Πήγαινε μπρος πίσω φυλλομετρώντας τον Θουκυδίδη και άλλα βιβλία μεταξύ των οποίων και τον περίφημο «Βρικόλακα» του Μπραμ Στόκερ
«Τι προτείνεις;» «Nα σε ερωτευτώ για ένα φεγγάρι και μετά να σου χαρίσω την αιωνιότητα»
Σίγουρα ήταν θεότητα / γιατί τα μάτια της / έβγαζαν πάντοτε αστραπές / και την περιέβαλε ένας πυροστρόβιλος
Ε τότε πια σε τι Θεό πιστεύεις, ποιος είναι ο Τζέιμς Μποντ, ποιος είσαι εσύ, τι πράκτορας κοιμάσαι και ξυπνάς.
– Kοίταξε γύρω σου. Δεν βλέπεις; – Tι να δω; – To σπίτι σου. Βρίσκεσαι μέσα στο σπίτι σου.
Είδαν παρκαρισμένα αρκετά φορτηγάκια και πολλοί μελαχρινοί σουλατσάριζαν στο δρόμο ή κάθονταν στις καρότσες και κάπνιζαν.
Ψαλιδίζει το σκίτσο που έχει μπροστά του. Ανακατεύει τα χαρτιά. Ξαφνικά τινάζεται όρθιος. «Τώρα αρχίζει να έχει ενδιαφέρον!»
Πετάχτηκε πρώτη η μάνα μου: «Κοίτα μην πεις καμμιά εξυπνάδα ότι θες να γίνεις στρατηγός του Κόκκινου Στρατού!»
«Μάλλον δεν μπορούμε να είμαστε όλοι ποιητές, αλλά ούτε μπορούμε να ᾽μαστε κι όλοι γέροι» – Τρεις ιστορίες από παλιά βιβλία.
Μέσα μου σηκώθηκε τραγούδι και μ’ έπιασε ο πόνος που ξεχνάω. Λαχτάρησαν τα χέρια μου ν’ ανοίξουν και γέμισαν με τρυφερά πουλιά.
«Η ελεύθερη πτώση»: Μια μέλισσα, μια πεταλούδα, ένας αετός, τα φτερά τους ρίχνουν στη γη. Σπάνε καθώς πέφτουν.
Καλοί μου φίλοι, υπάρχει κατεχόμενη ψυχή; Κι εξάλλου απέθανε ποτέ του ο Κανένας; […] Μες σ’ ένα ποίημά μου κυλάει ένα ρυάκι.