– Πόσο πολύ μου αρέσει να με αγαπάς / – Κι εμένα πόσο πολύ μου αρέσει να σε αγαπώ / – Θέλω κι άλλο
Στους τοίχους του δεν κρεμόντουσαν πανάκριβα gobelins, ή πίνακες με Παρθένες του Correggio. Από το μπαλκόνι της δεν έβλεπε [...]
Φύση περιπετειώδης, βεβαιώνουν οι ονειροκρίτες, αγαπούσε εμπειρίες, γνωριμίες και ταξίδια. Πριγκίπισσα στην Κρήτη [...]
Θυμόν συνυφασμένον εις φύσιν του έχει ο άνθρωπος, και ως εκ τούτου, ο κοινός άνθρωπος πάσχει κακώς, και μετανάστης και φυγάς [...]
Πώς να κερδίσεις, χάρτινε κι αδιαμόρφωτε, ακόρεστε από πάθος λογικής και πεζοπόρου ωσαύτως εξουσίας
Πριν τον πάω στο δωμάτιο έριξε μια ματιά στην τηλεόραση. Τι είναι αυτό, τούρκικο; ρώτησε. Ναι είπα, ο Σουλεϊμάν. Δεν το ξέρεις;
Τον ζήλεψα πολύ/του Βλαβιανού τον στίχο/Και σκέφτηκα τη μάνα μου/Με το λινό της το ταγιέρ
Όταν το θέμα εξαντλείται, οι παρέες διαλύονται, μπαίνει ο καθένας στον ηλεκτρικό ή σε άλλο μέσο μαζικής μεταφοράς, και επιστρέφει
Αιρετικός άνεμος των μαλλιών της ο μέγιστος ύπνος. Ο λοξός της πτήσης της νοσταλγός, ο φρουρός του φωτός της.
Θηρίο ή Θεός/Που αρνείται το σκοτάδι της/Και συμμαζεύει το δωμάτιο και τα χαρτιά της.
Θα ξεκινήσει ξημερώματα, πρώτο έτος του τέταρτου αιώνα της Χιλιετίας της Ανθρωπωδίας. Ο ουρανός θα είναι στην Άνοδο.
έμοιαζε με τις πεταλούδες που έχουν φτερά με γαλάζιες βούλες και καθώς πετούν μέσα στο καλοκαίρι στραφταλίζουν στον αέρα