Κοιτάζοντάς τες σενάρια πόνου / που δεν είχαν πλέον καμιά πιθανότητα να πραγματοποιηθούν / ξετυλίγονταν στο μυαλό μου
Δεν τόλμησα να ξαναπαραπονεθώ ούτε να ξανακλέψω
Δεν γαβγίζει, όταν πικραίνεται, / αλλά βουβαίνεται, / τον ευχαριστεί το νέκταρ της ελπίδας
Μυρίστηκα τον πανικό κάτω από τα φτερά σου, θαύμασα τη μάχη που έδινες εκείνη ακριβώς στιγμή στο σαλόνι μου
«Ουί, ουί», πετάχτηκε ένας από τους ψαράδες, «κροκόντιλο», και γελούσε με την καρδιά του!
Με μια πατρίδα εναέρια θαμμένη μες στις λάσπες...
Κανείς ξένος δεν μπορεί να τους επισκεφθεί και αν κάποιος επιχειρήσει να εισέλθει παράνομα διώκεται και τιμωρείται αυστηρά
Αφού τελείωσα όλες τις δουλειές, άφησα επίτηδες το πορτάκι του κλουβιού ορθάνοικτο...
Μια μέρα, μην έχοντας τι να κάνει τις τόσες σαρδέλες που του περίσσεψαν μετά από μία μεγάλη ψαριά, τις έθαψε στον κήπο
Άραγε σε ποια θάλασσα θα πλέετε από τώρα / Με τι δύναμη θα ξεπεράσετε τους κινδύνους
το ψαράκι είναι ευτυχισμένο, μπροστά του υπάρχουν πέντε γυάλες κενές, με ένα άλμα πηδά μέσα στην πρώτη, τη γυάλα της μικρής κόρης
Ένας τεράστιος πίθηκος που μιλούσε την γλώσσα τους και επέμενε ότι είναι ο αδικοχαμένος προπάππους τους