Το έργο σου έχει ένα δικό του χρώμα, / ίσως επειδή διαφέρει απ’ των άλλων / σε μια, δυο τελείες, μπορεί κι ένα κόμμα
Ανήκω στη δεύτερη κατηγορία: της στιγμής. Το πρωί αγοράζω τριαντάφυλλα, το μετανιώνω και τα αλλάζω με άσπρες ανεμώνες.
Άδεια η Κυψέλη / Μόνον ο θόρυβος / από το μπαστούνι του Σαχτούρη / και ο ήχος από τα σπασμένα μολύβια του Αλεξάνδρου
Αιχμή που χάνεται η σαγήνη ευθυγραμμίζεται μ’ έναν καλπασμό και μια ελαφρότητα
Κι ύστερα είναι & κάποια θηλυκά που μάζεψαν στο πλύσιμο της θλιβερής ζωής τους. Κι έπειτα είναι κάποια ουδέτερα που ανοίγονται
Έφτασε στα μισά, εκεί όπου στεκόμουν εγώ κι άνοιξε το στόμα της. Μια έξαρση του μυαλού. Έτρεμα τι θα πει κι έτρεμα τι θα απαντούσα
Στο όνειρο αυτό, όχι, δεν είσαι θάλασσα. (Στέκονται κι άλλοι στην ουρά ακόμα και στα όνειρα). Είσαι πολύβουη πολιτεία
Βιαζόμαστε στο δρόμο για το θάνατο με τις βάρκες να περάσουμε τη θάλασσα. Αλλά όταν φτάσουμε μας στοιβάζουν πίσω από τα σύρματα...
Ξέρω σε ποιο σημείο του υπογείου/φυλάξαμε το κουτάκι με τις ενέσεις/τις μικρές βελόνες/τις πεσμένες κόκκινες γόβες/το πάπλωμα
Ο πατέρας μου και ο αδελφός μου μοιάζουν με εκείνα τα μυρμήγκια, πάνε κι έρχονται στη ζωή μου χώνονται στα πιο απόκρυφα σημεία μου
Αυτός εκεί που πλέει στη θάλασσα / είναι ο ίδιος που χτες τραγουδούσε στον ποταμό, / ψηλά στο ξωκκλήσι του οσίου Θαλασσίου
Ο Θεός είναι ένα τεράστιο πλάσμα [...]. Ο κόσμος μας παρασύρεται –– σύντομα θα χαθεί μες στο χασμουρητό Του.