Έστρεψα προς τη μάντρα του νεκροταφείου / κι είδα τη μάνα μου νύφη, μετεωριζόμενη, να μπαίνει κρατώντας ένα μπουκέτο μωβ βιολέτες
Κανένας δε ξέρει πώς μοιάζεις, / γιατί το φεγγάρι είχε παγώσει για τα καλά / και τα γρανάζια πίσω / συνεχίζουν να γυρνάνε
Μαζί του τον επήρε / για να λαλεί / μες στων χωμάτων τη σιωπή / ο κίτρινος ο κόκκινος ο πετεινός
Το μεγάλο μωβ ψάρι με τα πράσινα πτερύγια τσιμπολογάει κίτρινο κλαδί. Κι εγώ μικρή, σε πρώτο πλάνο, βυθίζομαι στην άμμο
Σίγουρα ήταν θεότητα / γιατί τα μάτια της / έβγαζαν πάντοτε αστραπές / και την περιέβαλε ένας πυροστρόβιλος
Πήγαινε μπρος πίσω φυλλομετρώντας τον Θουκυδίδη και άλλα βιβλία μεταξύ των οποίων και τον περίφημο «Βρικόλακα» του Μπραμ Στόκερ
«Τι προτείνεις;» «Nα σε ερωτευτώ για ένα φεγγάρι και μετά να σου χαρίσω την αιωνιότητα»
Είδαν παρκαρισμένα αρκετά φορτηγάκια και πολλοί μελαχρινοί σουλατσάριζαν στο δρόμο ή κάθονταν στις καρότσες και κάπνιζαν.
Ψαλιδίζει το σκίτσο που έχει μπροστά του. Ανακατεύει τα χαρτιά. Ξαφνικά τινάζεται όρθιος. «Τώρα αρχίζει να έχει ενδιαφέρον!»
Πετάχτηκε πρώτη η μάνα μου: «Κοίτα μην πεις καμμιά εξυπνάδα ότι θες να γίνεις στρατηγός του Κόκκινου Στρατού!»
Ε τότε πια σε τι Θεό πιστεύεις, ποιος είναι ο Τζέιμς Μποντ, ποιος είσαι εσύ, τι πράκτορας κοιμάσαι και ξυπνάς.
– Kοίταξε γύρω σου. Δεν βλέπεις; – Tι να δω; – To σπίτι σου. Βρίσκεσαι μέσα στο σπίτι σου.