Καλύτερα να ήμουν θήραμα της νυχτερίδας / θα είχα πετάξει στη ζωή μου μια φορά.
Μπορεί να λείψω για λίγο για να εφεύρω μια καινούρια μονάδα μέτρησης του χρόνου για να μετράω το χρόνο που είσαι μακριά μου
Το γράφει και ταυτόχρονα το ζει, γιατί μέσα του το έχει γράψει ήδη. Σκέφτεται στίχους και γράφει πεζό
Καθώς πήγε να φιλήσει το χέρι του παπά, το ξύλινο ποδάρι του γλίστρησε σε μια πέτρα έπεσε, θρύψαλα το κρανίο. Και ο οίκος ρημαδιό
Η σκέψη ότι δεν θα έβλεπε ξανά τη γκρίζα πόλη όπου την πήγε να αγοράσει τσάι τώρα της προκαλούσε θλίψη.
Η αίθουσα του επισκεπτηρίου είναι ελεεινή, το βλέπεις κι εσύ. Έχει δύο φεγγίτες όλους κι όλους και δεν αερίζεται καθόλου.
Κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν πρέπει να μάθει / πως φυλάω τη σιωπή που μου χάρισες / κάτω από το δέρμα μου
Τι κάθομαι και κοιτάζω αυτές τις ανόητες τηλοψίες / όταν η μόνη αιωνιότητα είσαι εσύ / και βέβαια δεν ταυτίζεσαι με το σύμπαν
Ο Τζοβάνι Κ. περνούσε την ώρα του χαζεύοντας το κοτόπουλο αλλά είδε το τραίνο να φτάνει, να κοντοστέκεται μια στιγμή και να φεύγει
Είχε σημαδέψει τα μανταλάκια με το όνομα και το είδος των ρούχων τού καθενός και όταν μάζευε τα στεγνά ρούχα ήξερε τίνος ήταν.
Είδωλα επιμελώς χτισμένα με γρανίτη προτού βυθιστεί το Σύμπαν στον ορίζοντα. Εδώ, μέσα στην έρημο, κάτι άλλαζε
Κάθε πρωί το μέλλον πλησιάζει / ανταύγειες φορτωμένο αλλόκοτες / κι ανίδεα πουλιά / ενώ ο μικρός τυφλός κορυδαλλός της νιότης ...