ο σκύλος περνάει τη διασταύρωση / μυρίζει τους ρόμβους στο συρματόπλεγμα / μια άδεια κονσέρβα σαν θέσφατο ...
Με το ένα πόδι να τσαλαβουτάει στο νερό και το άλλο να βουλιάζει στην άμμο, βαδίζει ξυπόλητη
Η μάνα μου βγήκε να τον υποδεχτεί κι αφού έριξε μια ματιά στο κάρο, κοιτάχτηκαν στα μάτια χωρίς να πουν τίποτα
Πεσμένος καταγής / πάνω σε χώματα σκέψεων / ανιχνεύω τον τρόπο που σμίγει / ένα μυρμήγκι με το ψοφίμι του
Κοιτάζοντάς τες σενάρια πόνου / που δεν είχαν πλέον καμιά πιθανότητα να πραγματοποιηθούν / ξετυλίγονταν στο μυαλό μου
Γύρω στα δεκάξι, κατάλαβα ότι η Λάκσμι θα ήταν και το μοναδικό θηλυκό που θα αγαπούσα ποτέ
Για τα αβγά γίνεται όλη η ιστορία...
Δεν τόλμησα να ξαναπαραπονεθώ ούτε να ξανακλέψω
Δεν γαβγίζει, όταν πικραίνεται, / αλλά βουβαίνεται, / τον ευχαριστεί το νέκταρ της ελπίδας
Μυρίστηκα τον πανικό κάτω από τα φτερά σου, θαύμασα τη μάχη που έδινες εκείνη ακριβώς στιγμή στο σαλόνι μου
«Ουί, ουί», πετάχτηκε ένας από τους ψαράδες, «κροκόντιλο», και γελούσε με την καρδιά του!
Με μια πατρίδα εναέρια θαμμένη μες στις λάσπες...