Ένας έρωτας έξω απ’ το χρόνο (Η ζωή μου με τον Λουίς Σεπούλβεδα)
ΚΑΡΜΕΝ ΓΙΑΝΙΕΣ
Μετάφραση: Μαρία Αθανασιάδου, Θεώνη Κάμπρα, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
«Την πρώτη φορά που είδα τον Λούτσο, δεν εντυπωσιάστηκα. Ψηλός, αδύνατος, με βλέμμα διαισθητικό που παρατηρούσε τα πάντα, είχε έρθει παρέα με τον μεγάλο μου αδελφό. Εγώ καθόμουν στο ολοκαίνουργιο γραφείο μου, δώρο γενεθλίων από τους γονείς μου, και τακτοποιούσα τα χαρτάκια μου, τους πρώτους στίχους που ξεπηδούσαν από την ανυποψίαστη εφηβεία μου. Ο αδελφός μου με χαιρέτησε με τρυφερότητα και μου σύστησε αμέσως τον Λούτσο: «Από δω ο φίλος μου, ο συγκάτοικός μου στο σπίτι της ποιήτριας Εσίλντα Γκρέβε». Του έριξα μια λοξή ματιά για ένα δευτερόλεπτο, του έσφιξα το χέρι σαν να ήθελα να κρατήσω τις αποστάσεις. «Γράφεις;»
«Ναι, γράφω.»
«Τι γράφεις;»
«Ποίηση γράφω», του απάντησα με έπαρση.
Ο αδελφός μου επενέβη βιαστικά για να με πληροφορήσει ότι βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν αληθινό ποιητή. Τον κοίταξα για πρώτη φορά και χαμήλωσα τα μάτια με ταπεινοφροσύνη. Τότε, εκείνος πήρε μολύβι και χαρτί, έγραψε ένα ποίημα και μου το αφιέρωσε. Πρώτο ανάμεσα στα χιλιάδες που θα μου αφιέρωνε αργότερα, προμηνύοντας για μένα μια μοίρα ποιήτριας.»
ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΛΑΜΑΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ»:
Σε ποιο βαθμό η βιογραφία σας επηρεάζει την ποίησή σας;
Η βιογραφία μου δε θα με είχε επηρεάσει αν δεν είχα πέσει θύμα της δικτατορίας, κάτι που με ώθησε να θέλω να μιλήσω και για όλα τα άλλα «ανώνυμα» θύματα. Έζησα στο πετσί μου τη φρίκη της δικτατορίας του Πινοτσέτ, σε έναν από τους 1.500 μυστικούς «οίκους» βασανιστηρίων που ήταν σπαρμένοι στη Χιλή, και που έφερε το όνομα Βίλα Γκριμάλντι. Από εκεί πέρασαν περίπου 5.000 άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, οι περισσότεροι εκ των οποίων ανήκουν πλέον στη θλιβερή κατηγορία των «εξαφανισθέντων κρατουμένων». Η δουλειά ενός ποιητή είναι να αποτελεί μέρος της πραγματικότητας...
Όταν δεν γράφετε ποίηση, πώς είναι μια καθημερινή σας ημέρα;
Μιας γυναίκας που, απλά, έχει μέσα της πολλή αγάπη και ακολουθεί τη σοφή συμβουλή του ποιητή Σεζάρ Βαγέχο: «Συγύρισε το σπίτι σου, στρώσε το τραπέζι σου και ζήσε γλυκά, εν ονόματι όλων». Κι αυτό, γιατί έφτιαξα τη ζωή που έφτιαξα, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, κι αφού οι εκτελεστές δεν τα κατάφεραν μ’ εμένα, είμαι κι εγώ εδώ. Όρθια.
Η χιλιανή ποιήτρια Κάρμεν Γιάνιες, (Carmen Yañez, 1952, Σαντιάγο) συνελήφθη το 1975 από τους στρατιωτικούς του δικτάτορα Πινοτσέτ, φυλακίστηκε και βασανίστηκε στον περιώνυμο τόπο μαρτυρίου της Βίγια Γκριμάλντι, για να βρεθεί ημιθανής σε μια χωματερή του Σαντιάγο. Σύντροφος από τα μετεφηβικά χρόνια του διάσημου αντιστασιακού συγγραφέα Λουίς Σεπούλβεδα και μητέρα του πρώτου του παιδιού, ζει στην παρανομία μέχρι το 1981 και σώζεται χάρη στην παρέμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που τη φυγαδεύει μαζί με τον γιο τους στη Σουηδία. Στα λογοτεχνικά περιοδικά της Στοκχόλμης δημοσιεύει τα πρώτα της ποιήματα, μέχρι το 1997 που εγκαταλείπει οριστικά τη Σουηδία για να εγκατασταθεί στην πόλη Χιχόν της επαρχίας Αστούριας, στη βόρεια Ισπανία, συνεχίζοντας μετά από 22 χρόνια βίαιης διακοπής, την κοινή της ζωή με τον Λουίς Σεπούλβεδα.
Με τα κυριότερα έργα της να έχουν ήδη μεταφραστεί στα ιταλικά και γαλλικά, η Κάρμεν Γιάνιες τιμήθηκε το 2002 με το διεθνές βραβείο ποίησης Nicolás Guillén.
Από τις εκδόσεις opera κυκλοφορεί η ποιητική της συλλογή Το γεωγραφικό πλάτος των ονείρων (2012).
H αντίζηλος
ΕΡΙΚ-ΕΜΑΝΟΥΕΛ ΣΜΙΤ
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
«‘‘H Kάλλας; Πφ… δε θα κρατήσει! Θα δείτε: σε λίγο καιρό, κανείς δε θα μιλάει γι’ αυτήν…’’
‘‘Ποια είστε, κυρία μου;’’
‘‘ Ήμουν η αντίζηλος της Μαρίας Κάλλας.’’
Την πρώτη φορά που την είχε δει, τη βρήκε συμπαθητική αυτή τη χοντρή Ελληνίδα με τα μυωπικά της γυαλιά, κακοντυμένη, ντροπαλή, πλαισιωμένη μ’ έναν σύζυγο ηλικιωμένο, αυτή τη Μαρία Μενενγκίνι Κάλλας που κρατούσε ένα γκροτέσκα λιλιπούτειο τσαντάκι σε σχέση με τον όγκο της. Έτσι σου ’ρχόταν να της γλιστρήσεις ένα κέρμα στην τσέπη της ποδιάς της και να τη συγχαρείς που οι τουαλέτες ήταν τόσο καθαρές.»
Εκατό χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας, ο Ε.Ε. Σμιτ ανασυνθέτει την ιστορία της κορυφαίας σοπράνο όλων των εποχών, έτσι όπως την περιγράφει μία μυστηριώδης υπερήλικη κυρία.
Ριγμένη στην αφάνεια και τη λήθη, η Καρλότα Μπερλούμι, φανταστική (και φανατική) αντίζηλος της Κάλλας, απελευθερώνει την πικρία και τα απωθημένα της για μια λυρική καριέρα που κάηκε κάτω από την εκθαμβωτική λάμψη των προβολέων που φώτισαν τη ζωή και το έργο της υπέρλαμπρης ντίβας. Πνευματικό τέκνο του George Bernard Shaw και του Sacha Guitry, ο Eric-Emmanuel Schmitt, (1960) είναι ο σημαντικότερος γάλλος θεατρικός συγγραφέας της τελευταίας εικοσαετίας. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε 45 γλώσσες και ανέβει στις σκηνές 50 χωρών. Εκτός από θέατρο, έχει συγγράψει μυθιστορήματα και δοκίμια και έχει ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία. Το 2016 εξελέγη παμψηφεί μέλος της Ακαδημίας Γκονκούρ.
Αλσατικής καταγωγής, γιος ενός μποξέρ και μιας πρωταθλήτριας του στίβου, αυτοχαρακτηρίζεται «τεμπέλης», «ρέμπελος», «αριστερός», «έτοιμος πάντα να διαφωνήσει», «αρνητής των έτοιμων ιδεών» και, συχνά, «βίαιος».
Στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις opera τα βιβλία του: Ο κύριος Ιμπραήμ και τα άνθη του Κορανίου, Αγαπητέ Θεέ, Πού πάει η φλόγα όταν σβήνει, Το παιδί του Νώε, Το ωραιότερο βιβλίο του κόσμου, Η ζωή μου με τον Μότσαρτ, Μικρά συζυγικά εγκλήματα, Η ονειροπαρμένη της Οστάνδης, Όταν ήμουν έργο τέχνης. Έχει τιμηθεί με το «Μεγάλο Βραβείο Θεάτρου» για το σύνολο του έργου του.
Για την εξαφάνιση των τελετουργιών (μια τοπολογία του παρόντος)
MΠΙΟΥΝΓΚ-ΤΣΟΥΛ ΧΑΝ
Μετάφραση: Βασίλης Τσάλης
ΟΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΕΝΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟ ΜΕΡΟΣ
*
ΟΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ
Ο,ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΟΙΚΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΟ
*
ΚΑΝΟΥΝ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΚΑΤΟΙΚΗΣΙΜΟ ΚΑΙ ΕΛΚΥΣΤΙΚΟ, ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΙΚΟΣ
*
ΟΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΑΚΤΟΠΟΙΟΥΝ
ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΕΤΟΥΝ ΤΟ ΧΡΟΝΟ.
Αποφεύγοντας την ξεπερασμένη νοσταλγία των τελετουργιών του παρελθόντος, ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν εξετάζει το ιστορικό της εξαφάνισής τους ως μέσο μελέτης και διάγνωσης των παθολογιών του παρόντος.
Αντιπαραβάλλει την «ανθρώπινη κοινότητα χωρίς ανάγκη επικοινωνίας» —όπου η ένταση της συντροφικότητας παρέχει δομή και νόημα στην ύπαρξη— με τη σημερινή «επικοινωνία χωρίς κοινότητα», η οποία καταργεί τα συλλο-γικά συναισθήματα και αφήνει τον άνθρωπο εκτεθειμένο στην εκμετάλλευση και τη χειραγώγηση από τη νεοφιλελεύθερη ψυχοπολιτική.
Ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν (Byung-Chul Han) γεννήθηκε το 1959 στη Σεούλ (Νότια Κορέα). Το 1980 μετοίκησε στη Γερμανία όπου σπούδασε Φιλοσοφία, Γερμανική Λογοτεχνία και Καθολική Θεολογία στο Φράιμπουργκ και στο Μόναχο. Το 1994 έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα με τη διατριβή του πάνω στο έργο του Χάιντεγκερ. Το 2000 ξεκίνησε την καριέρα του ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Το 2010 έγινε μέλος του πανεπιστημίου της Καρλσρούης, εντρυφώντας στη Φιλοσοφία του 18ου, του 19ου και του 20ού αιώνα, στην Ηθική, την Κοινωνική Φιλοσοφία, τη Φαινομενολογία, τη Θεωρία του Πολιτισμού, την Αισθητική, τη Θρησκεία, τη Θεωρία των Μέσων Ενημέρωσης και τη Διαπολιτισμική Φιλοσοφία. Δίδαξε Φιλοσοφία και Πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο Der Künste του Βερολίνου. Έχει συγγράψει είκοσι βιβλία. Από τις εκδόσεις opera κυκλοφορούν: Η Κοινωνία της Διαφάνειας, Η Κοινωνία της Κόπωσης, Η Αγωνία του Έρωτα, Η Κοινωνία της Παρηγοριάς, Η Τοπολογία της Βίας, Ψυχοπολιτική.
Ιστορίες των κρονόπιο και των φάμα
ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
«Οι φάμα, για να συντηρήσουν τις αναμνήσεις τους, προβαίνουν στο βαλσάμωμά τους με τον ακόλουθο τρόπο: αφού εντοπίσουν την ανάμνηση με όλες της τις λεπτομέρειες, την τυλίγουν από την κορφή ώς τα νύχια μ’ ένα μαύρο σεντόνι και την ακουμπάνε στον τοίχο του σαλονιού, μ’ ένα καρτελάκι που λέει: ‘‘Εκδρομή στο Κίλνες’’ ή: ‘‘Φρανκ Σινάτρα’’.
Οι κρονόπιο, αντίθετα, αυτά τα χλιαρά και ακατάστατα όντα, αφήνουν τις αναμνήσεις σκόρπιες στο σπίτι, ανάμεσα σε χαρούμενες κραυγές, κι όταν βλέπουν καμιά ανάμνηση να τρέχει, τη χαϊδεύουν απαλά και της λένε: ‘‘Κοίτα μη χτυπήσεις’’, αλλά και: ‘‘Προσοχή στα σκαλοπάτια’’. Γι’ αυτό και τα σπίτια των φάμα είναι τακτοποιημένα και σιωπηλά, ενώ σ’ αυτά των κρονόπιο επικρατεί χαλασμός και πόρτες που βροντάνε. Οι γείτονες είναι όλο παρά-πονα για τους κρονόπιο, ενώ οι φάμα κουνάνε το κεφάλι όλο κατανόηση και πηγαίνουν να διαπιστώσουν αν οι ετικέτες είναι πάντα στη θέση τους.»
«Όταν έδωσα στους πιο στενούς μου φίλους να διαβάσουν αυτές τις ιστορίες, η άμεση αντίδρασή τους ήταν μάλλον αρνητική. Μου είπαν: ‘‘Μα πώς μπορείς να χάνεις τον καιρό σου γράφοντας τέτοια πράγματα; Εσύ παίζεις! Γιατί χάνεις έτσι τον καιρό σου;’’. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να το σκεφτώ και να πειστώ —παραμένω πεπεισμένος— πως δεν έχανα τον καιρό μου, αλλά απλώς αναζητούσα —και καμιά φορά έβρισκα— έναν άλλο τρόπο προσέγγισης και αντίληψης της πραγματικότητας. Συνέχισα να γράφω εκείνες τις ιστοριούλες που μαζεύτηκαν, μαζεύτηκαν, και τελικά έγιναν ολόκληρο βιβλίο. Το βιβλίο εκδόθηκε, και η χαρά μου ήταν απέραντη όταν διαπίστωσα ότι στη Λατινική Αμερική υπήρχαν πολλοί, πάρα πολλοί αναγνώστες που επίσης ήξεραν να παίζουν.»
―Χούλιο Κορτάσαρ
Ο Χούλιο Κορτάσαρ (Βρυξέλλες, 1914 - Παρίσι, 1984) είναι μείζων αργεντινός συγγραφέας, μαζί με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες και τον Ερνέστο Σάμπατο, και ασφαλώς ο σημαντικότερος της νοτιο-αμερικανικής διασποράς. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα (το Κουτσό θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα του 20ού αιώνα), ποιήματα, δοκίμια και θεατρικά έργα. Από τις εκδόσεις opera κυκλοφορούν τα βιβλία του: Κουτσό, Κάποιος Λούκας, Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα, Μαθήματα λογοτεχνίας, Ζωολόγιο, Όλες οι φωτιές η φωτιά.
Συγγνώμη... να περάσω;
ΣΕΠΟΥΛΒΕΔΑ ΛΟΥΙΣ
Μετάφραση: Μαρία Αθανασίου, Θεώνη Κάμπρα, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
O Σεπούλβεδα έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ποίηση. Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα ως ποιητής, και ως
τέτοιος παρουσιαζόταν δημόσια. Αν και πολύ σύντομα θ’ άρχιζε να εναλλάσσει αυτή τη δραστηριότητα με την πεζογραφία, η ποίηση ήταν παρούσα στο συγγραφικό του έργο για μια πολύ μεγάλη περίοδο της ζωής
του.
Ο παππούς μου είχε φωνή ιτιάς
και πολύ λευκά κι αραιά γένια
σαν τα βουνά τον Σεπτέμβριο.
Με τον παλιό του μεγεθυντικό φακό
διάβασα το χέρι του κόσμου.
* * *
«Με αυτόν τον τρόπο τολμώ να εισβάλω στον οίκο της ποίησης, ένα λογοτεχνικό είδος παραπάνω από σημαντικό για το οποίο νιώθω βαθύτατο σεβασμό, διότι η ποίηση και οι Ποιητές αποτελούν το μεδούλι της λογοτεχνίας. Αυτά τα ποιήματα επιλέχθηκαν στην τύχη και αντλήθηκαν από διάφορους σκονισμένους φακέλους στους οποίους αναπαύεται ένα όνειρο που μου φαίνεται δίκαιο. Δεν ακολουθούν κάποια χρονολογική σειρά. Εντέλει, σε αυτά τα ποιήματα γυμνώνεται από πανοπλίες και ενδύματα ένα πολύ κρυφό κομμάτι του εαυτού μου. Οπότε, ήρθε η ώρα: έπρεπε κάποτε να γίνω ο επιδειξίας που ανοίγει την καμπαρντίνα του μπροστά στις πύλες του μοναστηριού.»