Ένας νεκρός στα πόδια τους έχει το πρόσωπο του αστυνόμου κι ο ουρανός: το ιερό χρώμα της μπλούζας του
Αποφεύγω να γράφω στο δάσος. Την τελευταία φορά που το επιχείρησα μια πεταλούδα εισχώρησε στο ποίημα. Άρχισε να τρώει τα φωνήεντα
Μ’ αυτό το καλαμπούρι κόπηκε η βραδιά στα δυο: πριν και μετά. Το «μετά» συζητήθηκε πολύ τις μέρες που ακολούθησαν
Ένας νεαρός λοχαγός της έφερε, σαν δώρο από τον άλλο κόσμο, ένα δέμα με έξι πυκνογραμμένα τετράδια
Δεν τον κοιτά, λες κι έχουν ήδη / αποχαιρετιστεί. / Στον τοίχο από αύριο θα προστρέχει / για να νιώσει το αίμα της να καίει.
Χωράφια σπαρμένα / με ξυπνητήρια και μηχανικές ατζέντες / η ζωή μας
Το να περπατάς πάνω στο νερό / ή το να είσαι ο ίδιος το νερό / ο ποταμός / ο Αιών – εστί το θαύμα;
Όταν το κέλυφος διαρρηγνύεται, η σάρκα απλώνει, κίτρινος ήλιος επιδαπέδιος
Να πάρεις φωτιά θέλω / και τον πιο δύσβατο να πάρεις / δρόμο / αυτόν που πάει μέσα σου / για να ’ρθεις να με βρεις
Όταν του μιλούσες δυνάμωνε τον ήχο της τηλεόρασης. Έφτιαχνε όμως δαχτυλίδια με τον καπνό άσπρα, θαμπά, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο
Όπως η ποίηση όταν γλιστράει κι αναδίνεται στου χαρτιού το ευγενές υπόστρωμα και αμιλλάται τον καμβά με φτερωμένο λόγο
Το έργο σου έχει ένα δικό του χρώμα, / ίσως επειδή διαφέρει απ’ των άλλων / σε μια, δυο τελείες, μπορεί κι ένα κόμμα