Ξέρω σε ποιο σημείο του υπογείου/φυλάξαμε το κουτάκι με τις ενέσεις/τις μικρές βελόνες/τις πεσμένες κόκκινες γόβες/το πάπλωμα
«Μια χαρά είμαι, κυρ αστυνόμε μου. Συγνώμη... σας έπιασα, και το όπλο»!
Κοιμούνται με τα μάτια ανοιχτά έναν ύπνο τεχνητό, με κάτι μαγικά φάρμακα, μόνες, στην κρεβατοκάμαρα κυκλοφορούν μισόγυμνες
Μπορεί από δική μου εμμονή να έκανα συλλογή δισταγμών, όμως παρά τις υπερβολές μου, έβλεπα μάλλον καθαρά
Με φοβίζει καθώς το τέλος πλησιάζει, μ’ αναστατώνει η αβεβαιότης και το χάος των ετών που ακολουθούν
Ο πατέρας μου και ο αδελφός μου μοιάζουν με εκείνα τα μυρμήγκια, πάνε κι έρχονται στη ζωή μου χώνονται στα πιο απόκρυφα σημεία μου
Αυτός εκεί που πλέει στη θάλασσα / είναι ο ίδιος που χτες τραγουδούσε στον ποταμό, / ψηλά στο ξωκκλήσι του οσίου Θαλασσίου
Ο Θεός είναι ένα τεράστιο πλάσμα [...]. Ο κόσμος μας παρασύρεται –– σύντομα θα χαθεί μες στο χασμουρητό Του.
Σκηνική ποιητική αφήγηση - Υπερβαίνω το σχήμα του αόρατου, είμαι συνοδοιπόρος των σκιασμένων μου και των θαλασσών
Την πλησίασε με θέρμη για να τη χαιρετίσει κι ας γκρίνιαζε μετά η μάνα του ότι, στα καλά καθούμενα, ο γιος της...
Κι αν εσύ φτάσεις να κατανοήσεις το λάθος σου, επιστρέφεις σε μια ζωή όπου κάθε μικρότερο λάθος θα μπορούσε να συγχωρηθεί
Γιατί δε μου αρκούν τα αλαφιασμένα άλματα της θάλασσας / γύρω απ'το χαμένο πλεούμενο δε μου αρκεί η ανεμοθύελλα στο βουνό