Δεν είμαστε αγελούδια
ΜΑΤΙΕ ΜΠΕΛΕΖΙ
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Το Δεν είμαστε αγγελούδια αφηγείται τη μοίρα μιας χούφτας Γάλλων αποίκων και στρατιωτών που εγκλωβίστηκαν στην κόλαση του εποικισμού της Αλγερίας, τον 19ο αιώνα. Η φωνή μιας γυναίκας κι ενός στρατιώτη αποδίδουν σ’ αυτό το σύντομο μυθιστόρημα την αντίφαση και την τραγικότητα της κατάκτησης μιας ελεύθερης χώρας της βόρειας Αφρικής από τη Γαλλία.
«Οι Άραβες βγάζουν από ένα γιαταγάνι και μας ρίχνονται ουρλιάζοντας […] μα τι νομίζουν τα τέκνα του Μωάμεθ;
πως θα μας φοβίσουν; […] οριζοντιώνουμε αμέσως τα τουφέκια, βυθίζουμε στην κοιλιά τους την κοφτερή λάμα που ’χουν οι ξιφολόγχες μας και πετσοκόβουμε αυτές τις μουσουλμάνικες κοιλιές, τις τρυπάμε, τις ξεντεριάζουμε, τις κάνουμε πολτό, ενόσω γύρω μας κραυγές και […] τρέχει το αίμα…
Είν’ αλήθεια δεν είμαστε αγγελούδια, μα χρειάζονται αγγελούδια για να ειρηνεύσουμε αυτές τις χώρες της Μπαρμπαριάς;
«Όχι, κύριε λοχαγέ, δε χρειάζονται αγγελούδια! χρειάζονται μόνο στρατιώτες, στρατιώτες που να μη φοβούνται τίποτα!»«
Οι Άραβες βγάζουν από ένα γιαταγάνι και μας ρίχνονται ουρλιάζοντας […] μα τι νομίζουν τα τέκνα του Μωάμεθ; πως θα μας φοβίσουν; […] οριζοντιώνουμε αμέσως τα τουφέκια, βυθίζουμε στην κοιλιά τους την κοφτερή λάμα που ’χουν οι ξιφολόγχες μας και πετσοκόβουμε αυτές τις μουσουλμάνικες κοιλιές, τις τρυπάμε, τις ξεντεριάζουμε, τις κάνουμε πολτό, ενόσω γύρω μας κραυγές και […] τρέχει το αίμα…
Είν’ αλήθεια δεν είμαστε αγγελούδια, μα χρειάζονται αγγελούδια για να ειρηνεύσουμε αυτές τις χώρες της Μπαρμπαριάς;
«Όχι, κύριε λοχαγέ, δε χρειάζονται αγγελούδια! χρειάζονται μόνο στρατιώτες, στρατιώτες που να μη φοβούνται τίποτα!»
Σε μια χώρα όπως η Γαλλία, η δημοφιλία του Μπελεζί είναι μια ένδειξη πως, ίσως, οι καιροί έχουν αρχίσει ν’ αλλάζουν.
Constant Méheut, The New York Times
Μια ανατρεπτική σύνοψη της αποικιοκρατικής ουτοπίας. Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα.
Florent Georgesco, Le Monde des livres
Μια πολύ όμορφη και δυνατή φωνή. Μια εποποιία της ανθρώπινης παράνοιας κι ένας λυρισμός μιας άλλης εποχής.
Jérôme Garcin, Le Nouvel Observateur
Ένα κείμενο χωρίς σχεδόν καθόλου στίξη, σαν ουρλιαχτό. Μια πολύ έντονη εμπειρία ανάγνωσης.
Pauline Paccard, France 24
Ο Ματιέ Μπελεζί (Mathieu Belezi) γεννήθηκε το 1953 στη Λιμόζ (Γαλλία). Σπούδασε Ιστορία και Γεωγραφία στο Πανεπιστήμιο της Λιμόζ. Εργάστηκε ως καλλιεργητής καπνού, κατασκευαστής επιτύμβιων πλακών και καθηγητής Ιστορίας (στη Λουιζιάνα-ΗΠΑ). Έζησε στο Μεξικό, στο Νεπάλ, στην Ινδία, στη Ρώμη, στα ελληνικά και στα ιταλικά νησιά. Από πατέρα στρατιωτικό που υπηρέτησε στην Αλγερία και μητέρα άποικο, αρνείται την ταύτισή του με οποιονδήποτε πολιτικό, αποζητά τη μοναχικότητα και περιλαμβάνει την Τήλο στους τόπους όπου θα μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή του.
Το Δεν είμαστε αγγελούδια τιμήθηκε με το βραβείο Livre Inter και το Βραβείο Λογοτεχνίας της εφημερίδας Le Monde.
Ένας τόπος με τ΄ όνομά σου
ΑΛΕΧΑΝΤΡΟ ΠΑΛΟΜΑΣ
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου
Τ’ όνειρό μου είναι ένα δάσος», είπα στρέφοντας το βλέμμα προς το παράθυρο, «και πιθανότατα έχεις δίκιο, και
είναι γελοίο και εγωιστικό κι επίσης παιδιάστικο, αλλά, αυτό είναι. Η ερώτηση, αυτή που έχει σημασία για μένα ως μητέρα και για σένα ως γυναίκα, είναι ποιο είναι το δικό σου όνειρο. Το γνωρίζεις, Βιολέτα; Υπάρχει; Αυτός είναι ο εκκρεμής λογαριασμός μου μ’ εσένα, κορίτσι μου.»
«Ο Ίων, κτηνίατρος και φροντιστής ελεφάντων σε ζωολογικό κήπο, και η Έντιθ, χήρα που ζει με έντεκα γάτες,
είναι οι δύο μοναδικοί και μοναχικοί γείτονες ενός απομονωμένου οικισμού. Ο Αλεχάντρο Παλόμας δε χρειάζεται τίποτα περισσότερο για να δημιουργήσει ένα φάσμα χαρακτήρων όπου φωτίζονται η έντονη σχέση μιας
μητέρας με την κόρη της, ενός αδελφού με την αδελφή του, δύο γυναικών μεταξύ τους, ενός πρόωρα χαμένου πατέρα με τον μικρό του γιο, ενός άνδρα μ’ ένα παιδί και μια ελεφαντίνα, μιας ηλικιωμένης γυναίκας και ενός
μεσόκοπου άνδρα που μοιράζονται το ίδιο όνειρο για έναν πολύ διαφορετικό τόπο και τρόπο ζωής…
Ένα μυθιστόρημα συγκινητικό, σύνθετο και επώδυνο κατά στιγμές, που παρασύρει τον αναγνώστη στην αναζήτηση μιας σειράς ερμηνειών που καθυστερούν ν’ αποκαλυφθούν, όπως συχνά καθυστερούν οι απαντήσεις στην πορεία μιας ζωής. Μια αφήγηση όπου οι σιωπές είναι πιο εύγλωττες από τις λέξεις, κι ένα απλό νεύμα, ικανό ν’ ανατρέψει μια ολόκληρη ζωή.»
goodreads.com
Συγγνώμη... να περάσω;
ΣΕΠΟΥΛΒΕΔΑ ΛΟΥΙΣ
Μετάφραση: Μαρία Αθανασίου, Θεώνη Κάμπρα, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
O Σεπούλβεδα έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ποίηση. Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα ως ποιητής, και ως
τέτοιος παρουσιαζόταν δημόσια. Αν και πολύ σύντομα θ’ άρχιζε να εναλλάσσει αυτή τη δραστηριότητα με την πεζογραφία, η ποίηση ήταν παρούσα στο συγγραφικό του έργο για μια πολύ μεγάλη περίοδο της ζωής
του.
Ο παππούς μου είχε φωνή ιτιάς
και πολύ λευκά κι αραιά γένια
σαν τα βουνά τον Σεπτέμβριο.
Με τον παλιό του μεγεθυντικό φακό
διάβασα το χέρι του κόσμου.
* * *
«Με αυτόν τον τρόπο τολμώ να εισβάλω στον οίκο της ποίησης, ένα λογοτεχνικό είδος παραπάνω από σημαντικό για το οποίο νιώθω βαθύτατο σεβασμό, διότι η ποίηση και οι Ποιητές αποτελούν το μεδούλι της λογοτεχνίας. Αυτά τα ποιήματα επιλέχθηκαν στην τύχη και αντλήθηκαν από διάφορους σκονισμένους φακέλους στους οποίους αναπαύεται ένα όνειρο που μου φαίνεται δίκαιο. Δεν ακολουθούν κάποια χρονολογική σειρά. Εντέλει, σε αυτά τα ποιήματα γυμνώνεται από πανοπλίες και ενδύματα ένα πολύ κρυφό κομμάτι του εαυτού μου. Οπότε, ήρθε η ώρα: έπρεπε κάποτε να γίνω ο επιδειξίας που ανοίγει την καμπαρντίνα του μπροστά στις πύλες του μοναστηριού.»
Το κεφάλι μου να δείξεις στο λαό
ΦΡΑΝΣΟΥΑ-ΑΝΡΙ ΝΤΕΖΕΡΑΜΠΛ
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Στην καρδιά της «Τρομοκρατίας»
(1793-1795), της πιο σκοτεινής περιόδου της Γαλλικής Επανάστασης, όταν η
γκιλοτίνα έκοψε πολλά κεφάλια, διάσημα και μη. Οι τελευταίες ώρες της
Μαρίας-Αντουανέτας, του Ζορζ Νταντόν, του Αντουάν Λαβουαζιέ, της Σαρλότ
Κορντέ, του Μαξιμιλιανου Ροβεσπιέρου. Δέκα συγκινητικές ιστορίες που
συνθέτουν ένα συναρπαστικό σύνολο.
«Μετά, έζησε το μαρτύριό του όπως ο
Ιησούς με το ακάνθινο στεφάνι, χωρίς να υπάρχει Σίμων Κυρηναίος να τον
βοηθήσει να σηκώσει το σταυρό, υπό τις λοιδορίες ενός πλήθους που δεν
ήταν ποτέ τόσο πολυάριθμο, ενός έξαλλου πλήθους που έβλεπε τα κάρα να
τραντάζονται, άκουγε το τρίξιμο των τροχών στο πλακόστρωτο,
χειροκροτούσε ζωηρά. Μπροστά στον οίκο των Ντυπλέ, όπου ο Ροβεσπιέρος
είχε περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η πομπή σταμάτησε. Ένα
παιδί δέκα χρονών, ίσως δώδεκα, βούτηξε μια σκούπα σ’ έναν κουβά γεμάτο
με αίμα βοδιού και ράντισε την πόρτα του σπιτιού. Και ο Ροβεσπιέρος, ήδη
χλομός, άσπρισε στην κυριολεξία, έκλεισε τα μάτια κι έσκυψε το κεφάλι,
για να μη δει κανείς τα δάκρυα που πάσχιζε να συγκρατήσει. Ούτε στο
ικρίωμα νοιάστηκε να πει έναν καλό λόγο. Δεν είναι όλοι Δαντόν. Η λεπίδα
έπεσε, και, μαζί της, η αυλαία αυτής της μεγάλης παράστασης που ήταν η
Επανάσταση.»
«Εδώ και πολύ καιρό, η φράση την οποία ο Δαντόν απηύθυνε στον δήμιό
του, πάνω στο ικρίωμα, με σαγήνευσε: Το κεφάλι μου να δείξεις στο
λαό. Αξίζει τον κόπο’’. Σιγά σιγά, αυτή η σαγήνη μ’ έκανε ν’ αναζητήσω
τις τελευταίες φράσεις που ξεστόμισαν οι καταδικασμένοι στη γκιλοτίνα.
Και, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, το περιβόλι ήταν περίπου
ανεξάντλητο.»
O Φ.-Α. Ντεζεράμπλ στον Σεμπαστιάν Ρεϊνό, Zone Critique