϊκά αναγνώσματα, άλμπουμ, λαϊκά λευκώματαα, μελοδραματικές διατυπώσεις, παιδικά αναγνώσματα και ήθη) με το «σοβαρό» και θεσμοθετημένο ας πούμε, πέτυχε ευστοχότατες συνθέσεις τις οποίες διατρέχει πηγαίος λυρισμός, ευφρόσυνοι ήχοι και ποικιλίες χρωμάτων, πολύ πριν το μεταμοντέρνο περάσει στην ορολογία και στην συνείδησή μας.
Εάν στο βιβλίο που προηγήθηκε των «Λατρευτών αποθηκαρίων», στο «Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω», το παιχνίδι της γλώσσας με τις έννοιες συνέθετε παράξενες αρμονίες, μέσα από τεχνικές και επινοήσεις που προηγουμένως υπαινίχθηκα, εν προκειμένω στο υπό παρουσίαση μυθιστόρημα τα δεδομένα ως προς το θέμα αλλάζουν: έχουμε να κάνουμε με μία αφήγηση εκτενή που μας θυμίζει ως προς την φόρμα της, εξωτερικά δηλαδή, το παλιότερο «Με ταχύτητα ηλικίας».
Έχουμε, εδώ να κάνουμε, λοιπόν, με ένα μυθιστόρημα, όπως είπα. Ναι αλλά με ένα μυθιστόρημα εν… μυθιστορήματι, επιτρέψτε μου να πω, κατ’ αναλογίαν με το θέατρο εν θεάτρω, χρησιμοποιώ πολύ ελεύθερα τους όρους. Εξηγούμαι: οι ήρωες του βιβλίου δεν προέρχονται, υποτίθεται, από έμπνευση πρωτογενή, αλλά είναι προϊόντα ενός άλλου μυθιστορήματος τα οποία καλούνται να ζήσον εντός του παρόντος έργου. Έτσι τους βλέπουμε να ανακαλύπτουν τον κόσμο στον οποίο γεννήθηκαν ως ήρωες μιας άλλης μυθοπλασίας, η οποία χρησιμεύει ως διάμεσος γι’ αυτή την νεκρανάσταση να την πω έτσι. Ο Θεοφίλου συλλαμβάνει τα συγκεκριμένα πρόσωπα την ώρα που αναδύονται από τον ύπνο ή από την άλλη ζωή τους και τα ακολουθεί μέσα στη συνειδητοποίησή τους. Ταυτόχρονα τα παρακολουθούμε ως υπάρξεις με σάρκα και οστά να υφίστανται τις συνέπειες του να υπάρχεις ως φανταστικό (στην πραγματικότητα ως υπαρκτό) ον μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου.
Πρόδρομός του ο Γούντυ Άλλεν, με τον οποίο τον συνδέει εντελώς αχνά το εύρημα και από κει και πέρα τίποτε άλλο. Δεν χρειάζεται να μιλήσει κανείς, άσκοπα, για παρθενογένεση βέβαια, και τι σημασία έχει εξάλλου να μπλέξει κανείς σ’ αυτή τη συζήτηση. Ας θυμηθούμε μόνο ότι ένας μεγάλος της οθόνης ο Όρσον Γουέλς έχει καταθέσει για την αληθινή δημιουργία και για την μίμηση με την πειθώ μιας τελεσιδικίας επί του θέματος.
Να το επαναλάβω, όμως μήπως παρεξηγηθώ: ο Θεοφίλου δεν έχει σχέση πέραν της ηχούς μιας ιδέας με τίποτε περαιτέρω ως προς τα όσα έχει προτείνει ο Άλλεν επί του θέματος. Ο πρώτος κάνει έκτυπους τους ήρωές του, τρσδιάστατους μέσα στο μυθοπλαστικό τους περιβάλλον, ικανούς να αποδράσουν απ’ αυτό ή να το συγκρίνουν με έναν άλλο κόσμο ο οποίος υπάρχει εν λειτουργία παράλληλα με τον δικό τους. Το αληθινά πρωτότυπο εύρημα βρίσκεται στο γεγονός ότι ενώ οι χώροι και οι χρόνοι διαφέρουν βαθμιαία διασταυρώνονται, ενώνονται στη συνείδησή μας όσο υποχωρεί η ελαφρώς συρρεαλιστική αφήγηση. Παρ’ ότι, επαναλαμβάνω, υποτίθεται ότι ο συγγραφέας μας υπογραμμίζει τις διαφορετικές ενότητες, τις δράσεις και τον χωροχρόνο. Ο Θεοφίλου ως πραγματικός ποιητής ενοποιεί τους κόσμους, εναρμονίζει, όπως μας έχει συνηθίσει από παλιότερα με τις συγκλίσεις των εννοιών του, αναγνώστες και ήρωες, κόσμοι υλικοί και άυλοι, μυθοπλασίες και πραγματολογίες, συναντώνται γοητευτικά μέσα από το παιχνίδι του συγγραφέα.
Ίσως είνaι η πρώτη φορά που ο Θεοφίλου κάνει ανοιχτά λόγο, δίνει σχήμα, δραματοποιεί την οπτική του γύρω από την υπόθεση της αναπαράστασης, της γραφής, της γλώσσας εν γένει. Μέχρι τώρα οι ποικίλες αφορμές του, τον ενέπνεαν σχετικά με μεταφορές περί της γραφής. Εδώ η άποψή του για τα προηγούμενα γίνεται δραματουργικά πιο σαφής, προς Θεού μην εκληφθεί ότι εννοώ πιο ρεαλιστική ή απλοϊκή ακόμα χειρότερα… Εννοώ ότι μας συστήνει από πιο κοντά τα φαντάσματά του, περιγράμματα συμβόλων μέσα από τα οποία συγκροτεί την λογοτεχνική του ζωή. Το εγχείρημά του που διαποτίζεται από μία υποδόρροια ειρωνία πάνω στα διάφορα στυλ, έχει, αν θέλετε, και στοιχεία αυτοαναφορικότητας, είναι και μία υπόθεση έκθεσης του ίδιου ως συγγραφέα, ο οποίος δίνει εξετάσεις προτείνοντας ένα είδος αυτοκριτικού κειμένου.
Οι ήρωές του θα μπορoύσαν να θυμίζουν και συλλήψεις του Λιούις Κάρολ: Πάλι κάνω αναφορές σε άλλους καλλιτέχνες, όχι για να εντοπίσω δάνεια (που δεν τα βρίσκω έτσι κι αλλιώς) αλλά για να τονίσω ότι και τον Θεοφίλου απασχολεί το θαυμαστό κατά Τοντόροφ ειδολογικό στοιχείο. Το μαγικό στους «Αποθηκάριους» προκύπτει από την εξ ορισμού ατμόσφαιρα της μυθοπλαστικής αυθαιρεσίας. Οι φανταστικοί ήρωες και το ανάλογο περιβάλλον τους συμπληρώνουν τον οικείο κόσμο του Θεοφίλου, η ποιητική του οποίου έχει να κάνει με μια παραμυθία ενοιποιητική, όπως είπα στην αρχή, των πάντων. Το παραμύθι, η λογοτεχνία εν γένει κατά Θεοφίλου, αν δεν απατώμαι, απορροφά στο κέντρο του τα πιο ανομοιογενή στοιχεία, κάνει τον κόσμο ενιαίο, όλα διαθέτουν αυτήν την περίφημη μπορχεσιανή υπόγεια σύνδεση.
Δεν θα είχε νόημα να σας εκθέσω το στόρυ πάνω στο οποίο βασίζεται το βιβλίο. Θα πρόδιδα τους στόχους του Θεοφίλου οι οποίοι δεν έχουν να κάνουν, βέβαια με το δραματικό στοιχείο μιας αφήγησης. Ο Θεοφίλου με γνήσια ποιητικότητα δημιουργεί έναν κόσμο εξωλογικό, με αφαιρέσεις και ελλείψεις, οι οποίες έχουν ως στόχο να μας κάνουν μάρτυρες ενός συγγραφικού παιχνιδιού, να μας αποστασιοποιήσουν από τα μέσα του συγγραφέα και ταυτόχρονα να μας μεθέξουν με το πείραμά του. Γιατί ο Θεοφίλου αφήνει να κυκλοφορήσουν στις γραμμές του μαζί με το σατιρικό κλείσιμο του ματιού και η θέρμη του συμμετέχοντος στο παιχνίδι που έχει ανοίξει. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ψυχρό ας πούμε λογοτεχνικό πείραμα αν και το εργαστήριο του συγγραφέα δηλώνεται από την πρώτη στιγμή. Παρ’ όλ’αυτά οι αναπνοές του τελευταίου είναι τόσες ακροαστικές ώστε η κατασκευή αμέσως χωνεύεται από αυτή την αφοπλιστική χειρονομία για να παραστούμε σε ένα είδος θαύματος το οποίο θα συντελεστεί από κοινού. Με αυτό τον τρόπο, νομίζω, ο Θεοφίλου κερδίζει το στοίχημα: κάνοντάς μας κοινωνούς σε μία υπόθεση η οποία πιστεύεις ότι αρχίζει και τελειώνει συλλογικά, δηλαδή και με την δική σου ανάγνωση. Αυτό άλλωστε δεν συνιστά και τον κεντρικό στόχο της λογοτεχνίας;
Στους Λατρευτούς αποθηκάριους η υπόθεση της γραφής και της ανάγνωσης, της αναπαράστασης και της πρόσληψης απασχολεί εν προκειμένω τον συγγραφέα μας με τον τρόπο, νομίζω, που προσπαθώ να περιγράψω: ως μία υπόθεση δημιουργίας, η οποία ως τέτοια, δηλαδή ως μία επινόηση, δεν έχει παρά να αμς υπενθυμίσει ότι η αρχική Σκηνοθεσία, με Σ κεφαλαίο, συγκροτείται από μικρότερες άπειρες, μια από τις οποίες αναδεικνύει με την χάρη του ταλέντου του ο Νάσος Θεοφίλου.
Τάσος Γουδέλης, ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου.