Τους μπέρδεψες και φύγαν οι Πέρσες άρον άρον απ’ τη Σαλαμίνα και ποιος είναι τίμιος να μας πει πόσα κάνουν ένα κι ένα; Εεεε;
Θα φωλιάσει στον κόλπο μου το πιο μεγάλο πουλί και ψηλά θ’ ανέβουμε μακριά απ’ τη χάση της ζωής που δε ζούμε, ωραίε μου λύκε
Ομοιόμορφα χάλκινα κεφάλια / που όταν τα κουνάς / χτυπούν μεταξύ τους / παράγοντας έναν ρυθμικό / χάλκινο ήχο
Καθώς πήγε να φιλήσει το χέρι του παπά, το ξύλινο ποδάρι του γλίστρησε σε μια πέτρα έπεσε, θρύψαλα το κρανίο. Και ο οίκος ρημαδιό
Τι κάθομαι και κοιτάζω αυτές τις ανόητες τηλοψίες / όταν η μόνη αιωνιότητα είσαι εσύ / και βέβαια δεν ταυτίζεσαι με το σύμπαν
Ο Τζοβάνι Κ. περνούσε την ώρα του χαζεύοντας το κοτόπουλο αλλά είδε το τραίνο να φτάνει, να κοντοστέκεται μια στιγμή και να φεύγει
Είχε σημαδέψει τα μανταλάκια με το όνομα και το είδος των ρούχων τού καθενός και όταν μάζευε τα στεγνά ρούχα ήξερε τίνος ήταν.
Είδωλα επιμελώς χτισμένα με γρανίτη προτού βυθιστεί το Σύμπαν στον ορίζοντα. Εδώ, μέσα στην έρημο, κάτι άλλαζε
Η σκέψη ότι δεν θα έβλεπε ξανά τη γκρίζα πόλη όπου την πήγε να αγοράσει τσάι τώρα της προκαλούσε θλίψη.
Η αίθουσα του επισκεπτηρίου είναι ελεεινή, το βλέπεις κι εσύ. Έχει δύο φεγγίτες όλους κι όλους και δεν αερίζεται καθόλου.
Κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν πρέπει να μάθει / πως φυλάω τη σιωπή που μου χάρισες / κάτω από το δέρμα μου
Αυτό το κόκκινο πουλόβερ ο Θεός το ’ριξε στις ρόδες του φορτηγού μπροστά στα μάτια της κόρης μου