Μέσα μου σηκώθηκε τραγούδι και μ’ έπιασε ο πόνος που ξεχνάω. Λαχτάρησαν τα χέρια μου ν’ ανοίξουν και γέμισαν με τρυφερά πουλιά.
«Η ελεύθερη πτώση»: Μια μέλισσα, μια πεταλούδα, ένας αετός, τα φτερά τους ρίχνουν στη γη. Σπάνε καθώς πέφτουν.
«Μάλλον δεν μπορούμε να είμαστε όλοι ποιητές, αλλά ούτε μπορούμε να ᾽μαστε κι όλοι γέροι» – Τρεις ιστορίες από παλιά βιβλία.
Καλοί μου φίλοι, υπάρχει κατεχόμενη ψυχή; Κι εξάλλου απέθανε ποτέ του ο Κανένας; […] Μες σ’ ένα ποίημά μου κυλάει ένα ρυάκι.
Τόσοι αιώνες στην τέχνη της αναπαράστασης και ούτε ένας ντόπιος δεν βρισκόταν εκείνη τη στιγμή να απαθανατίσει τον κατακλυσμό.
Από άλλη χώρα έρχεται / η πεταλούδα που υφαίνει / το κουκούλι της για χρόνια, / όχι στο στομάχι, μα κάπου στο διάφραγμα κοντά.
Να μην σηκώνεις το κεφάλι / να μην κοιτάς τον ουρανό / να φοράς μόνο καπέλα χρωματιστά και να σκαρφίζεσαι / χαμόγελα οδοντωτά
Ο Παράδεισος είναι όλα τα ουράνια πλάσματα / μαζεμένα γύρω από τη λέξη Μηδέν
Ένα βράδυ που περπατάμε στον Λυκαβηττό με τον άντρα μου, γυρίζω και του λέω, δεν βλέπω τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα.
«Το κέρατό μου μέσα, ψιθύρισε, τί δεν τους αρέσει δηλαδή; Πάλι Νικολοπούλου με γράψανε».
«Κοίτα, του απαντώ μπας και ξεμπλέξω, / η κοινωνία όλη λέει ψέματα· / εμείς απλώς την εκπροσωπούμε στα δικαστήρια».
Για να γίνεις ευνοούμενη θα χρειαστεί να φτιάξεις ένα βάθος ψυχής και από εκεί να περιφρονήσεις ανυπόκριτα το δέον, τον κανόνα