Σου γράφω το γράμμα αυτό γιατί έχω το διακαή πόθο να δω το έργο μου δημοσιευμένο
Πρέπει να ξέρεις πού να σταματήσεις για να μην καταλήξεις να αναφωνείς στο κρεβάτι του θανάτου «Θεέ μου! Τόσο χαμένο υλικό!...»
Το τρένο σταμάτησε να περνά./ Ο σταθμός δεν άργησε να ερημώσει./ Ούτε δρομολόγια ούτε ταξιδιώτες./ Μονάχα το καφενείο παρέμεινε
το χιόνι σε φως ύφεση [έστω] ανθισμένο / κάτι λέξεις της – φτερά ή επίδεσμοι / θα λάμνουν στον αέρα
Με συγχωρείτε που βρίσκομαι εδώ
Στην έκθεση «Αλέκος Φασιανός - Βαγγέλης Χρόνης. 30 χρόνια φιλίας. Ζωγραφική και ποίηση»
Δύο διηγήσεις
Κανένας δεν τον είχε πιέσει: μόνος του τη διάλεξε, μόνος του αποφάσισε για το στεφάνι και μόνος του πήρε το καράβι για τα ξένα
Υπό γυναικών λατρεύεται π' έβλεπαν κάτω στις αμμουδερές ακτογραμμές και θίνες να διαγράφεται λίγο λίγο το περίγραμμα μανούλας
Δεκάξι πόντους όνειρο σ’ ερμεία σφυρά / Ελπίζοντας πως δεν θα καταρρεύσει
Τα δώρισα στην κόρη μου με την εντολή «να τα φοράς κάθε μέρα, να τα χαίρεσαι, μην τα χάσεις σε αυτοκίνητα, να τα φοράς, να τολμάς»
Ξεκίνησα να ζω πάνω στη σιδερώστρα, εκεί τρώω, εκεί πλαγιάζω τα βράδια. Εκεί σαν αγκάθια ψαριού οι σκέψεις με γδέρνουν