Τα δερμάτινα σκαρπίνια που του φιλοτέχνησε με ιδιαίτερη φροντίδα βάζοντας όλη του την τέχνη, ο Αριστείδης, ενθουσίασαν το στρατηγό
Τον κοιτάζουν, αλλά το βλέμμα τους διαπερνά το σώμα του σαν να ’ναι καμωμένο όχι από σάρκα και οστά, μα από διάφανο γυαλί
Ομοιόμορφα χάλκινα κεφάλια / που όταν τα κουνάς / χτυπούν μεταξύ τους / παράγοντας έναν ρυθμικό / χάλκινο ήχο
Το άρμα του έρωτα με μύριους δονεί την καρδιά τριποδισμούς βαριές ανάσες στις άκρες των ηνίων κλαίνε οι ζεμένοι με χλιμιντρίσματα
Καλύτερα να ήμουν θήραμα της νυχτερίδας / θα είχα πετάξει στη ζωή μου μια φορά.
Μπορεί να λείψω για λίγο για να εφεύρω μια καινούρια μονάδα μέτρησης του χρόνου για να μετράω το χρόνο που είσαι μακριά μου
Το γράφει και ταυτόχρονα το ζει, γιατί μέσα του το έχει γράψει ήδη. Σκέφτεται στίχους και γράφει πεζό
Το θείο σου τον κυνηγήσανε οι χίτες μέσα στο κριθοχώραφο. Τον βρήκε η πρώτη στο λαιμό και τιναζότανε το αίμα σιντριβάνι
Ανυπότακτη οχιά και παμπόνηρη / με δαγκώνει κάθε μέρα / και δεν ξέρω πώς ν’ αντισταθώ
Τους μπέρδεψες και φύγαν οι Πέρσες άρον άρον απ’ τη Σαλαμίνα και ποιος είναι τίμιος να μας πει πόσα κάνουν ένα κι ένα; Εεεε;
Θα φωλιάσει στον κόλπο μου το πιο μεγάλο πουλί και ψηλά θ’ ανέβουμε μακριά απ’ τη χάση της ζωής που δε ζούμε, ωραίε μου λύκε
Καθώς πήγε να φιλήσει το χέρι του παπά, το ξύλινο ποδάρι του γλίστρησε σε μια πέτρα έπεσε, θρύψαλα το κρανίο. Και ο οίκος ρημαδιό