Ο ΚΥΚΛΟΣ / Επιστήμη και δημοκρατία σε ανήσυχους καιρούς

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΡΑΧΑΝΑΣ


Πώς συμβαίνει και σε μια εποχή υποτιθέμενου θριάμβου της επιστήμης, ένας διαρκώς μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων να παραδίδονται χωρίς ­αντίσταση στις πιο ακραίες μορφές ανορθολογισμού και ψευδοεπιστήμης; Και πώς συμβαίνει επίσης, η πιο επιτυχημένη επιστημονική θεωρία όλων των εποχών ‒η κβαντομηχανική‒ να χρησιμοποιείται σήμερα ως το κατ᾽ εξοχήν εργαλείο χειραγώγησης και εξαπάτησης εκατοντάδων εκατομμυ­ρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, κάτω από τη «σημαία» της περίφημης Νέας Εποχής (New Age) και του ανατολικού μυστικισμού που πάει μαζί της; Και μάλιστα η «βιομηχανία» αυτή να έχει την ενεργό υποστήριξη ενός αυξανόμενου αριθμού πανεπιστημιακών καθηγητών στις ΗΠΑ και όχι μόνο; Πώς τελικά συνέβη και, ενώ η επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα οδήγησε στον Διαφωτισμό, στην κατάργηση των «ελέω θεού» καθεστώτων και τελικά στην εγκαθίδρυση των δημοκρατικών πολιτευμάτων, η επιστημονική επανάσταση των αρχών του 20ού αιώνα να βρίσκει σήμερα απέναντί της ένα διογκούμενο ρεύμα εχθρότητας απέναντι στο ίδιο το πνεύμα της επιστήμης; Μια βαθιά εχθρότητα της ίδιας φύσεως με εκείνη της Καθολικής Εκκλησίας απέναντι σε ό,τι εκπροσωπούσε ο Γαλιλαίος; Τη στήριξη στην εμπειρία και τον ορθό λόγο ως τη μόνη έγκυρη πηγή γνώσης για τον φυσικό κόσμο; Και είναι άραγε τυχαίο ότι αυτή η διανοητική εχθρότητα προς τη θεμελιώδη επιστήμη και τον Δια­φωτισμό, που βρίσκεται σήμερα σε έξαρση στις δημοκρατικές χώρες ‒αλλά και η μαζική απήχηση του ανορθολογισμού και της ψευδοεπιστήμης‒, έχει χτυπητές ομοιότητες με αντίστοιχα φαινόμενα που κυριάρχησαν στη μεσοπολεμική Γερμανία;
Τελικά, γιατί η θεμελιώδης επιστήμη άνθησε ‒σύμφωνα με τον ιστορικό της επιστήμης Τόμας Κουν‒ «μόνο στους πολιτισμούς που προέρχονται από την αρχαία Ελλάδα»; Δηλαδή μόνο στους πολιτισμούς που πήραν πάνω τους το στοίχημα της δημοκρατίας και το έφεραν ώς εδώ;Και αν όντως επιστήμη και δημοκρατία πήγαιναν πάντα μαζί, μήπως η εχθρότητα προς την επιστήμη ‒η εχθρότητα όχι προς τις τεχνολογικές εφαρμογές της, αλλά προς το ίδιο το πνεύμα της επιστήμης, τον ριζικό αντιδογματισμό της‒ ήταν πάντα ένα κακό σημάδι για το μέλλον της δημοκρατίας της ίδιας;Τούτο το βιβλίο γράφτηκε κυρίως για να υποστηρίξει τη βασιμότητα ­αυτών των ερωτημάτων, με τα αναγκαία τεκμήρια, και απλώς να υπαινιχθεί πιθανές απαντήσεις τους. Απευθύνεται σε κάθε ανήσυχο πολίτη του καιρού μας.

ΓΙΑ ΤΟ «ΑΤΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ» ΣΗΜΕΡΑ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ


Το έναυσμα για να γραφτεί τούτο το βιβλίο ήταν μια επιστολή διαμαρτυρίας του Γιάννη Τσαρούχη, το 1975, σε μια εφημερίδα, για την τυραννία της επιβολής του πρασίνου στην Αττική, υποδεικνύοντας έτσι το πράσινο ως κλειδί κατανόησης του Αττικού τοπίου. Η διαχρονική απουσία πρασίνου στην Αττική συμπίπτει με την πληθώρα των λεγόμενων «αρχαιολογικών χώρων» της. Η μεταξύ τους σχέση δεν είναι τυχαία, καθώς και τα δύο αυτά στοιχεία απειλούνται εξίσου με βανδαλισμούς και βιαιοπραγίες. Οπότε, το δημόσιο πράσινο έρχεται να πρωταγωνιστήσει αναπάντεχα στη συζήτηση για το τοπίο: όχι πια άμεσα, ως καθαυτό πράσινο με φυτά και βλάστηση, αλλά έμμεσα, ως θεσμοθετημένος άχτιστος χώρος, ως κενό. Με τη μορφή ανασκαφικών χώρων, ορυγμάτων ή νταμαριών, ακόμα και έρημο ή εγκαταλειμμένο, χαρίζει μια ανάσα στην πόλη, προσφέρει ένα άνοιγμα· από εκεί, δίνεται στους κατοίκους η δυνατότητα να επικοινωνούν ελεύθερα με τον ουρανό.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου συζητιούνται οι πτυχές του Αττικού τοπίου που σχετίζονται με την κατασκευή του ιδεολογήματός του και η μετατόπιση του ενδιαφέροντος προς την έλλειψη δημόσιου πρασίνου. Στο δεύτερο μέρος η αναζήτηση οδηγείται στην τυπολογία των ελεύθερων χώρων, αδόμητων και ανασκαφικών, και καταλήγει στη διατύπωση πρότασης, όπου το «πράσινο» συνεκτιμάται ως μέρος του τοπίου και αναδεικνύεται ο ρόλος της αρχαιολογίας ως παραγωγού και παρόχου ανοιχτών χώρων στη ζωή της σύγχρονης ελληνικής πρωτεύουσας.

Ο ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (1821-1831)

Επιστημονική επιμέλεια: Κατερίνα Γαλάνη, Τζελίνα Χαρλαύτη


Σε ποιο βαθμό ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας κρίθηκε στη θάλασσα; Το ναυτικό υπήρξε το πιο συγκροτημένο και αποτελεσματικό πολεμικό, οικονομικό και πολιτικό όπλο του εμπόλεμου έθνους που εξεγειρόταν απέναντι σε μια πολυεθνική αυτοκρατορία. Οι Έλληνες δεν διέθεταν έως τότε συντεταγμένο πολεμικό στόλο. Στη διάρκεια της επαναστατικής δεκαετίας, ως πολεμικά πλοία χρησιμοποίησαν τα αρματωμένα ιδιόκτητα εμπορικά σκάφη, που ωστόσο δεν περιορίστηκαν στον νέο τους ρόλο, αλλά συνέχισαν την εμπορική δραστηριότητα αναλαμβάνοντας και νέες δράσεις στο πλαίσιο της οικονομίας του πολέμου. Κατά τα πρώτα ορμητικά χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, όσο και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και της ύφεσης και, αργότερα, με την έλευση του πρώτου Κυβερνήτη, ο ελληνικός στόλος δήλωνε σταθερά την παρουσία του σημειώνοντας μικρότερες ή μεγαλύτερες επιτυχίες. Είτε με τις πολεμικές επιχειρήσεις είτε χάρη στις καταδρομές, ο Αγώνας στη θάλασσα παρέμεινε ενεργός, κρατώντας στην ουσία την Επανάσταση ζωντανή, όταν η μάχη στην ξηρά φαινόταν να έχει χαθεί.
Ο τόμος πραγματεύεται τον Αγώνα στη θάλασσα υπό ένα διευρυμένο πρίσμα, συνεξετάζοντας την πολύπλευρη συμβολή του εμπορικού και του πολεμικού πλοίου. Αιγαιοπελαγίτες και Ιόνιοι, επαναστατημένοι και ουδέτεροι στόλοι, χαρτογραφούνται στα ταραγμένα νερά της ανατολικής Μεσογείου κατά την Επανάσταση. Παράλληλα, για πρώτη φορά παρουσιάζονται εμπεριστατωμένα, μέσα από αρχειακές πηγές, το οθωμανικό ναυτικό και οι μεταρρυθμίσεις που προώθησε η Υψηλή Πύλη για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης. Οι συγγραφείς αξιοποιούν έναν μοναδικό πλούτο αρχειακού υλικού από την Ελλάδα, την Τουρκία και, ευρύτερα, τη Μεσόγειο, συνδυάζοντας τη μικροϊστορία της καθημερινότητας στη θάλασσα με τη μακροϊστορική οικονομική και κοινωνική ανάλυση. Τα ερευνητικά ερωτήματά τους κινούνται τόσο στο θεσμικό επίπεδο –εκείνο των τοπικών κοινοτήτων και της Κεντρικής Διοίκησης– όσο και στο επίπεδο λειτουργίας των πλοίων, παρακολουθώντας τις εξελίξεις κατά τη δεκαετία 1821-1831, από τους πρώτους τοπικούς οργανισμούς έως τη διακυβέρνηση του Καποδίστρια, και από τον επαναστατικό έως τον εθνικό στόλο.

Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΚΥΒΕΡΝΙΕΣΑΙ

JAMES C. SCOTT


Μια αναρχική ιστορία της ορεινής Νοτιοανατολικής Ασίας

Μετάφραση: Αλέξανδρος Μανωλάτος

Η Ζόμια είναι μια ονομασία που άρχισε να καθιερώνεται στο πεδίο της γεω­γραφίας και των ιστορικών σπουδών μόλις τις τελευταίες δεκαετίες. Ορίζει εν πολλοίς τον γεωγραφικό χώρο των υψιπέδων της Νοτιοανατολικής Ασίας, μια τεράστια περιοχή, σε υψόμετρο 300 και πάνω, που εκτείνεται σε πέντε κράτη (Βιετνάμ, Καμπότζη, Λάος, Ταϊλάνδη και Βιρμανία) και τέσσερις επαρχίες της νότιας Κίνας. Εκεί ζουν περίπου εκατό εκατομμύρια άνθρωποι, που ανήκουν σε μειονοτικούς πληθυσμούς και συγκροτούν ένα περίπλοκο εθνοτικό και πολιτισμικό μωσαϊκό. Ήταν, και ώς έναν βαθμό παραμένει, μια «ζώνη θραύσης» της κρατικής συγκρότησης, όπως ιστορικά υπήρξαν ο Καύκασος και τα Βαλκάνια. Εποικιζόταν για τουλάχιστον δύο χιλιετίες, από διαδοχικά κύματα φυγάδων που εγκατέλειπαν τους κρατικούς πυρήνες, τα «ορυζοκράτη» των κοιλάδων —εξαιτίας των εισβολών, των δουλοθηρικών επιδρομών, των επιδημιών και της καταναγκαστικής εργασίας—, καταφεύγοντας σ’ αυτή τη δύσβατη ζώνη που ενθάρρυνε την απόκλιση διαλέκτων, εθίμων, θρησκευτικών αντιλήψεων και ταυτοτήτων.
Ο James Scott, ένας από τους κορυφαίους μελετητές του κράτους, των αγροτικών πολιτισμών και της περιοχής της Νοτιοανατολικής Ασίας, αφηγείται την ιδιαίτερη οδύσσεια των λαών της Ζόμιας στον αγώνα τους για ελευθερία και αυτοπροσδιορισμό. Δεδομένου ότι η ορεσιβιότητα υπήρξε παρεπόμενο του κράτους και καθοριστικό γνώρισμα μιας κοινωνίας φυγάδων, καλούμαστε να ξαναδούμε υπό ριζικά νέο πρίσμα τα εκπολιτιστικά αφήγηματα των κρατών, τι σημαίνει βάρβαρος και πολιτισμένος, κέντρο και περιφέρεια, και να επανεξετάσουμε την ιστορική και πολιτισμική διά­σταση των ορεινών χώρων σε όλο τον κόσμο, αλλά και να προσεγγίσουμε με άλλη οπτική κοινότητες φυγάδων όπως οι Τσιγγάνοι, οι Κοζάκοι, οι Βέρβεροι ή οι «φυλές» του Αμαζονίου. Την επίσημη ιστορία την αφηγούνται τα κράτη· η Τέχνη του να μην κυβερνιέσαι είναι ένα είδος αντιιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού.

ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 5ου ΑΙΩΝΑ

ΑΝΝΑ ΜΙΣΙΟΥ


Μετάφραση Έφη Μαργέλη

Ποιος συνέτασσε τα διοικητικά έγγραφα στην Αθήνα; Ήταν η εγγραμματοσύνη διαδεδομένη στην αρχαία Αττική; Ο απλός λαός μπορούσε να γράψει, να διαβάσει και να καταλάβει τις επιγραφές που ήταν χαραγμένες σε λίθο ή σε θραύσματα κεραμικής; Η Άννα Μίσιου αναλύει σε βάθος ερωτήματα ζωτικής σημασίας για την κατανόηση της ποιότητας της δημοκρατίας και του πολιτισμού της Αθή­νας. Εξετάζει πώς οι κλεισθένειες μεταρρυθμίσεις, ευνοώντας την πολιτι­κή ισότητα στην εκτεταμένη γεωγραφική περιοχή της Αττικής, παρείχαν ένα καινούργιο πλαίσιο και μια νέα θεματολογία στη γραφή, ενώ προώ­θησαν την ανταλλαγή αξιόπιστων πληροφοριών ανάμεσα στους δήμους, τις φυλές και το αστικό κέντρο σε συγκεκριμένα σημαντικά ζητήματα, όπως είναι η κινητοποίηση του στρατού και η πολιτική οργάνωση του σώματος των πολιτών.
Αναλύοντας διεξοδικά τη διαδικασία μέσω της οποίας οστρακίζονταν οι Αθηναίοι πολιτικοί και εξετάζοντας εκ νέου τη συμμετοχή των απλών πολιτών στη Βουλή των Πεντακοσίων, η Μίσιου αμφισβητεί την κυρίαρχη άποψη ότι η εγγραμματοσύνη δεν υπήρξε δια­δεδομένη μεταξύ των Αθηναίων, και υποστηρίζει ότι η εγγραμματοσύνη ήταν εκείνη που διασφάλιζε την αποτελεσματική λειτουργία της αθηναϊ­κής δημοκρατίας.

ΣΤΟ ΚΑΔΡΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ / Φανταστικά πορτρέτα του Κ. Π. Καβάφη

PETER JEFFREYS


Μετάφραση: Λαμπρινή Κουζέλη

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία τη δεκαετία του 1870, ο νεαρός Καβάφης γοητεύθηκε από το κίνημα του αισθητισμού στο κοσμοπολίτικο Λονδίνο. Τα χρόνια εκείνα πρωτοήλθε σε επαφή με τους προραφαηλίτες ζωγράφους και το έργο τους, μεταξύ των οποίων ο Burne-Jones και ο Whistler, καθώς και με το έργο των αισθητιστών, οι οποίοι έφεραν επανάσταση στη βρετανική λογοτεχνική σκηνή εισάγοντας γαλλικές επιρροές και συνεισφέροντας στη δημιουργία του διεθνούς κινήματος της παρακμής. Στο Κάδρο της παρακμής ο Peter Jeffreys μάς μεταφέρει σε αυτή την καθοριστική περίοδο στη ζωή του Καβάφη αναδεικνύοντας τις λογοτεχνικές οφειλές του στους γάλλους και στους βρετανούς πρωτοπόρους αισθητιστές των οποίων η απήχηση στην ποίησή του αποδεικνύεται βαθιά. Στη συνέχεια, προχωρεί στην κριτική επανεκτίμηση του Καβάφη, σε σχέση πάντοτε με τον βικτωριανό αισθητισμό και το γαλλικό παρακμιακό κίνημα. Από τις θεματικές της παρακμής ο Καβάφης ενδιαφέρθηκε κυρίως για την παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την άνοδο του χριστιανισμού και το μακρύ λυκόφως του Βυζαντίου. H επίδραση του WalterPater στην οπτική με την οποία ο Καβάφης αντικρίζει την κλασική και την ύστερη αρχαιότητα ήταν τεράστια, χρωματισμένη με μια απενοχοποιημένα ομοερωτική αισθητική την οποία υιοθέτησε και ο Καβάφης, καθιστώντας τα φανταστικά πορτρέτα του Pater θεμέλιο λίθο της ιστορικoποιητικής ποίησής του. O Καβάφης προχώρησε πέρα από τον Pater διερευνώντας έναν πιο ανοιχτά ομοερωτικό αισθησιασμό, αλλά ποτέ δεν απομακρύνθηκε εντελώς από αυτήν την πλούσια βικτωριανή κληρονομιά, η οποία συνέβαλε σημαντικά στην ανάδειξή του ως παγκόσμιου ποιητή. Η μελέτη ολοκληρώνεται με την εξέταση της τρέχουσας δημοφιλίας του Καβάφη ως γκέι ποιητή και της ιδιαίτερης σχέσης του με το κιτς όπως εκδηλώνεται μέσα από μεταφράσεις της ποίησής του και μεταφορές της σε οπτικά μέσα.