Σκέφτεται το τωρινό, στεγνό, λυπημένο σώμα της κι αισθάνεται το χάσμα του χρόνου, το ανεπίστρεπτο, το ανεξαγόραστο της νεότητας.
Μου τράβηξε την προσοχή από την πρώτη στιγμή. Πρέπει να ήταν γύρω στα εξήντα, με ρωμαλέο παράστημα και χέρια πιανίστα ή ποιητή –
Για να γίνεις ευνοούμενη θα χρειαστεί να φτιάξεις ένα βάθος ψυχής και από εκεί να περιφρονήσεις ανυπόκριτα το δέον, τον κανόνα
οι δικές του οι ώρες τον θεωρούσαν καταδότη· ενοχή και αθωότητα μοιράζονταν / την ενοχή / στα δύο
παρ’ όλα αυτά οι Έλληνες θα διασκεδάζουν / η ζέστη θα έρχεται απότομα και θα μαραίνει
Άλλοι για να αποκοιμηθούν μετρούν πρόβατα. Η Έλινορ μετράει φυσίγγια.
Το κλείστρο πρόλαβε / Την έκοψε απ’ τη ζωή / Την φύλαξε στη μνήμη
[Άκου τώρα κάτι σοβαρό: αυτός ο δρόμος που χαράζεις με το νύχι / οδηγεί σ’ ένα σημείο χωρίς επιστροφή. / Εγώ έχω ήδη φτάσει.]
Χρώμα και χρώμα, χρώματα και κύανος και ώχρα, / ουσίες υλικών επιστροφής: / κιννάβαρι, χρυσόκολλα, ιός χαλκού και μίλτος…
Έπιασα τη μοτοσικλέτα απ’ το τιμόνι: «Μπράβο κυρ-Αιμίλιε», του λέω, «Άντε γιατί τα κορίτσια σε περιμένουνε...»
δεν προλαβαίνω να τα θυμηθώ όλα. ούτε πολλών άλλων πόλεων τις βροχές που με δρόσισαν
γδαρμένος τοίχος / κι η πληγή / κόκκινη βουκαμβίλια