Η σκέψη ότι δεν θα έβλεπε ξανά τη γκρίζα πόλη όπου την πήγε να αγοράσει τσάι τώρα της προκαλούσε θλίψη.
Η αίθουσα του επισκεπτηρίου είναι ελεεινή, το βλέπεις κι εσύ. Έχει δύο φεγγίτες όλους κι όλους και δεν αερίζεται καθόλου.
Κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν πρέπει να μάθει / πως φυλάω τη σιωπή που μου χάρισες / κάτω από το δέρμα μου
Τι κάθομαι και κοιτάζω αυτές τις ανόητες τηλοψίες / όταν η μόνη αιωνιότητα είσαι εσύ / και βέβαια δεν ταυτίζεσαι με το σύμπαν
Ο Τζοβάνι Κ. περνούσε την ώρα του χαζεύοντας το κοτόπουλο αλλά είδε το τραίνο να φτάνει, να κοντοστέκεται μια στιγμή και να φεύγει
Είχε σημαδέψει τα μανταλάκια με το όνομα και το είδος των ρούχων τού καθενός και όταν μάζευε τα στεγνά ρούχα ήξερε τίνος ήταν.
Είδωλα επιμελώς χτισμένα με γρανίτη προτού βυθιστεί το Σύμπαν στον ορίζοντα. Εδώ, μέσα στην έρημο, κάτι άλλαζε
Κάθε πρωί το μέλλον πλησιάζει / ανταύγειες φορτωμένο αλλόκοτες / κι ανίδεα πουλιά / ενώ ο μικρός τυφλός κορυδαλλός της νιότης ...
Οι περισσότεροι λαοί θάβουν τους νεκρούς στην άμμο με λίγα ρούχα, με τις γυναίκες χωρίς στηθόδεσμο να θηλάζουν τα νεκρά μωρά
Αυτό το κόκκινο πουλόβερ ο Θεός το ’ριξε στις ρόδες του φορτηγού μπροστά στα μάτια της κόρης μου
Ο ζωοποιημένος απόστολος παρουσιάστηκε στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου μπροστά στα εκστασιασμένα βλέμματα των ευκατάνικτων πιστών
Κάνε πίσω απ’ το έργο σου κι άφησέ το ανυπεράσπιστο να καταστραφεί όσo χρειάζεται. Γιατί να έχεις την ευθύνη για ό,τι χαθεί