Ο βομβιστής και ο στρατηγός

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΡΑΧΑΝΑΣ


Ιστορώντας την κβαντική επανάσταση, 1900-2025

Μια επιστημονική επανάσταση χωρίς «βόμβες» στα θεμέλια του παλιού καθεστώτος και χωρίς «Στρατηγό» να συντονίζει τους «βομβιστές», μάλλον δεν γίνεται. Και η κβαντική επανάσταση τα είχε όλα. Τον Αλβέρτο Αϊνστάιν πρώτα απ’ όλα ―τον μεγαλύτερο βομβιστή του 20ού αιώνα― και τον επίσης μεγάλο βομβιστή Νιλς Μπορ, ο οποίος όμως έγινε ταυτόχρονα ο Στρατηγός της! Ο μέντορας της δεύτερης γενιάς επαναστατών ―Χάιζενμπεργκ, Πάουλι και Ντιράκ― χάρις στους οποίους η επανάσταση είχε ένα θριαμβευτικό φινάλε. Κατέληξε στην πιο επιτυχημένη επιστημονική θεωρία όλων των εποχών· την κβαντομηχανική. Είναι όμως πράγματι τόσο αλλόκοτη αυτή η θεωρία ώστε κανείς να μην την καταλαβαίνει, όπως λέγεται; Κι αν ναι, πώς συμβαίνει τότε και η κβαντομηχανική όχι μόνο εξήγησε τον κόσμο μας ―από τα βάθη του μικρόκοσμου έως τις εσχατιές του σύμπαντος― αλλά είναι και η κινητήρια δύναμη της αλλαγής του μέσω μιας συνεχιζόμενης τεχνολογικής επανάστασης χωρίς προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία; Κι αν όντως η κβαντομηχανική είναι τόσο επιτυχημένη, γιατί ο Αϊνστάιν στάθηκε τόσο κριτικά απέναντί της ώστε η διαμάχη του με τον Μπορ να βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας της; Και ήταν πράγματι τόσο σημαντική αυτή η διαμάχη ώστε τα παρατσούκλια που δώσαμε στους πρωταγωνιστές της ―ο Βομβιστής κι ο Στρατηγός― να φιγουράρουν και στον τίτλο του βιβλίου; Και οι υπόλοιποι επαναστάτες τι ρόλο έπαιξαν και ποια ήταν τα χαρακτηριστικά της ζωής και της προσωπικότητάς τους που αξίζει να γνωρίζουμε; Γιατί ο Ντιράκ ―αυτό το λαϊκό παιδί από το Μπρίστολ― ήταν τόσο λιγομίλητος ώστε να έχει οριστεί ως μονάδα ομιλητικότητας το Ντιράκ, όπου ένα Ντιράκ ίσον μία λέξη την ώρα; Και στον αιώνα μας οι μεγάλες προκλήσεις ποιες είναι; Θα αντέξει η κβαντομηχανική τη σύγκρουσή της με τη γενική θεωρία της σχετικότητας ή μια νέα επιστημονική επανάσταση θα είναι ξανά αναγκαία; Μήπως ο Αϊνστάιν δεν είπε ακόμα την τελευταία του λέξη και η αναμέτρησή του με τον Μπορ και την κβαντομηχανική θα συνεχιστεί και στον 21ο αιώνα; Αν ερωτήματα όπως τα παραπάνω κινούν το ενδιαφέρον σας, τότε τούτο το βιβλίο θα έχει κάτι να σας πει.

Φιλοσοφικά θραύσματα

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΣΛΕΓΚΕΛ


Κριτική και αισθητική στον πρώιμο γερμανικό ρομαντισμό

Μετάφραση: Σπύρος Δοντάς

Ο στοχαστής χρειάζεται ακριβώς το ίδιο φως με εκείνο του ζωγράφου. Πρέπει να είναι λαμπερό, να μην πέφτει κατά πρόσωπο, να μην ανακλάται τυφλώνοντας και, όποτε είναι δυνατόν, να φέγγει από τα πάνω προς τα κάτω.
*
Ένα θραύσμα, όπως και ένα έργο μικροτεχνίας, πρέπει να είναι εντελώς απομονωμένο από τον περιβάλλοντα κόσμο και να ολοκληρώνεται στον εαυτό του, όπως ένας σκαντζόχοιρος. Το φιλοσοφικό θραύσμα (Fragment) αποτελεί μείζονα συμβολή των πρώιμων ρομαντικών του γερμανικού χώρου, προπαντός του Φρήντριχ Σλέγκελ και του Νοβάλις, στην τυπολογία της φιλοσοφικής γραμματείας. Πρόκειται συνήθως για μικρότερες ή μεγαλύτερες παραγράφους με παρατηρήσεις για την τέχνη, τη φύση, την ποίηση, το μυθιστόρημα, το πνεύμα, την ιδιοφυΐα, τη φιλοσοφία, την ιστορική και την αισθητική κριτική, την ηθική, τη λογική, τη φιλολογία, την επικοινωνία. Χαρακτηρίζονται από πυκνή, αν και ελλειπτική, διατύπωση, απορρίπτουν την πεπατημένη, ανακαλύπτουν διασυνδέσεις φαινομενικά άσχετων τομέων του βίου και της τέχνης, απογειώνουν ή προσγειώνουν απότομα τις εκτιμήσεις τους για πρόσωπα και πράγματα, και χρησιμοποιούν συχνά μια λεπτή, ενίοτε μάλιστα όχι τόσο λεπτή, ειρωνεία. Για τον Σλέγκελ, το θραύσμα είναι τμήμα ενός όλου που υπάρχει κάπου, πίσω από τον ορίζοντα, και θα φανερωθεί, ίσως, στο τέλος ενός άπειρου δρόμου. Στην παρούσα έκδοση περιλαμβάνονται οι τρεις συλλογές θραυσμάτων του Φρήντριχ Σλέγκελ, τα Θραύσματα κριτικής, τα Θραύσματα από το περιοδικό Αθήναιον και οι Ιδέες.

Πίσω από το πέπλο

ΤΕΥΚΡΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ


Ο μαθηματικοί του 20ού αιώνα

«Πρέπει να μάθουμε, και θα μάθουμε!» αναφώνησε ο Ντάβιντ Χίλμπερτ το 1930, στην ομιλία για την αναγόρευσή του σε επίτιμο πολίτη της γενέτειράς του. Ίσως η αισιοδοξία του να ήταν υπέρμετρη· ίσως, πάλι, απλώς να απηύθυνε πρόσκληση προς τους νεότερούς του επιστήμονες να συνεχίσουν να αναζητούν τη γνώση, όπως άλλωστε έκανε και ο ίδιος σε όλη του τη σταδιοδρομία. Στην αναζήτηση αυτή αναφέρεται και το βιβλίο τούτο — στο κυνήγι της μαθηματικής γνώσης, αλλά και στους ανθρώπους πίσω από αυτό.
Τα μαθηματικά του 20ού αιώνα είναι ένα θαυμαστό ψηφιδωτό από καινούργιες ιδέες και νέες εφαρμογές των παλαιότερων, μεταξύ των οποίων ιδέες και θεωρίες που, ενώ δεν συμφωνούν με την ανθρώπινη διαίσθηση, σε πολλές περιπτώσεις βρήκαν εφαρμογή στην καθημερινότητά μας.
Το βιβλίο αυτό όμως, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι ένας φόρος τιμής στους ανθρώπους στους οποίους χρωστάμε τούτη τη γνώση. Κι αν το στερεότυπο που πολλοί έχουν στο μυαλό τους για τους μαθηματικούς είναι εκείνο του μοναχικού και εκκεντρικού επιστήμονα, εδώ θα βρείτε μια πλειάδα χαρακτήρων — άλλων εξωστρεφών και παιχνιδιάρηδων, άλλων ασκητικών, άλλων βασανισμένων, άλλων απλώς κατατρεγμένων από τα τρομακτικά γεγονότα που σημάδεψαν τον αιώνα που πέρασε.
Όπως είπε και ο ίδιος ο Χίλμπερτ, ας ανασηκώσουμε το πέπλο, κι ας δούμε πώς συνυφαίνονται η ιστορία, η ανθρώπινη φύση και η μαθηματική ευφυΐα, και με ποιον τρόπο όλα αυτά έχουν επηρεάσει άμεσα τον τρόπο με τον οποίο ζούμε, σκεφτόμαστε και αντιλαμβανόμαστε την παγκόσμια γλώσσα της φύσης σήμερα.

Εισαγωγή στο έργο του Βιζυηνού

Επιστημονική επιμέλεια: ΛΑΜΠΡΟΣ ΒΑΡΕΛΑΣ


Επιλογή κριτικών κειμένων

Ο Γ. Μ. Βιζυηνός (1849-1896), ποιητής και πεζογράφος, φιλόλογος, διδάκτορας της παιδαγωγικής και υφηγητής της ιστορίας της φιλοσοφίας, θεωρείται πλέον, χωρίς αμφισβήτηση, ένας από τους σημαντικότερους έλληνες διηγηματογράφους. Ξεκίνησε από την ποίηση και σε αυτή επένδυσε περισσότερο, αλλά επιδόθηκε και στη διηγηματογραφία μπολιάζοντας μαεστρικά την ηθογραφία με την ψυχογραφία. Ο κορυφαίος αυτός λογοτέχνης του 19ου αιώνα γνώρισε τον έπαινο και τη χλεύη των κριτικών όσο ζούσε, πέρασε μια περίοδο σταθερής αλλά αδιάφορης εκτίμησης κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, αλλά από την τελευταία εικοσαετία και έπειτα η εκτίμηση για το έργο του είναι συνεχώς αυξανόμενη.
Τη διαδρομή αυτή επιχειρούν να αποτυπώσουν τα κείμενα που ανθολογούνται στον ανά χείρας τόμο. Κριτήριο για την επιλογή τους είναι η αντιπροσωπευτικότητα των προσεγγίσεων για το έργο του Βιζυηνού και η πρωτότυπη συμβολή του καθενός στην ανάδειξη νέων όψεων αυτού του έργου. Κυρίως αναφέρονται στη διηγηματογραφία του Βιζυηνού, αλλά αξιολογείται και η ποίησή του. Η ανθολόγηση αρχίζει με ένα παλαμικό άρθρο του 1892, που αξιολογεί τη διηγηματογραφία και την ποίηση του Βιζυηνού αμέσως μετά τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο, και ολοκληρώνεται με πρόσφατες μελέτες. Είναι φειδωλή έως τα χρόνια της μεταπολίτευσης και πολύ πλουσιότερη από το 1980 και ύστερα, προκειμένου να αποτυπωθεί και αριθμητικά η άνθηση που γνώρισε η έρευνα γύρω από το έργο του Βιζυηνού και η ποικιλία των ερευνητικών προσεγγίσεων. H Εισαγωγή του επιμελητή παρακολουθεί αυτή τη διαδρομή, ενώ φωτίζει και την περίοδο από τις πρώτες λογοτεχνικές εμφανίσεις του Βιζυηνού μέχρι τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο ψυχιατρείο.

Η ευρωπαϊκή σκέψη περί θρησκειών

PHILIPPE BORGEAUD


Μετάφραση: Μαρία Πατέρα

Κύριος, Deus, Πατήρ ημών, Γιαχβέ, Ελοχίμ, Αδωνάι, Ιησούς ή Αλλάχ: όλα φαίνεται να έχουν μια «συγγένεια». Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να μεταφράσουμε το ένα στο άλλο ούτε ότι ταυτίζονται, όπως ισχυρίζονται όσοι εισηγούνται την έννοια των «αβρααμικών θρησκειών». Είναι γεγονός ότι μόνο τρεις θρησκείες αναφέρονται σε αποκαλύψεις και μας παροτρύνουν να πιστέψουμε σε έναν Θεό που αποκαλύπτεται από μόνος του με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το αν είμαστε εβραίοι, χριστιανοί ή μουσουλμάνοι.
Ο Philippe Borgeaud υπογραμμίζει όμως ένα σημείο νευραλγικό: Για τον ιστορικό ή για τον ανθρωπολόγο, το ισλάμ, ο χριστιανισμός, ο ιουδαϊσμός, ο βουδισμός, ο ανιμισμός ή ο ινδουισμός δεν υπάρχουν καθ’ εαυτούς, όπως δεν υπάρχουν και οι θεοί με τους οποίους συσχετίζουμε αυτές τις θρησκείες. Άρα η θρησκεία δεν είναι παρά τα λόγια, τα αισθήματα και οι πράξεις όσων ανακηρύσσονται υπέρμαχοι ή πολέμιοί της. Για να αντιληφθούμε αυτή τη θεμελιώ­δη απόκλιση ανάμεσα στην κοινή λογική και την παρατήρηση των ανθρωπιστικών επιστημών, είναι απαραίτητο να γίνει σύγκριση στις δοξασίες. Ο συγγραφέας θέτει το ερώτημα: Mπορούμε ακόμη να επιδείξουμε απιστία; Με επίκεντρο το παραπάνω ερώτημα, αναλύει τα συστήματα της σκέψης περί θρησκειών και μας καλεί να εξετάσουμε εκ νέου τους μύθους και τα ιδρυτικά κείμενα που συνέβαλαν στο να μεταμορφώσουμε τις προγονικές πρακτικές και δοξασίες σε ­«θρησκείες».