Οι σχοινοβάτες στον μίτο των ονείρων ταλαντεύονται
Να καίγεσαι εσύ / για να λάμπει ο Οδυσσέας μου. / Να καίγεσαι εσύ –εγώ– / για να φτάνω στην Ιθάκη
Κι η Λίτσα είναι μια παρτίδα, που την φυλάνε (όσο κι αν θα ´θελε το Υ να είναι Ι, ανορθόγραφες λέξεις-ορθογραφημένες πράξεις
Θα τη γνωρίσεις. Σαν τη δεις, μαντατοφόρε: χρυσά αναιδή ένδοξα μαλλιά / γυμνή, σε πρόστυχη αγκαλιά / spina nel cuore
Κοιτάει ξανά μέσα από το πλαστικό παράθυρο τη μαυρίλα πίσω από τα κυπαρίσσια και λέει: «Στην Κερύνεια βρέχει»
Τηλέφωνο από τα σύνορα. Σε μερικές ώρες θα ήταν κοντά μας και παραγγελία από τον Γιαννάκη: να έχω έτοιμο αβγό της άσπρης πουλάδας
Άρχισε να διαμορφώνεται το προφίλ μου ως κάποιας που μισούσε την εικόνα της σε σημείο που δεν άντεχε τον εαυτό της στον καθρέφτη
Είμαστε βάζο του γλυκού που κατεβαίνει κάθε μέρα από τις επισκέψεις μας. Ζούμε σε κόσμο ανάλγητο, άρρωστο, υπέροχα θρυμματισμένο
Στέλνω διαρκώς την ίδια επιστολή / στην ίδια πάντα διεύθυνση / κι αυτή διαρκώς να επιστρέφει / με τον ταχυδρόμο της νυκτός
Το μάθημα που έχω να σου δώσω είναι να φοβάσαι τα σκόρδα έστω και αν φέρνουν δώρα
Σκέφτηκα επίσης ότι το ζήτημα της αναλογίας θα πρέπει να μείνει ανοιχτό...
Σέρνει τα πόδια της η ολόμαυρη γάτα (βρεγμένη γάτα, που λέμε) για να πάει κάπου να κρυφτεί