Πεσμένος καταγής / πάνω σε χώματα σκέψεων / ανιχνεύω τον τρόπο που σμίγει / ένα μυρμήγκι με το ψοφίμι του
Κοιτάζοντάς τες σενάρια πόνου / που δεν είχαν πλέον καμιά πιθανότητα να πραγματοποιηθούν / ξετυλίγονταν στο μυαλό μου
Γύρω στα δεκάξι, κατάλαβα ότι η Λάκσμι θα ήταν και το μοναδικό θηλυκό που θα αγαπούσα ποτέ
Για τα αβγά γίνεται όλη η ιστορία...
Δεν τόλμησα να ξαναπαραπονεθώ ούτε να ξανακλέψω
Δεν γαβγίζει, όταν πικραίνεται, / αλλά βουβαίνεται, / τον ευχαριστεί το νέκταρ της ελπίδας
Μυρίστηκα τον πανικό κάτω από τα φτερά σου, θαύμασα τη μάχη που έδινες εκείνη ακριβώς στιγμή στο σαλόνι μου
«Ουί, ουί», πετάχτηκε ένας από τους ψαράδες, «κροκόντιλο», και γελούσε με την καρδιά του!
Με μια πατρίδα εναέρια θαμμένη μες στις λάσπες...
Κανείς ξένος δεν μπορεί να τους επισκεφθεί και αν κάποιος επιχειρήσει να εισέλθει παράνομα διώκεται και τιμωρείται αυστηρά
Άραγε σε ποια θάλασσα θα πλέετε από τώρα / Με τι δύναμη θα ξεπεράσετε τους κινδύνους
Αφού τελείωσα όλες τις δουλειές, άφησα επίτηδες το πορτάκι του κλουβιού ορθάνοικτο...