Βγαίνεις στο γύρω με ανοιχτά τα μέσα μάτια. Δίχτυ γίνεσαι, να τσακώσεις το πανάκριβο, που μόνο εσένα προορίζεται να συναντήσει...
Παράξενα έντομα στις βιβλιοθήκες τους / Δραπετεύοντα λευκά στίγματα από σελίδες πίσσα σκοτάδι
Mου γύρισε την πλάτη σαν να μην υπήρχα με ξέχασε στη στιγμή. Στον καθρέφτη γύρισε βρίζοντας τον εαυτό της που έκανε μόνο ένα παιδί
Στο κεντρικότερο σημείο του κέντρου της πόλης ψάχνεις την έξοδο κινδύνου, χωρίς να κοιτάς πως εινʼ ακόμη ανοιχτό ένα θερινό σινεμά
Ήταν ανέκαθεν Μονογενής και Πρωτόγονος. Τα δίπλωσε όλα τότε πηχτή ομίχλη, έτσι που είναι αδύνατον να πει κανείς τι έγινε μετά
να μου μιλάνε, την οθόνη να κοιτώ / και να διαβάζω δίχως φόβο για το βράδυ / όπου δεν βλέπω – άρα ούτε ακούω Χριστό.
Μέσα σε λίγες βδομάδες ήμαστε ενήμεροι για τον πληροφοριοδότη σας, τον παλιό σας φίλο που διατηρούσατε μονόδρομη αλληλογραφία
Κι όταν το δέντρο φεύγει / μια υποψία ξέφωτου φέγγει στα άλλα / ν’ ακολουθήσουν στο σκοτάδι / του άγνωστου νόστου
Δεν είχα ξεχάσει τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της, τα μικροσκοπικά χείλη της, την ολόισια μύτη της, μα ούτε φαίνονταν στη φωτογραφία
Προκαλώντας με σχολίασε: Για να δούμε τι ψάρια πιάνεις εσύ. Αν μπορείς –χωρίς ωκεανό– φτιάξε μ’ αυτές τις λέξεις ένα ποίημα πλωτό
Εκείνο το πρωί, ο δηλητηριασμένος σενιόρ γύρισε σπίτι του με σαφή πρόθεση να πενθήσει βαριά για το φρικτό αδιέξοδο της ζωής του
Στην καλύτερη περίπτωση του έλεγαν απλά: «Eεε, στα λέει καλά ο θεός;» ή «Πώς είσαι έτσι ρε, μού θες να πας και στον παράδεισο»