Πολλοί και πολλές στην απόγνωσή τους είχαν βουτήξει στη θάλασσα. Κι αυτή, όμως, έβραζε. Καζάνι, χύτρα με ζεστό νερό
...Ο χρόνος γίνεται χώρος ν’ απλωθώ / Γίνεται ένα ελαφρύ πλωτό
Ένιωσε ένα δυνατό εκτόπισμα νερού να έρχεται με ακανόνιστο τρόπο από τα δεξιά της
Ο ευκάλυπτος κυρίευσε το πιο ακριβό / Που δεν το βρίσκεις πια στα χρωματοπωλεία / Ο ίδιος να το μαζέψεις πρέπει εισχωρώντας
Άνοιγες τα συρτάρια σου κι έβρισκες ουρανό...
Σώμα δεν έχω / παρά μονάχα τη σιωπή Σου / κι ας μη μιλάς, μονάχα κοίτα με
Όσο ξεδιπλώνει τα φτερά του ο χρόνος χαράζονται στο δέρμα σου ίχνη πλήξης και αδιαφορίας
Δεν αξίζει η ιστορία μου / δυο ευρώ μεταλλικά μόνο / φίλε μου, / να εξυπηρετώ φτηνές συναλλαγές
Υπομένουν. / Με βλέμμα απλανές σ’ ένα παρόν που απομυζεί τα σπλάχνα / τ’ αλείφει απαλά με μέταλλα
Εδώ, από κάτω / στο υπόγειο κελί το φως ζει στην λάμα του μαχαιριού
θυμάσαι πως ο κόσμος είναι / ένα αντίδωρο / που μασουλάμε στο πέρασμα
Τα οράματά του ήταν γεμάτα με μέρες μοναχικού βαδίσματος σε ερημιές απρόσιτες και άγονους, απαράλλαχτους τόπους