Έξω απ' τις τέντες, δύο θεατρίνες μάλωναν ποια θα πρωτοπάρει νερό από την κρήνη που έσταζε κόμπο-κόμπο
Τρύπωσες με περίσσιο θράσος, εκεί που κανείς δεν τόλμησε ποτέ του να σιμώσει
Όπως η ποίηση όταν γλιστράει κι αναδίνεται στου χαρτιού το ευγενές υπόστρωμα και αμιλλάται τον καμβά με φτερωμένο λόγο
Το έργο σου έχει ένα δικό του χρώμα, / ίσως επειδή διαφέρει απ’ των άλλων / σε μια, δυο τελείες, μπορεί κι ένα κόμμα
Ανήκω στη δεύτερη κατηγορία: της στιγμής. Το πρωί αγοράζω τριαντάφυλλα, το μετανιώνω και τα αλλάζω με άσπρες ανεμώνες.
Άδεια η Κυψέλη / Μόνον ο θόρυβος / από το μπαστούνι του Σαχτούρη / και ο ήχος από τα σπασμένα μολύβια του Αλεξάνδρου
Αιχμή που χάνεται η σαγήνη ευθυγραμμίζεται μ’ έναν καλπασμό και μια ελαφρότητα
Κι ύστερα είναι & κάποια θηλυκά που μάζεψαν στο πλύσιμο της θλιβερής ζωής τους. Κι έπειτα είναι κάποια ουδέτερα που ανοίγονται
Έφτασε στα μισά, εκεί όπου στεκόμουν εγώ κι άνοιξε το στόμα της. Μια έξαρση του μυαλού. Έτρεμα τι θα πει κι έτρεμα τι θα απαντούσα
Στο όνειρο αυτό, όχι, δεν είσαι θάλασσα. (Στέκονται κι άλλοι στην ουρά ακόμα και στα όνειρα). Είσαι πολύβουη πολιτεία
Βιαζόμαστε στο δρόμο για το θάνατο με τις βάρκες να περάσουμε τη θάλασσα. Αλλά όταν φτάσουμε μας στοιβάζουν πίσω από τα σύρματα...
Φύγαμε με το κοστούμι που αγαπήσαμε, με μια κορνίζα, ψημένο καφέ και σταφίδα