Τα πορτοκάλια κατρακυλούν ανάμεσα στα σύννεφα / τα κυδώνια γίνονται μακρινοί ήλιοι / και τα μήλα γυρίζουν σαν ρόδινα φεγγάρια
Ο δυνατός ξύλινος ήχος με τραβούσε πρωί πρωί έξω απ’ τον ύπνο και μαζί η γυναικεία φωνή: «ήρθε το λελέκι! Απ'την Αφρική»
Διαλέγει η Κλυταιμνήστρα προσεχτικά τα κοσμήματα με τα οποία θα στολίσει λαιμό και δάχτυλα.
Τα σπίτια τα επιπλώνουμε με / την ανάσα μας / και όταν αυτή τελειώσει / με την ψυχή μας
Κορίτσια που ’χουν μαγικό στα πόδια τους σκονάκι / πώς τόλμησες και πίστεψες, άθλιε, πως αγαπάνε;
Πάντα σε ξάφνιαζε η βραχνή ερώτηση / και για να μην προδοθείς / βιαζόσουν να προφέρεις χαμηλόφωνα / τ’ όνομα του πατέρα
Ένας νεκρός στα πόδια τους έχει το πρόσωπο του αστυνόμου κι ο ουρανός: το ιερό χρώμα της μπλούζας του
Αποφεύγω να γράφω στο δάσος. Την τελευταία φορά που το επιχείρησα μια πεταλούδα εισχώρησε στο ποίημα. Άρχισε να τρώει τα φωνήεντα
Μ’ αυτό το καλαμπούρι κόπηκε η βραδιά στα δυο: πριν και μετά. Το «μετά» συζητήθηκε πολύ τις μέρες που ακολούθησαν
Ένας νεαρός λοχαγός της έφερε, σαν δώρο από τον άλλο κόσμο, ένα δέμα με έξι πυκνογραμμένα τετράδια
Δεν τον κοιτά, λες κι έχουν ήδη / αποχαιρετιστεί. / Στον τοίχο από αύριο θα προστρέχει / για να νιώσει το αίμα της να καίει.
Χωράφια σπαρμένα / με ξυπνητήρια και μηχανικές ατζέντες / η ζωή μας