Γράφτηκα σε έναν σύλλογο για τη προστασία του χαρουπόδεντρου και σε ένα άλλο για τη διάδοση της διαλέκτου της μαυρόασπρης γάτας
Η πόλη χανόταν σε μια συνηθισμένη θολερότητα και το βράδυ κοιμήθηκε μ’ ένα μείγμα περιέργειας προσμονής και δέους
Είμαστε βάζο του γλυκού που κατεβαίνει κάθε μέρα από τις επισκέψεις μας. Ζούμε σε κόσμο ανάλγητο, άρρωστο, υπέροχα θρυμματισμένο
Στέλνω διαρκώς την ίδια επιστολή / στην ίδια πάντα διεύθυνση / κι αυτή διαρκώς να επιστρέφει / με τον ταχυδρόμο της νυκτός
Το μάθημα που έχω να σου δώσω είναι να φοβάσαι τα σκόρδα έστω και αν φέρνουν δώρα
«Θα μου δώσεις το τηλέφωνό σου», της είπε, «πρέπει να σηκωθώ να προλάβω τις τράπεζες πριν ανοίξουν τα μαγαζιά»
Σύντομα όμως άρχισαν οι ανατροπές. Τους ανάγκαζε σε πράξεις ασύμβατες με την αληθινή τους φύση
Οι σχοινοβάτες στον μίτο των ονείρων ταλαντεύονται
Να καίγεσαι εσύ / για να λάμπει ο Οδυσσέας μου. / Να καίγεσαι εσύ –εγώ– / για να φτάνω στην Ιθάκη
Κι η Λίτσα είναι μια παρτίδα, που την φυλάνε (όσο κι αν θα ´θελε το Υ να είναι Ι, ανορθόγραφες λέξεις-ορθογραφημένες πράξεις
Θα τη γνωρίσεις. Σαν τη δεις, μαντατοφόρε: χρυσά αναιδή ένδοξα μαλλιά / γυμνή, σε πρόστυχη αγκαλιά / spina nel cuore
Κοιτάει ξανά μέσα από το πλαστικό παράθυρο τη μαυρίλα πίσω από τα κυπαρίσσια και λέει: «Στην Κερύνεια βρέχει»