Μ’ αυτό το καλαμπούρι κόπηκε η βραδιά στα δυο: πριν και μετά. Το «μετά» συζητήθηκε πολύ τις μέρες που ακολούθησαν
Ένας νεαρός λοχαγός της έφερε, σαν δώρο από τον άλλο κόσμο, ένα δέμα με έξι πυκνογραμμένα τετράδια
Δεν τον κοιτά, λες κι έχουν ήδη / αποχαιρετιστεί. / Στον τοίχο από αύριο θα προστρέχει / για να νιώσει το αίμα της να καίει.
Χωράφια σπαρμένα / με ξυπνητήρια και μηχανικές ατζέντες / η ζωή μας
Το να περπατάς πάνω στο νερό / ή το να είσαι ο ίδιος το νερό / ο ποταμός / ο Αιών – εστί το θαύμα;
Όταν το κέλυφος διαρρηγνύεται, η σάρκα απλώνει, κίτρινος ήλιος επιδαπέδιος
Τρύπωσες με περίσσιο θράσος, εκεί που κανείς δεν τόλμησε ποτέ του να σιμώσει
Όπως η ποίηση όταν γλιστράει κι αναδίνεται στου χαρτιού το ευγενές υπόστρωμα και αμιλλάται τον καμβά με φτερωμένο λόγο
Το έργο σου έχει ένα δικό του χρώμα, / ίσως επειδή διαφέρει απ’ των άλλων / σε μια, δυο τελείες, μπορεί κι ένα κόμμα
Ανήκω στη δεύτερη κατηγορία: της στιγμής. Το πρωί αγοράζω τριαντάφυλλα, το μετανιώνω και τα αλλάζω με άσπρες ανεμώνες.
Άδεια η Κυψέλη / Μόνον ο θόρυβος / από το μπαστούνι του Σαχτούρη / και ο ήχος από τα σπασμένα μολύβια του Αλεξάνδρου
Αιχμή που χάνεται η σαγήνη ευθυγραμμίζεται μ’ έναν καλπασμό και μια ελαφρότητα