Αιρετικός άνεμος των μαλλιών της ο μέγιστος ύπνος. Ο λοξός της πτήσης της νοσταλγός, ο φρουρός του φωτός της.
Θηρίο ή Θεός/Που αρνείται το σκοτάδι της/Και συμμαζεύει το δωμάτιο και τα χαρτιά της.
Θα ξεκινήσει ξημερώματα, πρώτο έτος του τέταρτου αιώνα της Χιλιετίας της Ανθρωπωδίας. Ο ουρανός θα είναι στην Άνοδο.
έμοιαζε με τις πεταλούδες που έχουν φτερά με γαλάζιες βούλες και καθώς πετούν μέσα στο καλοκαίρι στραφταλίζουν στον αέρα
Τα φαναράκια κατεβαίνουν. Με σταθερή ταχύτητα, σα να υπακούουν σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο πλοήγησης.
Εν τούτοις τίποτα δεν δια/ταράσσει τη γαλήνη των/«ψυχικών μου καταστάσεων»/όπως λένε μερικοί τη διά//θεση των συγκινήσεών μου/
Ξαφνικά εκεί, ήσυχα κι αθόρυβα, σαν να τρύπωσε γάτα στο σπίτι κι όχι ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά.