Ξέρω πως για να μην χαθεί μες στον ατέλειωτο λαβύρινθο του χρόνου, αφήνει για σημάδια της τα δάκρυα που τρέχουν απ’ τα μάτια της
Σέρνει τα πόδια της η ολόμαυρη γάτα (βρεγμένη γάτα, που λέμε) για να πάει κάπου να κρυφτεί
Βοριάς ήταν ένας θυμωμένος άντρας, που ξεσπούσε σαρώνοντας την ηρεμία του σπιτιού του, ένα ανήσυχο παιδί που καταργούσε την τάξη
Οι λέξεις υπήρξαν: πορθμεία ρευστών, αντηχήσεις της ύπαρξης και μηχανολογικές μελέτες ηλεκτροδότησης έλεγχου συσκευών
Μην τριγυρνάς μες στο μυαλό τις νύχτες / με δυο αγνώστους / η εξίσωση δεν λύνεται / μονάχα εξισώνει αυτόν που έχει το χαρτί...
Δεν είναι όλο το φως φτιαγμένο από απωθημένο σκοτάδι. Υπάρχει και το φως που είναι φτιαγμένο από λευκό και αχειροποίητο χάδι
Καθώς μεγαλώνω ακούω τον ήχο της θάλασσας καλύτερα. Αγαπάω τα προοίμια, τις ουβερτούρες... Φοβάμαι τα κυρίως μέρη.
Την Ωραία Πύλη την ήθελε πιο φωτισμένη. Και έξω δεν ήθελε φως πίσω από το ιερό. Να βγουν οι λάμπες
«Άιντε, παπά», είπε ως άλλος Βολταίρος, «φέρε κι από αυτό το κρασί, το μόνο που δεν δοκίμασα εν ζωή»· και απήλθε σχεδόν ήρεμος
Εγώ πήρα ένα φοβισμένο ύφος, αφού έτσι κι αλλιώς ήξερα πως είχα στρίψει παράνομα και τότε τον θυμήθηκα…
Μακραίνει τώρα η μνήμη άυπνη, σε μαύρες εκτάσεις παλιών αντικειμένων, παιχνίδια εξόριστα, στιγμών, αποθετήρες σκουριασμένους
Αλλά και ο γιος του, που έπλυνε υστερότερα των ακολούθων του τα πόδια, το έκανε, υποθέτω, γιατί τους πήρε όλους στο λαιμό του